Μερικά άλμπουμ έχουν μείνει στα χρονικά του heavy metal, όχι μόνο για το μουσικό τους περιεχόμενο, αλλά και για τη χρονική στιγμή και τον πολιτιστικό τους αντίκτυπο. Το “Defenders of the Faith” των Judas Priest, που κυκλοφόρησε στις 4 Ιανουαρίου 1984, είναι ένα από αυτά. Αρχικά θεωρήθηκε μια σχετική εμπορική υποαπόδοση συγκριτικά με τον προκάτοχό του, “Screaming for Vengeance”. Ωστόσο, το “Defenders” κέρδισε σταδιακά σεβασμό, αποτελώντας μια καθοριστική στιγμή για την μπάντα.
Το 1982, το “Screaming for Vengeance” καταξίωσε τους Judas Priest σε σούπερ σταρ. Iδιαίτερα στις ΗΠΑ, τραγούδια όπως το “You‘ve Got Another Thing Coming” γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Η προσεγμένη παραγωγή του άλμπουμ, τα catchy singles και η χαρακτηριστική επιθετικότητα του κιθαριστικού τους διδύμου, είχαν αγγίξει μία μεγάλη μερίδα κόσμου. Μέχρι το 1983, με μεγάλη ώθηση, είχαν δώσει συναυλίες μπορστά από εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου και είχαν αρχίσει να αγκαλιάζουν τον ρόλο τους ως ηγέτες του heavy metal.
Όταν η μπάντα ξαναβρέθηκε στην Ίμπιζα για να δημιουργήσει το επόμενο άλμπουμ της, αντιμετώπισε τη διπλή πρόκληση να διατηρήσει τη δυναμική της και να καινοτομήσει στο είδος της. Ο παραγωγός Tom Allom επέστρεψε στο τιμόνι, με στόχο να αναπαράγει τη μαγεία του “Screaming for Vengeance”. Ωστόσο, όπως θυμήθηκε αργότερα ο Rob Halford, η διαδικασία δεν ήταν χωρίς προβλήματα: «Το στούντιο ήταν ένα ρημάδι όταν φτάσαμε. Έπρεπε να βοηθήσουμε στην ανοικοδόμησή του πριν καν μπορέσουμε να ηχογραφήσουμε!»
Το χάος και η αβεβαιότητα αυτών των πρώτων ημερών ίσως διαμόρφωσαν και τον ήχο του άλμπουμ. Κομμάτια όπως το “Freewheel Burning” και το “The Sentinel” έβγαζαν ένταση, ενσαρκώνοντας το πνεύμα μιας μπάντας που δεν πτοείται από εξωτερικές πιέσεις.
Το “Defenders of the Faith” δεν κατάδερε να φτάσει την εμπορική επιτυχία του “Screaming for Vengeance”
Με την κυκλοφορία του, το “Defenders of the Faith” παρουσίασε μια μπάντα στο δημιουργικό της αποκορύφωμα. Το εναρκτήριο τραγούδι του άλμπουμ, το “Freewheel Burning”, αναμειγνύοντας καταιγιστικά κιθαριστικά riffs με τα φωνητικά του Halford, αποτελεί τον ιδανικό πρόλογο. Κομμάτια όπως τα “Some Heads Are Gonna Roll” και “Jawbreaker” εξισορροπούσαν τα μελωδικά hooks με τις πιο βαριές κλίσεις της μπάντας. Θεματικά, το άλμπουμ υπερασπιζόταν την ελευθερία και την αντίσταση – αξίες που είχαν βαθιά απήχηση στους metalheads.
