Το 1989, οι Soundgarden κυκλοφόρησαν το “Louder Than Love”, σε μια εποχή που κανείς δεν ήξερε ακόμα τι σημαίνει “grunge” και το Seattle δεν είχε καμία θέση στον χάρτη της μουσικής βιομηχανίας. Ούτε το όνομα του Chris Cornell είχε συνδεθεί ακόμη με κάποιον ευρύτερο μύθο. Ήταν το δεύτερο άλμπουμ τους και το πρώτο με μεγάλη δισκογραφική, αλλά δεν φτιάχτηκε για να αρέσει σε όλους. Ο ήχος του ήταν βαρύς, το ύφος του αμήχανο και πολλές φορές επιθετικά αντιεμπορικό. Αντί να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες του κοινού, προκάλεσε όσους νόμιζαν πως ήξεραν τι να περιμένουν από το συγκρότημα.
Μέχρι τότε, οι Soundgarden τάιζαν την έμπνευσή τους μέσα από αντιθέσεις. Δανείζονταν στοιχεία από το metal, αλλά δεν ασπάζονταν τη θεατρικότητά του. Είχαν επηρεαστεί από την ωμότητα του punk, χωρίς να αγκαλιάζοτν τον μινιμαλισμό του είδους. Στο “Louder Than Love”, αυτές οι αντιφάσιες κορυφώθηκαν μέσα σε ένα άλμπουμ που κινείται ανάμεσα στη «βρωμιά» της underground σκηνής και το έντονο φως της εμπορικής rock. Τραγούδια όπως τα “Hands All Over” και “Gun” δείχνουν μια μπάντα που πειραματίζεται με τον ήχο και τη δομή, αλλά με απόλυτο έλεγχο. Το άλμπουμ δεν χωρούσε εύκολα σε ταμπέλες, ούτε προσφερόταν για άνετη ακρόαση, όμως έμενε στο μυαλό, και αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με τη μουσική.

Το άλμπουμ δημιουργήθηκε μέσα σε ένα κλίμα πίεσης, τόσο μέσα στη μπάντα όσο και γύρω της. Ο μπασίστας Hiro Yamamoto, ιδρυτικό μέλος των Soundgarden, είχε ήδη αρχίσει να αποστασιοποιείται κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Η συμμετοχή του στη σύνθεση περιορίστηκε αισθητά, και η αποχώρησή του μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ έφερε αλλαγές στον τρόπο που λειτουργούσε το συγκρότημα. Αυτό ίσως αποτέλεσε και την αρχή για το κλείσιμο μιας φάσης όπου η μπάντα λειτουργούσε πιο ισότιμα. Από εκεί και μετά, ο Cornell άρχισε να έχει όλο και πιο καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική πορεία του σχήματος.
Παρότι ήδη από το “Louder Than Love” ο Chris Cornell είχε αρχίσει να τραβάει το συγκρότημα προς τη δική του κατεύθυνση, ο ρόλος των υπόλοιπων μελών παρέμεινε καθοριστικός. Η κιθάρα του Kim Thayil κυριαρχεί με βαριά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα που λειτουργούν σχεδόν υπνωτιστικά, καθώς ολόκληρα κομμάτια βασίζονται σε riff που μένουν σταθερά και επιμένουν, δημιουργώντας ένταση μέσα από τη μονότονη επιμονή. Στο “Ugly Truth”, για παράδειγμα, τα κιθαριστικά drones ακούγονται σκόπιμα διαπεραστικά, σαν να απαιτούν την πλήρη προσοχή του ακροατή. Παράλληλα, τα τύμπνα του Matt Cameron περιπλέκουν τη ροή με ασυνήθιστους ρυθμούς και ξαφνικές αλλαγές, που προσθέτουν βάθος χωρίς να κουράζουν. Γενικά, πολλά συμβαίνουν σε αυτόν τον δίσκο, και τίποτα από αυτά δεν είναι τυπικό ή προβλέψιμο.
Το άλμπουμ δεν σχεδιάστηκε με άξονα την εμπορική επιτυχία, όμως τελικά έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στο να ανοίξει τον δρόμο για τους Soundgarden από όσο συχνά νομίζουμε. Παρότι έφτασε μόλις στο νούμερο 108 του Billboard 200, η κυκλοφορία του ήταν η πρώτη φορά που μια μπάντα από την ανεξάρτητη σκηνή του Seattle κατάφερε να μπει στα εθνικά charts. Επιπλέον, έφερε τους Soundgarden ένα βήμα μπροστά σε σχέση με άλλες μπάντες της πόλης τους, όσον αφορά την αναγνώριση από τη μουσική βιομηχανία – ήταν οι πρώτοι που υπέγραψαν με μεγάλη δισκογραφική, πολύ πριν γίνουν γνωστοί οι Nirvana ή οι Pearl Jam.
