Ο ταλαντούχος κύριος Mortiis
Προϋπάρχει μία άρρηκτη σχέση μεταξύ black metal και dungeon synth – με όσα παρακλάδια μπορούν να χωρέσουν στο ιδίωμα. Ιδιαιτέρα ο Ευρωπαϊκός βορράς, και συγκεκριμένα η Σκανδιναβική χερσόνησος, έχουν πραγματοποιήσει αυτό το δρομολόγιο πολλές φορές. Ορισμένες φορές μάλιστα, οι οδηγοί αυτού του ταξιδιού ήταν ξακουστοί μουσικοί του ακραίου χώρου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα όπως ο Satyr και Fenriz δεσπόζουν με την παρουσία τους. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, το εισιτήριο ήταν μετ’ επιστροφή. Παρά το γεγονός ότι το μουσικό αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές, ήταν παραπάνω από ικανοποιητικό, κανείς δεν πραγματοποίησε αυτό το δρομολόγιο με την επιτυχία που το έκανε ο πρώτος μπασίστας των Emperor. Ο Håvard Ellefsen aka Mortiis.
Στην περίπτωσή του, ήταν ένα one-way-ticket. Αφού ο Mortiis δεν επέστρεψε ποτέ στην black metal σκηνή, τουλάχιστον δισκογραφικά. Πριν συνεχίσουμε την αφήγησή μας, αναρωτηθείτε πόσους μουσικούς γνωρίζετε, ανεξαρτήτως ηλικίας ή βεληνεκούς, που μέχρι τα 19 είχαν την ικανότητα να ισχυριστούν ότι δημιούργησαν ένα ολόκληρο μουσικό είδος (όπως το dungeon synth) και ταυτόχρονα να ήταν σημαντικά μέλη της πολύ συχνά θεωρούμενης ως καλύτερης black metal μπάντας όλων των εποχών.
Ανακεφαλαιώνοντας, μέχρι τα 19 του ο Håvard Ellefsen (εφεξής απλά Mortiis) είχε δημιουργήσει ένα καινούργιο είδος μουσικής, το dungeon synth. Παράλληλα, είχε επίσης υπάρξει μέλος ενός σχήματος που αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο ενός άλλου φρέσκου μουσικού είδους, του black metal.
Μία σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο θα σας αποκαλύψει ότι τέσσερα χρόνια πριν από το “Født til å herske“ ο μουσικός Jim Kirkwood είχε ήδη κυκλοφορήσει τον πρώτο δίσκο dungeon synth στην ιστορία της μουσικής. Εδώ πρέπει να εξετάσουμε την επιρροή που άσκησαν σε μετέπειτα καλλιτέχνες τα συγκεκριμένα άλμπουμ. Το “Where Shadows Lie” του Kirkwood, παρά το γεγονός ότι δεν είναι ακριβώς dungeon synth, ως επιρροή άρχισε να εμφανίζεται πολλά χρόνια αργότερα.
Επίσης, θα παραβλέψουμε το αισθητικό κομμάτι (χωρίς να αμφισβητούμε την ανωτερότητα του Νορβηγού στον τομέα αυτό) και θα συζητήσουμε λίγο ακόμα για το ποιος έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του είδους. Ο Alexander Opitz των Dargaard και Amestigon έχει αναφέρει πολλές φορές τον Mortiis ως έναν καλλιτέχνη που τον ενέπνευσε, τόσο μουσικά όσο και στην ικανότητά του να πλοηγείται στις σκοτεινές μουσικές γωνιές.
Παρότι δε θεωρείται -και ορθώς- ξεχωριστή εποχή, το 1996 κυκλοφορεί το πρώτο full-length άλμπουμ του, το οποίο δεν είναι στα Νορβηγικά και περιλαμβάνει περισσότερα από δύο κομμάτια. Επίσης, ο ήχος του αρχίζει να αλλάζει, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του και τα επικά χαρακτηριστικά αρχίζουν να εκδηλώνονται περισσότερο. Στο “The Stargate” μάλιστα ακούμε και την Deva να συμμετέχει. Παρόλα αυτά, τίποτα δεν ήταν ικανό να μας προϊδεάσει για αυτό που έμελλε να έρθει δύο χρόνια αργότερα.
