Chelsea Grin | You think this is hell? You don’t know the half of it
Με αφορμή το επερχόμενο live, είπαμε να τιμήσουμε τα παιδιά από την Utah με ένα κείμενο εξαιρετικά αφιερωμένο σε μια από τις πλέον αναγνωρισμένες deathcore μπάντες των τελευταίων ετών. Ο λόγος για τους Αμερικάνους Chelsea Grin, λοιπόν, οι οποίοι έρχονται στο αγαπημένο, θρυλικό club των Εξαρχείων, το An Club, την Τρίτη 20/06, με special guests τους Skybinder, και τους Mask of Prospero. Το live συγκαταλέγεται στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής περιοδείας τους για την προώθηση των δύο τελευταίων τους δίσκων “Suffer in Hell” – “Suffer in Heaven” και προβλέπεται σκέτη φωτιά.
Fun fact, το όνομα προέρχεται από την αργκό των Βρετανών χούλιγκαν (αλίμονο) και λέγεται ότι σχετίζεται με τη συμμορία των Chelsea Headhunters. Προφανώς, πρόκειται για μορφή βασανιστηρίου όπου ο θύτης χαράσσει το πρόσωπο του θύματος με πιστωτική κάρτα από τη μια άκρη του αυτιού ως την άλλη, κάτι σαν τον Joker στο Dark Knight δηλαδή.
Οι Emperor θα γίνουν η μπάντα που θα ορίσει το επικό, ατμοσφαιρικό, μεγαλοπρεπές black metal.
Επιστρέφοντας, ωστόσο, στο θέμα μας, είμαι αισιόδοξα πεπεισμένη ότι, ειδικά μετά την κυκλοφορία των Suffer, όσοι παρευρεθούν στο An θα δουν την μπάντα στα καλύτερα της. So, without further ado, πάμε να ξεψαχνίσουμε τα highlights των Chelsea Grin και την πορεία τους μέσα στο χρόνο.
Chelsea Grin | The early years και επιρροες
Οι Chelsea Grin ξεκίνησαν το 2007 στο Salt Lake City της Utah και μέχρι τώρα έχουν κυκλοφορήσει 7 studio albums και 2 EPs. Στην αρχή ονομάστηκαν Ahaziah (ευτυχώς αναθεώρησαν). Ιδρυτικά μέλη ήταν ο Alex Koehler (φωνητικά), ο Chris Kilbourn (κιθάρα), ο Austin Marticorena (μπάσο) και ο Michael Stafford (lead κιθάρα). Μετέπειτα ο Marticorena, έφερε τον Andrew Carlston στο σχήμα για να καλύψει τα τύμπανα των Chelsea. Με τη συμβολή του Carlston, τα μέλη ξαναέγραψαν τα κομμάτια των Ahaziah, προσθέτοντας καινούρια. Επίσης, μετονόμασαν το συγκρότημα σε αυτό που ξέρουμε σήμερα.
Εκτός αυτών, η προσθήκη του Carlston έφερε και την πρώτη κυκλοφορία των Chelsea Grin, το ομότιτλο ΕΡ. Αρχικά, στρήμαρε μέσω των iTunes μέχρι τον Ιούλιο του 2008, όταν κυκλοφόρησε παγκοσμίως σε CD. Δεύτερο fun fact, και αυτό αναφέρεται στους μύστες και παλιούς θαλασσόλυκους Millennials: τα κομμάτια “Crewcabanger” και “Lifeless” κυκλοφόρησαν σαν singles, και είχαν τρομερή απήχηση από το κοινό του Myspace. Who else feels old?
Η προσθήκη του Andrew Carlston στα τύμπανα έφερε και την πρώτη κυκλοφορία των Chelsea Grin, το ομώνυμο EP τους
Το ΕΡ έγινε επιτυχία, οι Chelsea Grin υπέγραψαν με τη Statik Factory Records και πραγματοποίησαν αρκετά live. Μετά το βάπτισμα του πυρός, η μπάντα άλλαξε αρκετά μέλη. Αυτό ήταν το έναυσμα για ένα μοτίβο που κρατούν έως σήμερα. Κανένα original μέλος των Chelsea Grin δεν είναι στη μπάντα! Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που κάθε δίσκος τους παρουσιάζει διαφορές από τον προηγούμενο. To τωρινό lineup αποτελείται από τους David Flinn (μπάσο), Nathan Pearson (τύμπανα και backing vocals), Stephen Rutishauser (lead guitar) και τον Tom Barber (φωνητικά).