Παρόλα αυτά, το “Defenders” δεν έφτασε την εμπορική επιτυχία του “Screaming for Vengeance”. Μέχρι το τέλος του 1984, είχε πουλήσει 800.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ – ένα αξιέπαινο κατόρθωμα, αλλά μακριά από το εκατομμύριο και πλέον που είχε πετύχει ο προκάτοχός του. Οι κριτικοί και οι οπαδοί απέδωσαν το γεγονός αυτό στην έλλειψη ενός single που να ξεχωρίζει όπως το “You’ve Got Another Thing Coming”. Ενώ τα “Freewheel Burning” και “Some Heads Are Gonna Roll” κυκλοφόρησαν ως singles, η πιο σκληρή πλευρά τους τα έκανε λιγότερο προσιτά στο mainstream κοινό.
Ο Rob Halford παραδέχτηκε την απογοήτευσή του εκείνη την εποχή: «Απλά δεν είχαμε ένα αρκετά δυνατό single». Ωστόσο, εκ των υστέρων, υποστήριξε ότι το “Defenders” δεν προοριζόταν ποτέ να κυνηγήσει τη ραδιοφωνική επιτυχία. «Αυτή η μπάντα δεν έγραψε ποτέ για το ραδιόφωνο. Ο τρόπος με τον οποίο σκέφτονται το άλμπουμ τώρα σε σχέση με τότε αντικατοπτρίζει δύο πολύ διαφορετικούς κόσμους».
Μια από τις πιο διαβόητες στιγμές του άλμπουμ δεν προήλθε από τη μουσική του, αλλά από τους στίχους του. Το “Eat Me Alive”, ένα κομμάτι γεμάτο προκλητικές εικόνες, προκάλεσε την οργή του Parents Music Resource Center (PMRC), μιας ομάδας λογοκρισίας με επικεφαλής την Tipper Gore. Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στο διαβόητο “Filthy Fifteen” του PMRC, το οποίο κατηγορήθηκε ότι προωθεί τη βία και το σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα “Defenders of the Faith” και “Screaming for Vengeance” είναι σαν τις δίδυμες κορυφές της δημιουργικότητας των Judas Priest τη δεκαετία του 1980
Η αντίδραση του συγκροτήματος ήταν μια ανάμειξη αμηχανίας και περιφρόνησης. Ο Halford περιέγραψε τη δημιουργία του τραγουδιού ως μια ανάλαφρη, μεθυσμένη συνεδρία στο στούντιο: «Ήμασταν τελείως εκτός εαυτού και οι στίχοι ήταν απλά λίγο διασκεδαστικοί». Ο έλεγχος του PMRC, ωστόσο, μετέτρεψε το κομμάτι σε μια κραυγή διαμαρτυρίας για την καλλιτεχνική ελευθερία. Στο επόμενο άλμπουμ τους, Turbo, οι Judas Priest έδωσαν μια αιχμηρή απάντηση με το κομμάτι “Parental Guidance”.
Το “Defenders of the Faith” αποκραστάλλωνε σε μεγάλο βαθμό τη γενικότερη κοσμοθεωρία των Judas Priest. Το τελικό δίδυμο των “Heavy Duty” και “Defenders of the Faith” ενσαρκώνει τη δέσμευση του συγκροτήματος στις βασικές αξίες του heavy metal: κοινότητα, πείσμα και εξέγερση. Όπως δήλωσε ο Halford σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη, «Πιστεύουμε πραγματικά, αληθινά στο heavy metal. Είμαστε υπερασπιστές της πίστης, και πάντα θα είμαστε».
Το εξώφυλλο του άλμπουμ υπογράμμιζε περαιτέρω αυτή τη λογική. Το εμβληματικό “Metallion” – ένα μηχανικό θηρίο – συμβόλιζε το αδάμαστο πνεύμα του metal. Τολμηρό και απειλητικό, συμπυκνώνει την αισθητική και τη θεματική πρόθεση του άλμπουμ.
