VIC | Αστρική προβολή με ψυχεδέλειες, headbanging & solo κλαρίνο
Πριν αρχίσω να σας λέω για τους VIC, θεωρώ χρήσιμο να σας περιγράψω το background στο οποίο τους γνώρισα. Μία γνωριμία που σύντομα θα καταλάβαινα ότι θα αποτελούσε σταθμό στα μουσικά μου γούστα.
Η σχέση μου με την Ήπειρο είναι από αρκετά μικρή έως μηδαμινή. Οι επαφές μας μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η πρώτη μου επαφή ήταν όταν σαν δεκαεφτάχρονος έφηβος έμεινα μία εβδομάδα σε ένα χωριό στα Τζουμέρκα. Έπειτα, ήρθε η δεύτερη, όταν σαν σχεδόν τριαντάρης, την άνοιξη του ‘13, επισκέφτηκα τα Γιάννενα για δέκα μέρες. Ο λόγος ήταν ο αδερφός μου που εκείνη την περίοδο έκανε εκεί το μεταπτυχιακό του.
TO PROMO TOY 2010
Τα τελευταία χρόνια, παρόλο που κάποιοι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι είναι “γέννημα-θρέμμα” Γιαννιώτες που ζουν στην Αθήνα, εγώ δεν αξιώθηκα ποτέ να ανέβω μαζί τους όταν επισκέπτονταν συγγενείς. Οπότε αυτές είναι η μόνες εικόνες που έχω για έναν πανέμορφο τόπο, με μουσική παράδοση που “κυριαρχεί” μέχρι και σήμερα.
Πολύ χειρότερα τα πράγματα το καλοκαίρι του 2010, όταν βρισκόμουν ακόμα στην Κρήτη και έφτασε στο PC μου μια μυστήρια promo κυκλοφορία. Ουσιαστικά δεν υπήρχε εικόνα εξωφύλλου. Υπήρχε μόνο ένα κυκλικό logo με πολλά τρίγωνα στο εσωτερικό του. Δύο πιστόλες στημένες “πλάτη-πλάτη” να δείχνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Τέλος, πάνω-πάνω, με μία λίγο trance-άδικη γραμματοσειρά, οι λέξεις Villagers of Ioannina City.
Τότε είχα πέσει με τα μούτρα στα ρεμπέτικα. Eίχα αφήσει οτιδήποτε άλλο στην τύχη του. Μάλιστα, γρατζούναγα με σχετική επιτυχία έναν ψιλο-απαράδεκτο τζουρά σε παρέες και γλέντια. Εκείνο όμως με τράβαγε σαν μαγνήτης, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Πιστεύω κάποιοι/ες καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
“Έυκαιρία να το παίξω ψαγμένος” σκέφτηκα και πάτησα play. Από εκείνη τη στιγμή, όλα τα παραπάνω, όλα τα παρακάτω, όσα δεν ξέρω για αυτό το μουσικό φαινόμενο και όσα σας μεταφέρω κάπως “φουσκωμένα” ενώ έγιναν ή είναι αλλιώς, είναι πλέον κομμάτι της Ιστορίας.
Μέσα σε έξι κομμάτια οι VIC, στρίμωξαν τον ίδιο τον εαυτό τους, όλους τους “δαίμονες” και δύο διαφορετικούς κόσμους. Αυτόν της ηπειρώτικης παράδοσης με εκείνον της “ερήμου”. Ξεκινούσε με δύο ορχηστρικά κομμάτια, που το κλαρίνο εναλλασσόταν με desert rock κιθάρες (“Intro”, “Echoes”).
Ακολουθούσε ένα stoner κομμάτι με απλό riff (“Nova”), πάλι συνοδεία ενός στοιχειωτικού κλαρίνου. Συνέχιζε με δύο διασκευές σε παραδοσιακά ηπειρώτικα (“Σκάρος”, “Κρασί”) και τέλειωνε με τα “Ταμπούρλα”. Μία ψυχεδελική stoner-ιά με ωραίο drumming, που μου θύμιζε το “Τσιφτετέλι” από Τρύπες.
Γράφοντας όλα αυτά μπορεί να φαίνονται τώρα φυσιολογικά. Tο μακρινό 2010 κάθε άλλο παρά φυσιολογικό ήταν. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι τόσο πρωτότυπο, αφού ήδη οι Mode Plagal από τα ‘90s, χρησιμοποιούσαν την παράδοση σε jazz και fusion συνθέσεις, αλλά – κακά τα ψέματα – ποιος νοιαζόταν για τους Mode Plagal; Ή μάλλον ζητώ ταπεινά συγγνώμη και διορθώνω.