To στυλ τους επικεντρώνεται κυρίως στο deathcore και περιέχει brutal φωνητικά με δόσεις από pig squeals, grows και gutturals, blast beats, κιθάρες κουρδισμένες στον Καιάδα και πολλά beatdowns. Γενικά, ευχάριστα πράγματα που όταν τα ακούνε οι γύρω σου, σε ρωτάνε αν σκοπεύεις πάλι να διαλύσεις το σπίτι (true story). Όπως είναι λογικό, έχουν πατήσει πάνω σε μεγαθήρια του ακραίου ήχου. Η λίστα περιλαμβάνει Suicide Silence, Whitechapel (one love), Bury Υour Dead, Emmure, Slayer, Megadeth και, όλως παραδόξως, τους A Perfect Circle.
Chelsea Grin | Desolation of Eden (2010)
Παρά το γεγονός ότι την παραγωγή επιμελήθηκε o Timothy Lambesis (ιδρυτικό μέλος και lead vocalist των As I Lay Dying που έρχονται στο Rockwave 2023), το πρώτο full length album των Chelsea Grin, όταν κυκλοφόρησε δεν πήρε και τις πιο διθυραμβικές κριτικές. Θεωρήθηκε ανέμπνευστο, βαρετό και κόπια από Incantation, Carnifex, Suicide Silence και Cradle of Filth. Ναι, σίγουρα δεν επαναπροσδιόρισε το είδος, ούτε ανακάλυψε τον τροχό, αλλά είναι αρκετά decent δίσκος. Συγκεκριμένα το Recreant, είναι από τα πιο γνωστά κομμάτια των Αμερικανών και relevant μέχρι σήμερα.
Προσωπικά, ξεχώρισα το Sonnet Of The Wretched, με ένα εξαιρετικό ριφφ που σου κολλάει στο μυαλό όλη τη μέρα και σε ταλανίζει. Bonus: τα πάντα εκτιμητέα bree bree vocals και το αξιοσημείωτο beatdown, ιδανικό για να σπάσει σβέρκους. Δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο του album είναι το instrumental Elysium. Γενικά, όσο έκανα μια έρευνα στις κριτικές του δίσκου έπεσα σε αρκετά διαμαντάκια και πρέπει να μοιραστώ το αγαπημένο μου: “Recreant goes hard as f**k but the other songs blend into each other like a smoothie. And not the yummy kind. I’m talking kale mixed with grass and avocado. There isn’t a whole lot of flavor.” Αουτς.
Chelsea Grin | My Damnation (2011)
Προχωρώντας στο My Damnation, τα πράγματα αλλάζουν. Διαφορετικός ήχος, πιο δυνατά riffs, περισσότερη γκρούβα, πιο συμπαγή beatdowns. Σαν οι Chelsea Grin να βρίσκουν τα πατήματά τους. Χωρίς να προχωράει το είδος σε αχαρτογράφητα νερά, αποτελεί αντιπροσωπευτικότατο δείγμα, για όσους δεν έχουν ακούσει ποτέ deathcore στη ζωή τους και θέλουν λίγο μακελειό μέσα στο pit.
Εν γένει, οι κριτικές που απέσπασε ο δίσκος ήταν ομολογουμένως καλύτερες, αφού ο ήχος τους ήταν πιο μεστός και γεμάτος. Την παραγωγή επιμελήθηκε ο Chris “Zeuss” Harris, γνωστός για τις συνεργασίες του με μεγάλες μπάντες του hardcore, του metalcore, αλλά και του heavy metal. Ενδεικτικά, εκτός από τους Hatebreed, στο ενεργητικό του έχει βάλει το χεράκι του σε δουλειές του Rob Zombie, των Queensrÿche, Suicide Silence, Suffocation, Municipal Waste, Soulfly (έρχονται φέτος στο Release Athens 2023), Chimaira, και των Whitechapel.