Από πολλές απόψεις, τα “Defenders of the Faith” και “Screaming for Vengeance” είναι σαν τις δίδυμες κορυφές της δημιουργικότητας των Judas Priest τη δεκαετία του 1980. Και οι δύο δίσκοι αποπνέουν την ωμή δύναμη και το μελωδικό μεγαλείο που το συγκρότημα είχε τελειοποιήσει σε αυτό το σημείο της καριέρας του. Ωστόσο, οι αντιθέσεις είναι εμφανείς. Το “Screaming” παρείχε τη μαζική απήχηση των φιλικών προς το ραδιόφωνο κομματιών όπως το “You’ve Got Another Thing Coming”, ενώ το Defenders «έσκαψε βαθύτερα» σε πιο σύνθετα θέματα.
Κομμάτια όπως το “The Sentinel” και το “Jawbreaker” παραμένουν βασικά μέρη των ζωντανών εμφανίσεων των Judas Priest
Τραγούδια όπως το “The Sentinel” και το “Jawbreaker” αποτυπώνουν αυτή την εξέλιξη. Το “The Sentinel” είναι ένα κινηματογραφικό έπος, με την αφηγηματική του δεινότητα να συνδυάζεται με περίπλοκη κιθαριστική δουλειά. Το “Jawbreaker” ξεχειλίζει από ένταση, αναδεικνύοντας την ικανότητα της μπάντας να δημιουργεί radio friendly κομμάτια χωρίς να θυσιάζει την επιθετικότητά της. Εν τω μεταξύ, κομμάτια όπως το “Love Bites” και το “Some Heads Are Gonna Roll” παρείχαν στιγμές μελωδικής ανάπαυλας χωρίς να χάνεται η ένταση του άλμπουμ.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του, το “Defenders of the Faith” έχει υποστεί μια αξιοσημείωτη επανεκτίμηση. Οι οπαδοί και οι κριτικοί το θεωρούν πλέον ως μια από τις καλύτερες δουλειές των Judas Priest, μια γέφυρα ανάμεσα στο μελωδικό μεγαλείο του “Screaming for Vengeance” και την αδυσώπητη επιθετικότητα του “Painkiller”. Η επιρροή του είναι εμφανής στις δουλειές αμέτρητων συγκροτημάτων, από το power metal μέχρι το thrash.
Η remastered έκδοση του 2015, που περιλαμβάνει μια ζωντανή εμφάνιση από το Long Beach Arena, επιβεβαίωσε τη σημασία του. Κομμάτια όπως το “The Sentinel” και το “Jawbreaker” παραμένουν βασικά μέρη των ζωντανών εμφανίσεων των Judas Priest, με την ενέργειά τους να κερδίζει το στοίχημα με τον χρόνο.
Το “Defenders of the Faith” μπορεί αρχικά να μην ανέβηκε στα εμπορικά ύψη του προκατόχου του, αλλά η επιρροή και το ανάστημά του έχουν αυξηθεί με τον καιρό. Σκεπτόμενος την κληρονομιά του άλμπουμ, τα λόγια του Halford ακούγονται πιο αληθινά από ποτέ: «Όσο περισσότερο ζεις με αυτή την ένωση, γίνεται κάτι πραγματικό, ζωντανό, που αναπνέει. Ναι, είμαστε υπερασπιστές της γ@μημένης πίστης, χωρίς αμφιβολία».
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Judas Priest
Album: Defenders of the Faith
Label: Columbia Records
Release Date: 04/01/1984
Genre: Heavy Metal
1. Freewheel Burning
2. Jawbreaker
3. Rock Hard, Ride Free
4. The Sentinel
5. Love Bites
6. Eat Me Alive
7. Some Heads Are Gonna Roll
8. Night Comes Down
9. Heavy Duty
10. Defenders of the Faith
Producer: Tom Allom
Judas Priest: Glenn Tipton (Κιθάρα, φωνή, πιάνο), K.K. Downing (Κιθάρα), Ian Hill (Μπάσο), Dave Holland (Τύμπανα), Robert Halford (Φωνή)
Judas Priest (OW) | Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | ReverbNation | Songkick | SoundCloud | Spotify | Tidal | TikTok | X/Twitter | VEVO | YouTube