Πόσοι είχαν μυαλό και γούστο για να τους νοιάζουν οι Mode Plagal; Ακόμα κι έτσι όμως, ποια μπάντα θα σκεφτόταν να τολμήσει εκείνη την περίοδο, να παίξει folk rock πάνω σε stoner/desert rock βάση χρησιμοποιώντας κλαρίνο και το πρώτο της δείγμα να ακούγεται τόσο, μα τόσο γαμάτο;
R I Z A
Όπως και να ‘χει αυτό το promo πλέον – κι όχι άδικα – είναι κομματάκι συλλεκτικό και κάπως σημαντικό. Ουσιαστικά αποτέλεσε τον “πυροκροτητή” σε μια μεγάλη “έκρηξη”, που ο απόηχος της άργησε τέσσερα χρόνια.
Όπως τα πρώτα ρεμπέτικα είναι λίγο doom, έτσι και τα ηπειρώτικα είναι ψυχεδέλεια μοναδικέ μου αναγνώστη. Πλέον το ξέρω εγώ, εσύ, αυτοί που τα παίζουν και σίγουρα το ήξεραν οι VIC όταν τον Απρίλη του 2014 κυκλοφορούσαν το “Riza”. Σε αυτό το album, η πεντατονική έδειξε πεντακάθαρα τον δρόμο στα παλικάρια μας και αυτά τον πήραν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ανεβαίνοντας το βουνό, βρήκαν ένα παρατημένο κουφάρι αυτοκινήτου που σιγά-σιγά γινόταν ένα με το τοπίο, το αποθανάτισαν και ένας από τους καλύτερους ελληνόφωνους δίσκους της προηγούμενης δεκαετίας ήταν γεγονός.
Zvara / Karakolia EP
Είχε νέες συνθέσεις, αλλά έφερε φυσικά μαζί του και πέντε παλιούς γνώριμους από το προαναφερόμενο promo γιατί η θέση τους ήταν εκεί, ανάμεσα σε καλούς “φίλους”. Αυτό το LP έχει λοιπόν τα εξής χαρακτηριστικά. Πρώτον, το ακούς για μια μεγάλη περίοδο και κάθε τόσο ένα κομμάτι γίνεται το αγαπημένο σου. Με τον καιρό λοιπόν όταν φτάσεις στο outro, το τελικό αποτέλεσμα στα αυτιά σου μετατρέπεται σε καθαρό αριστούργημα. Δεύτερο και σημαντικότερο, μπορείς να το ακούσεις με την ηπειρώτισσα γιαγιά σου στο μικρό της διαμέρισμα στην Κυψέλη, να αγκαλιαστείτε με τρυφερότητα, πριν σου αλείψει γαλοτύρι σε μια φέτα ψωμί και σε στείλει “στην ευχή του Θεού”.
Ποιος θα ξεχάσει το αργό χτίσιμο του “Jiannim” μέχρι να ρθει το κλαρίνο για να μας στείλει συστημένους στο διάολο; Μήπως εγώ ξεκόλλησα ποτέ από το riff του “Ti Kako”; Τη φωνάρα του Αλέξανδρου που οδύρεται γιατί “αγαπάει μια νια” που ίσως είναι “ρωμιά”, αλλά μπορεί να είναι και “τούρκα” (λίγη σημασία έχει). Τα “βουτηγμένα” στην ψυχεδέλεια τελευταία 3 λεπτά του, που ακόμα μου προκαλούν ρίγη; Ακόμα τυραννιέμαι με το ξύπνημα της “Περδικομάτας” από το κλαρίνο του Κωνσταντή, το πολυφωνικό κανάκεμα της “Χαλασιάς” και το πανυγηρτζίδικο ανακάτεμα του “St. Triad”.
Το “Riza” είναι χωρίς αμφιβολία η καλύτερη στιγμή των καλύτερων στιγμών των Villagers, παρόλα αυτά το 2014 δε θα τελείωνε εκεί για την μπάντα. Τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, βρέθηκα στο κατάμεστο Fuzz για να τους δω “ζωντανά” κι εκεί παρουσίασαν το “Zvara/Karakolia, το νέο τότε EP τους που θα κυκλοφορούσε λίγες μέρες αργότερα. Με το “Zvara” έκλεισαν το set σε πρώτο χρόνο και στο encore έπαιξαν τα “Karakolia”.