Με το My Damnation οι Chelsea Grin αλλάζουν ήχο και φαίνεται να βρίσκουν τα πατήματά τους
Μέσα από τις doom και τις black metal επιρροές του δίσκου, όπως και στην πρώτη κυκλοφορία των Chelsea Grin, ξεπροβάλει ακόμα ένα instrumental κομμάτι, το Kharon. Highlights του δίσκου, επίσης, είναι τα κομμάτια Cursed, Oblivion, και Last Breath. Το δωράκι όμως που μας επιφυλάσσουν οι Αμερικάνοι για το τέλος, είναι η συνεργασία τους με τον Phil Bozeman (Whitechapel) στο κομμάτι All Hail The Fallen King.
Chelsea Grin | Ashes to Ashes (2014)
Τρία χρόνια μετά το My Damnation, στο Ashes to Ashes, οι Chelsea Grin τη βλέπουν εντελώς αλλιώς τη φάση. Εντάσσουν πιο τεχνικά στοιχεία στα ριφφ τους. Τα φωνητικά μετατίθενται από τα pig squeals στα growls και προστίθενται συμφωνικά μέρη με πιάνο, χορωδίες και έγχορδα. H παραγωγή πραγματοποιείται από την ίδια την μπάντα σε συνεργασία με τον Diego Farias, ιδρυτικό μέλος των Volumes. Στην κιθάρα έρχεται μια σημαντική μεταγραφή.
Το 2012 στους Chelsea Grin μπαίνει ο Jason Richardson, πρώην μέλος των Born of Osiris, για να γράψουν μαζί και το EP Evolve, αλλά και το studio album Ashes to Ashes. Γενικά, o Richardson φημίζεται για το τεχνικό και γρήγορο στυλ του. Έτσι, η μεταστροφή της μπάντας προς αυτή την κατεύθυνση ήταν φυσικό επακόλουθο. Εκτός αυτού, έχει υπάρξει featured guitarist σε μπάντες-κόλαφους (August Burns Red, Veil of Maya, All Shall Perish). Πλέον είναι σόλο artist και επίσημος κιθαρίστας των All That Remains.
Το Ashes To Ashes αποτέλεσε μια εξαιρετική ευκαιρία ώστε οι Chelsea Grin να πειραματιστούν, χωρίς να χάσουν την ταυτότητά τους
Συμπερασματικά, στο Ashes To Ashes οι Chelsea Grin, με την επιρροή του Richardson, πειραματίστηκαν αρκετά. Ωστόσο, δεν έχασαν την ταυτότητά τους και την deathcore αισθητική τους. Συγκεκριμένα, τα δύο instrumentals, που φέρουν το όνομα του δίσκου, είναι σα να γράφτηκαν από άλλη μπάντα. Το πρώτο περιέχει μια πανέμορφη μελωδία με πιάνο (Ashes…), ενώ το δεύτερο (…To Ashes) είναι φουλ progressive, με σόλο αλλά και γκρούβα. Τέλος, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το artwork του δίσκου είναι αρκετά εντυπωσιακό, και πρόκειται για δημιουργία του Ryan Johnson.
Chelsea Grin | Self Inflicted (2016)
Με την αποχώρηση του Richardson από τους Chelsea (γενικά αλλάζουν band members σαν τα πουκάμισα), η μπάντα αφήνει πίσω την τεχνικότητα και επιστρέφει στις ωμές καταβολές της. Επανέρχονται στον extreme ήχο. Προσθέτουν djent στοιχεία και συνθέτουν έναν αρχετυπικό deathcore δίσκο that ticks all the boxes. Επίσης, το Self Inflicted είναι ο τελευταίος δίσκος τον οποίο γράφουν μαζί o Alex Koehler στα φωνητικά και οι κιθαρίστες Jake Harmond και Dan Jones. Και οι τρεις αποχωρούν λίγο αργότερα για προσωπικούς κυρίως λόγους.
Κατά γενική ομολογία, σίγουρα οι Chelsea Grin δεν έγιναν γνωστοί για την ποιητικότητα των στίχων τους, αλλά για την αμεσότητα του βίαιου ήχου τους. Το Self Inflicted, αντίστοιχα, όσο ωμό είναι στη μουσικότητα του, τόσο ωμό είναι και στιχουργικά. Ωστόσο, η υπερβολή έκανε την μπάντα να περάσει στην αντίπερα όχθη και να χρησιμοποιήσει καταχρηστικά τη λέξη “f**k”, και κάπου έχασαν την μπάλα. Παρομοιάστηκαν από το κοινό σαν κακέκτυπο μοντέλο των Attila και των Emmure, αλλά χωρίς τη δεξιότητα τους.