Η απόφαση να υπογράψουν με την A&M Records δεν τους χάρισε ιδιαίτερη αποδοχή στους κύκλους της ανεξάρτητης σκηνής. Σε ένα περιβάλλον όπου η αυθεντικότητα μετρούσε περισσότερο από την προβολή, κάποιοι θεώρησαν αυτή την κίνηση ως ξεπούλημα. Παρ’ όλα αυτά, το “Louder Than Love” έδειξε ότι οι Soundgarden δεν άλλαξαν τον ήχο τους για να ταιριάξουν στις απαιτήσεις μιας μεγάλης εταιρείας. Αν κάτι συνέβη, είναι ότι έγιναν πιο απρόβλεπτοι. Το “Big Dumb Sex”, για παράδειγμα, είναι μια σάτιρα της εμμονής του glam rock με σεξουαλικά φορτισμένους στίχους, εκτελεσμένη χωρίς καμία διάθεση λεπτότητας. Η συνεχής χρήση βωμολοχιών οδήγησε στο να μπει στο άλμπουμ η ετικέτα “Parental Advisory”, όμως όποιος άκουγε προσεκτικά καταλάβαινε ότι δεν επρόκειτο για μια προσπάθεια εντυπωσιασμού. Στόχος τους ήταν να κοροϊδέψουν την ίδια τη λογική της πρόκλησης.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο πρωτόγονος χαρακτήρας του άλμπουμ έγινε κομμάτι της ταυτότητάς του. Δεν ήταν φτιαγμένο για να ακούγεται στρωτά και σίγουρα δεν είχε σχεδιαστεί για να κερδίσει τους πάντες. Τα κομμάτια σταματούσαν και ξεκινούσαν απρόβλεπτα. Οι μελωδίες συχνά χάνονταν μέσα στον θόρυβο. Οι στίχοι πήγαιναν από το αινιγματικό στο σχεδόν καρτουνίστικο. Παρ’ όλα αυτά, αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν που το έκαναν ελκυστικό σε άλλους μουσικούς. Ο Kirk Hammett έχει πει πως το “Louder Than Love” επηρέασε το riff του “Enter Sandman”. Ο Axl Rose φέρεται να εντυπωσιάστηκε τόσο, που κάλεσε τους Soundgarden να ανοίξουν για τους Guns N’ Roses το 1991. Κι ενώ οι κριτικοί της εποχής συζητούσαν για το αν η μπάντα είχε θέση στη σκηνή, οι μουσικοί ήδη την άκουγαν με προσοχή.
Κάτι που συχνά μένει στην άκρη είναι το πώς το άλμπουμ καταγράφει μια εποχή πριν από την έκρηξη του grunge. Η σκηνή του Seattle τότε ήταν ακόμα κλειστή, βασισμένη στην ανταλλαγή κασετών και σε συναυλίες σε μικρά μπαρ, και όχι σε διεθνείς περιοδείες. Το “Louder Than Love” κατέγραψε εκείνη τη φάση, λίγο πριν αλλάξουν όλα, πριν τα μπλουζάκια της Sub Pop φτάσουν στα εμπορικά και πριν η φωνή του Chris Cornell ακουστεί στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Αυτό τοποθετεί το άλμπουμ ως μια καταγραφή μετάβασης, όχι μόνο για το ίδιο το συγκρότημα, αλλά και για μια ολόκληρη σκηνή που ετοιμαζόταν να βγει προς τα έξω.
Υπό αυτό το πρίσμα, το “Louder Than Love” λειτουργεί σαν παράδειγμα γεμάτο αντιφάσεις. Είναι το σημείο όπου η ειρωνεία της μετεφηβείας συναντά μια διάθεση για κάτι μεγαλύτερο. Εκεί όπου η τεχνική χρησιμοποιείται σκόπιμα για να δώσει έναν πιο ακατέργαστο ήχο. Και εκεί όπου ένα συγκρότημα βρέθηκε μπροστά σε αυτό που τελικά θα άφηνε πίσω του, χωρίς να ακολουθεί προκαθορισμένη διαδρομή. Ό,τι κι αν του έχουν προσάψει, αδέξιους στίχους, ασταθές ύφος ή άγρια δομή, είναι ακριβώς αυτά τα στοιχεία που το κρατούν ζωντανό. Δεν προσπαθεί να γίνει αρεστό και ίσως αυτός είναι ο βασικός λόγος που έχει σημασία.