Όταν κυκλοφόρησε το “The Wolf of Wall Street” το 2013, προκάλεσε δύο φαινόμενα ταυτόχρονα: αποθέωση και οργή. Ο Martin Scorsese μετέτρεψε την πραγματική ιστορία του Jordan Belfort σε κινηματογραφική υπερβολή, γεμάτη κοκαΐνη, λεφτά, πορνεία, ψυχοφάρμακα και αμείλικτο σαρκασμό. Το πρόβλημα δεν ήταν η στυλιζαρισμένη αφήγηση. Ήταν η υποδοχή της.
Η γραμμή ανάμεσα στην κριτική και στην έμμεση ηρωοποίηση γίνεται θολή.
Ο Leonardo DiCaprio ενσαρκώνει έναν Belfort που γοητεύει και εξοργίζει. Οι θεατές τον βλέπουν να εξαπατά, να παρανομεί, να φωνάζει, να χειραγωγεί και, παρ’ όλα αυτά, να χειροκροτείται. Το κοινό δεν έμεινε παγωμένο. Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις ταυτίστηκε. Οι ατάκες του Belfort έγιναν memes, ο ίδιος έγινε αντικείμενο θαυμασμού και το ηθικό ερώτημα πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Ο Scorsese δεν τον αγιογραφεί. Το φιλμ τον δείχνει απολύτως αντικοινωνικό: ένας άνθρωπος χωρίς ενοχές, χωρίς συνέπειες, χωρίς ενσυναίσθηση. Όμως η αποστασιοποιημένη αφήγηση, το black comedy ύφος και ο ακραίος ρυθμός δημιουργούν μια οπτική εμπειρία που εύκολα παρερμηνεύεται. Η γραμμή ανάμεσα στην κριτική και στην έμμεση ηρωοποίηση γίνεται θολή.

O Belfort δεν τιμωρείται εξ’ολοκλήρου. Καταλήγει με περιορισμένη ποινή, νέα καριέρα και πιστό κοινό. Το Hollywood, συχνά άνετο με τις αντιφάσεις του, προσφέρει στον χαρακτήρα του μια δεύτερη ζωή, αυτή τη φορά ως lifestyle icon. Η ειρωνεία γίνεται εργαλείο προώθησης. Η ηθική κατάρρευση μετατρέπεται σε μάρκετινγκ επιτυχίας. Η νεοφιλελεύθερη συνθήκη της pop κουλτούρας είναι σαφής: όποιος “τα καταφέρνει” είναι πρότυπο.
Η ευρηματικότητα, η εξυπνάδα, η ρητορική δεινότητα του Belfort δεν αντιμετωπίζονται ως ύποπτα στοιχεία. Αντιθέτως, αναδεικνύονται ως αποδείξεις κυριαρχίας. Η απάτη εξευγενίζεται. Η ασυδοσία βαφτίζεται “επιχειρηματικό ταλέντο”. Στο κέντρο του φιλμ βρίσκεται μια θεμελιώδης ερώτηση: πότε ο θεατής σταματά να γελά και αρχίζει να φοβάται; Η ταινία μετατρέπει το ηθικό σοκ σε θέαμα. Δεν ζητά να νιώσουμε συμπόνια για τον Belfort, αλλά καταφέρνει να μας κάνει να τον θαυμάσουμε. Το κοινό ανταποκρίνεται όχι με αποδοκιμασία, αλλά με ενθουσιασμό.

Η δημόσια φιγούρα του Belfort σήμερα δεν διαφέρει πολύ από την κινηματογραφική. Ο ίδιος δίνει διαλέξεις, πουλά συμβουλές και πλασάρει ένα life coaching πακέτο επιτυχίας βασισμένο σε μια παραβατική πορεία. Το πρότυπο του λευκού άντρα που την “έβγαλε καθαρή” χωρίς τιμωρία συνεχίζει να βρίσκει ακροατήριο. Όχι επειδή είναι αθώος, αλλά επειδή είναι νικητής.
Η ερώτηση δεν είναι μόνο τι λέει η ταινία για τον Belfort. Είναι τι λέει για εμάς.
Η ταινία λειτουργεί ταυτόχρονα ως καθρέφτης και ως παγίδα. Καθρεφτίζει μια κουλτούρα που επιβραβεύει την αυθαιρεσία, τη ματαιοδοξία και τον αμοραλισμό. Ταυτόχρονα, εγκλωβίζει τον θεατή στη γοητεία του απαγορευμένου. Ο Scorsese θέτει την κάμερα μέσα στο όργιο και όχι έξω από αυτό. Κι όταν όλα τελειώνουν, ο θεατής κουβαλά μια αμφιθυμία που δύσκολα ξεπερνιέται.
Η ερώτηση δεν είναι μόνο τι λέει η ταινία για τον Belfort. Είναι τι λέει για εμάς. Για το πώς καταναλώνουμε το έγκλημα όταν συνοδεύεται από στυλ, χιούμορ και επιτυχία. Για το πώς αντιλαμβανόμαστε την ευθύνη σε μια εποχή που όλα μπορούν να μετατραπούν σε brand. Το “The Wolf of Wall Street” δεν είναι απολογία. Είναι τεστ. Ποιος χειροκροτεί, ποιος ανατριχιάζει και ποιος καταλαβαίνει τη διαφορά.