Στην αυγή της τρέχουσας χιλιετίας, ο Mortiis επιστρέφει διαφορετικός. Το “The Smell of Rain” είναι ένα πολυεπίπεδο άλμπουμ. Industrial πινελιές συνδυασμένες με pop στοιχεία χρωματίζουν ένα goth καμβά, δημιουργώντας ένα μοναδικό καλλιτεχνικό αριστούργημα. Σε αυτό το άλμπουμ συναντάμε τον Mortiis ως κανονικό frontman και τη μουσική ολοκληρωτική αποχώρηση από την αποκλειστική χρήση synths. Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους -το 2001- στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Mortiis (αφού πλέον είναι full band) πραγματοποιούν την πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση.
Ο Mortiis μοιάζει με ένα εστιατόριο που μπορεί να καλύψει κάθε γευστική προτίμηση. Έτσι και ο Νορβηγός αποφασίζει να κάνει ακόμα μία μουσική στροφή (την τέταρτη;). Μπορεί να μην είναι τόσο έντονη όσο η προηγούμενη, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα καλλιτεχνικό κεφάλαιο. Σκληραίνει τον ήχο του, αφήνοντας πίσω τα pop στοιχεία που ακούσαμε στο Era II, και πλέον, με την κυκλοφορία του “The Grudge“, ακούμε έντονα στοιχεία industrial rock/metal να μπλέκονται με ήχους που προέρχονται άμεσα από την ηλεκτρονική σκηνή.
Η αλλαγή αυτή θα έχει αντίκτυπο στο fanbase του σχήματος. Παρότι οι παλιοί του fans θα δείξουν δυσαρέσκεια, ο(ι) Mortiis καταφέρνουν να αυξήσουν το κοινό τους. Για πρώτη φορά ενσωματώνουν το touring στην καθημερινότητά τους. Μάλιστα, προς τα τέλη των ‘10s, ο Håvard αφήνει τη χαρακτηριστική του μάσκα και αρχίζει να εμφανίζεται στις συναυλίες με ένα ιδιαίτερο corpse paint.
Θα κάνει μία σύντομη στάση για κάποια χρόνια, τέσσερα. Κατά την περίοδο αυτή, δεν κυκλοφορεί νέους δίσκους και κάνει και μία παύση στο touring. Το 2016 έχουμε την κυκλοφορία του “The Great Deceiver“, όπου ηχητικά έχουμε μία ισορροπία ανάμεσα στις προηγούμενες δύο εποχές (κλίνοντας σαφώς περισσότερο προς την τρίτη). Ακολουθεί η κυκλοφορία του ορχηστρικού άλμπουμ “The Unraveling Mind” το 2017, όπου για πρώτη φορά, για τόσο συνεχές διάστημα, ο ήχος του παραμένει σταθερός. Το 2020, ο Mortiis αποφασίζει να μας σοκάρει εκ νέου. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το “Spirit of Rebellion” και σηματοδοτεί την επιστροφή του στην πρώτη εποχή.
Αυτός ο πολυσχιδής καλλιτέχνης μας επισκέπτεται την Τετάρτη στο Fuzz και ειλικρινά, κανείς πέραν από τον ίδιο δεν γνωρίζει τι να περιμένει από αυτόν. Τουλάχιστον υπάρχουν και κάποιες σταθερές, όπως τα επιβλητικά shows του και οι αναφορές του σε κάθε εποχή του. Αναφέρομαι επίσης και στην παρουσία των Mayhem, αλλά για αυτούς θα τα πούμε σύντομα αναλυτικότερα.
I want to be your Parasite God.
So I can show you who you really are.