Τι να πει κανείς γι’αυτά τα δύο; Κάλεσμα για ανυπακοή σε δύο γενναίες δόσεις. Από αυτές που θα έμπαιναν – μάλλον – στο soundtrack της εξέγερσης, αν η ίδια ήταν απλά ένα φαντασιακό σκηνικό που χρειάζεται μουσικό “χαλί”.
O Πιστιόλης στο πρώτο μάς δίνει τα πνευμόνια στο “χέρι”. Στο δεύτερο, το μπουζούκι μπερδεύεται με την κιθάρα, φτιάχνοντας ένα ζόρικο πράγμα που μου θύμισε τους “Εν Πλω” όταν διασκεύασαν το “Αντιλαλούν οι Φυλακές” του Βαμβακάρη.
Στο μυαλό μου τότε και μετά από όλα αυτά, έφτιαξα στο μυαλό μου δύο ερωτήσεις με προφανείς απαντήσεις. “Τι έχουν οι VIC και μπορούν να γεμίσουν έναν συναυλιακό χώρο 2000 ατόμων, έχοντας βγάλει ουσιαστικά μόνο ένα LP λίγους μήνες πριν;” και “τι στην ευχή θα ακούσουμε στο μέλλον;”.
AGE OF AQUARIUS
Αυτό το μέλλον άργησε να έρθει δισκογραφικά, τόσο που είχα ξεχάσει ότι το περίμενα και ήταν αρκετά διαφορετικό. Ήρθε πέντε χρόνια μετά και δε θα πω ψέματα, στην αρχή ξενέρωσα. “Πού πήγε το κλαρίνο ρε;”, μονολογούσα λες και ήταν δικό μου και το έκλεψαν. Τελικά, το κλαρίνο ίσως ήταν εκεί, ίσως και να μην ήταν, δεν έχει σημασία.
Ο Πιστιόλης όμως, είχε φέρει το καβάλ του και ο Λάζος μια γκάιντα κι εγώ κατάφερα να ξεκολλήσω έγκαιρα το μυαλό μου. Το “Age of Aquarius” δεν κάνει καθόλου πλακίτσα. Άργησε γιατί τα λάθη γίνονται συνήθως πάνω στη βιασύνη και οι VIC δεν είναι από τις μπάντες που κάνουν τέτοια.
Το Tool vibe, σε κάποια κομμάτια, όπως το ομώνυμο και το “Part V”, είναι απολαυστικότατο και κάτι παραπάνω από ευδιάκριτο. Η ψυχεδέλεια έχει πάρει fuzzy χαρακτηριστικά και τα post μέρη που “αγκαλιάζουν” τα πνευστά, δίνουν ένα old school βαλκανικό. Ένα psych prog υβρίδιο που σε προκαλεί ανοιχτά να βγάλεις άκρη με την πάρτη του. Ξέχασα να πω πως ΟΛΟ αυτό που περιέγραψα, βρίσκεται σε τροχιά κάπου στα αστέρια.
Τα πνευστά του “Dance of Night” και “Father Sun” είναι η σύνδεση με τους παλιούς Villagers of Ioannina City. Αυτούς που κατέβηκαν νύχτα από το βουνό κάνοντας φασαρία, μήπως και ξυπνήσουμε.
Η fuzzy άλλα και η krautrock πλευρά τους φαίνεται πεντακάθαρη στα “Millenium Blues”, “Cosmic Soul” και “For the Innocent” και το κλείσιμο, έχει αυτήν την καθησυχαστική σιγουριά που αποπνέει η λέξη “συνεχίζεται”, όταν τη βλέπεις σε μια οθόνη.
Με το “Riza” πάντα σε ακουστικά, για να μην ενοχλώ τους τρανσοτεκναδες συντρόφους, πήγαινα κάποτε και μάζευα ελιές. Το “Age of Aquarius” επίσης σε ακουστικά, μου έκανε παρέα για κάποιους μήνες στον προαστιακό, όταν είχα μετατρέψει το Αθήνα-Χαλκίδα (και πίσω πάλι) σε περίπατο στη γειτονιά.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Villafers of Ioannina City: Άκης Ζώης (Μπάσο), Αλέξανδρος Καραμέτης (Φωνή, κιθάρα), Άρης Γιαννόπουλος (Τύμπανα), Κωνσταντής Πιστιόλης (Καβάλ, κλαρίνο), Κωνσταντίνος Λάζος (Γκάιντα, πνευστά)