Το “Portal of I” ίσως είναι από τα καλύτερα debut albums των τελευταίων χρόνων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μπάντες κυκλοφόρησαν ένα τόσο εντυπωσιακό πρώτο δίσκο και εν συνεχεία δεν κατάφεραν ποτέ να πιάσουν αυτά τα standards. Στην περίπτωση των Ne Obliviscaris, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Παρότι το “Citadel” δεν έκανε την ίδια αίσθηση με τον προκάτοχό του (και πώς θα μπορούσε;) κατάφερε να κινηθεί στα ίδια επίπεδα και να αποδείξει ότι οι Αυστραλοί έχουν έρθει για να μείνουν.
Ως γενική εικόνα, έχουμε μία κυκλοφορία της οποίας η ατμόσφαιρα είναι λιγότερο σκοτεινή από αυτήν του “Portal of I”. Για να είμαστε, όμως, σαφείς, επίσης έχουμε έναν δίσκο με πυκνό σκοτάδι αλλά όχι με τόσο black metal χαρακτήρα. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι οι Ne Obliviscaris στο “Citadel” διατηρούν την ίδια συνθετική φιλοσοφία. Ευτυχώς, τα θετικά δεν τελειώνουν εκεί, αφού αν υπήρχε ένα «μελανό» σημείο στο “Portal of I”, αυτή ήταν η απουσία συνεκτικής ροής. Παρά αυτήν του την «αδυναμία», ο δίσκος ήταν αριστούργημα, οπότε τώρα που «διόρθωσαν» ακόμα και αυτό, πόσο καλύτεροι μπορεί να ακούγονται;
Η απάντηση έρχεται σχετικά άμεσα, αφού έχουμε ένα υπο-άλμπουμ μέσα στο άλμπουμ. Αν ακούσουμε ως μία ενιαία μουσική δημιουργία τα τρία μέρη του “Painters of the Tempest”, μοιάζει σαν να έχουμε να κάνουμε με μία ξεχωριστή οντότητα. Παρόλα αυτά, η τριλογία καταφέρνει να δένει αρμονικά με τα υπόλοιπα κομμάτια του “Citadel”.
Στο “Citadel” οι Ne Obliviscaris δεν κάνουν κάτι απλά και μόνο για να δείξουν το πόσο ταλαντούχοι είναι
Αποτελούμενο από το εισαγωγικό “Wyrmholes” και την κατακλείδα, “Reveries from the Stained Glass Womb“, θα λέγαμε ότι το πρώτο κομμάτι του άλμπουμ είναι το δεκαεξάλεπτο “Triptych Lux”. Το βιολί του Tim Charles είναι υποδειγματικό και με μεγαλύτερη ποικιλία συγκριτικά με το “Portal of I”. Το ίδιο το κομμάτι αποτελείται από διάφορες διαφορετικές υποενότητες. Αυτό, όμως, είναι κάτι αναμενόμενο για μία τόσο μεγάλη σύνθεση. Η ιδιαιτερότητα εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η μετάβαση, που είναι πάντα όμορφη και απαλή.
Επίσης, μοιάζει και με μία βιτρίνα ικανοτήτων των Ne Obliviscaris. Με εντελώς αβίαστο τρόπο, όλα τα μουσικά όργανα βγαίνουν διαδοχικά στο προσκήνιο. Υπάρχουν στιγμές που οι κιθάρες πρωταγωνιστούν με τεχνικά solos, άλλες που το βιολί έρχεται να καθορίσει την ατμόσφαιρα και σημεία όπου οι μπασογραμμές είναι απλά καθηλωτικές. Ακόμα και τα τύμπανα υπάρχουν μέρη που δε γεμίζουν απλά το κομμάτι αλλά διηγούνται μία δική τους ξεχωριστή ιστορία.
Μέσα σε όλες τις καινοτομίες που δοκιμάζουν οι Ne Obliviscaris στο “Citadel”, υπάρχουν και κλασικά τμήματα. Γενικά, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του δίσκου είναι η ικανότητά του να σε εκπλήσσει. Εκεί που νομίζεις ότι η μπάντα έχει ορίσει έναν ρυθμό, εισάγει κάτι νέο, κάνει μια απρόσμενη μετάβαση και προχωρά σε μια νέα φάση.
Τούτων λεχθέντων, το “Pyrrhic” είναι μακράν η πιο επιθετική στιγμή του δίσκου. Ξεκινάει με φρενήρη ρυθμό, ενώ σιγά-σιγά, σχεδόν υποσυνείδητα, ενσωματώνει και το βιολί. Διαβάζοντας βιολί, μην πάει ο νους σας σε κάποια γλυκιά μελωδία, τουναντίον, έρχεται για να κάνει ακόμα πιο άβολη την ατμόσφαιρά του. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να είναι απλό και μόνο ένα πράγμα στο “Citadel”. Το χαοτικό ακραίο metal του πρώτου μισού του κομματιού διαδέχεται ένα εκπληκτικό, κλιμακωτό, post-rock φινάλε.
Το “Citadel” δεν μένει στο ίδιο μονοπάτι με τον προκάτοχό του αλλά εμπλούτιζει και τη μουσική παλέτα των Ne Obliviscaris
Φυσικά και το φινάλε δεν γινόταν να είναι μία απλή τελεία. Το “Devour Me, Colossus” αποτελείται από δύο ξεχωριστά μέρη, τα “Blackholes” και “Contortions”. Ομολογώ ότι δε μου εντυπωσίασε όπως οι προκάτοχοί του, ωστόσο, έχει το ενδιαφέρον του. Αντιλαμβάνομαι ότι οι Ne Obliviscaris προσπαθούν να κλείσουν με στοιχεία που είχαν παρουσιάσει προηγουμένως. Και το πετυχαίνουν, απλά σε μία κυκλοφορία που κινείται συνεχώς εκτός comfort zone, όταν επιλέγει να παίξει safe, “χτυπάει” άσχημα.
Αν έχω ένα παράπονο, και πράγματι έχω μόνο ένα, είναι η παραγωγή. Δυστυχώς δε στέκεται στο επίπεδο των μουσικών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δώσει το boost που θα έκανε τον δίσκο αψεγάδιαστο. Φυσικά, αυτό από μόνο του, δεν είναι αρκετό για να ανακόψει τη θριαμβολογία γύρω από τον δεύτερο δίσκο των Ne Obliviscaris. To “Citadel” συνεχίζει τον δρόμο που χάραξε το “Portal of I” αλλά παράληλα εμπλουτίζει την παλέτα των Αυστραλών. Πολύπλοκες συνθέσεις, ξεκάθαρες ιδέες, βιολί και υπέροχο riffing είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν, με ένα πέπλο μελαγχολίας να κρέμεται πάνω από τον δίσκο, αντικατοπτρίζοντας το θέμα μιας κατεστραμμένης κοινωνίας.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Ne Obliviscaris
Album: Citadel
Label: Season of Mist
Release Date: 07/11/2014
Genre: Extreme Progressive Metal
1. Painters of the Tempest (Part I): Wyrmholes
2. Painters of the Tempest (Part II): Triptych Lux
3. Painters of the Tempest (Part III): Reveries from the Stained Glass Womb
4. Pyrrhic
5. Devour Me, Colossus (Part I): Blackholes
6. Devour Me, Colossus (Part II): Contortions
Producer: Troy McCosker, Tim Charles
Ne Obliviscaris: Tim Charles (Φωνή, βιολί, πλήκτρα), Xenoyr (Φωνή), Matt Klavins (Κιθάρα), Benjamin Baret (Κιθάρα), Brendan “Cygnus” Brown (Μπάσο), Daniel “Mortuary” Presland (Τύμπανα)
Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | Ne Obliviscaris (OW) | Patreon | ReverbNation | SoundCloud | Spotify | Tidal | Twitter | YouTube
Ne Obliviscaris
Στο "Citadel" οι Ne Obliviscaris εξελίσσουν όλα αυτά τα στοιχεία που είχαμε ακούσει στο ντεμπούτο τους, όμως, αυτήν τη φορά οι συνθέσεις έχουν και πολύ σφιχτή συνοχή.