Στο Self Inflicted υπερτονίζεται η ωμότητα της μουσικής αλλά και των στίχων των Chelsea Grin, με το album να μην “περνάει” στο κοινό
Παρόλα αυτά, δομικά και θεμελιακά, ο δίσκος πληρεί επάξια την deathcore νομοτέλεια του. Ωστόσο, δεν προκαλεί έντονα συναισθήματα, είτε θετικά, είτε αρνητικά. Σημαντικό highlight του δίσκου αποτελεί το κομμάτι Never, Forever, και ξεπροβάλει κάπου κρυμμένο μέσα στα μπλαστίδια, τις ιαχές και τα beatdowns. Στιχουργικά είναι μια μνεία στις πονεμένες καρδιές, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι οι deathcore-αδες έχουν και ψυχούλα. Τα καθαρά φωνητικά, η μελωδία και τα keyboards, κάνουν το κομμάτι να ξεχωρίζει ευχάριστα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, δίνοντας στο δίσκο το διάλειμμα που χρειαζόταν.
Chelsea Grin | Eternal Nightmare (2018)
Συνεχίζοντας στη δισκογραφική αναδρομή των Chelsea Grin, η αλήθεια είναι ότι το Eternal Nightmare δεν τάραξε τον κόσμο του deathcore συθέμελα, όπως έγινε και με το Self Inflicted. Η ένταξη του πρώην vocalist των Lorna Shore, Tom Barber, δημιούργησε μεγάλη προσμονή στο κοινό. Όμως, το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν τελικά αντάξιο των προσδοκιών. Πάλι μιλάμε για έναν κλασικό deathcore δίσκο με δυνατά ριφφ, και beatdowns for days. Ο δίσκος δεν κρατάει την μπάντα πίσω, αλλά δεν την εξελίσσει κιόλας.
Μην παρεξηγηθώ, δεν είναι ούτε βαρετό, ούτε αποθαρρύνει τον ακροατή από το να θέλει να διαλύσει τα πάντα στο διάβα του με βαριοπούλα. Έχει momentum και οργή, με κομμάτια σκέτο μπετόν αρμέ, όπως τα Dead Rose και Hostage. Θα περίμενε όμως κανείς ότι η νέα σύνθεση της μπάντας, θα έφερνε κάτι πιο ρηξικέλευθο. Επίσης, οφείλω να εξομολογηθώ ότι το όνομα του δίσκου ήταν λίγο περίεργη επιλογή. Ειδικά για όσους έχουν thrash ιστορικό! Καλώς ή κακώς, το Eternal Nightmare που μας σημάδεψε ανεπανόρθωτα γράφτηκε 30 χρόνια πριν από αυτό και ανήκει στους Vio-Lence.
Chelsea Grin | Suffer In Hell (2022) - Suffer In Heaven (2023)
Φτάνοντας στο τέλος του αφιερώματος αλλά και τις τελευταίες δύο δημιουργίες των Chelsea, οι δίσκοι Suffer In Hell και Suffer In Heaven θα πάνε πακετάκι αναγκαστικά. Όχι μόνο επειδή ουσιαστικά είναι σαν δύο μέρη ενός ενιαίου δίσκου, αλλά επειδή αλληλοσυμπληρώνονται. Το πρώτο μέρος (Suffer In Hell) κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του 2022. Το δεύτερο (Suffer In Heaven) τέσσερις μήνες μετά, τον Μάρτιο του 2023.
Η σύνθεση της μπάντας παρέμεινε η ίδια και στα δύο parts. Τom Barber στα φωνητικά, Stephen Rutishauser στις κιθάρες, David Flinn στο μπάσο και Nathan Pearson στα τύμπανα. Κάθε δίσκος έχει από μια guest εμφάνιση, με τον Trevor Strnad (The Black Dahlia Murder) στο κομμάτι Forever Bloom και τον Dustin Mitchell (Filth) στο Orc March.
Chelsea Grin | ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Καταλήγοντας, τα Suffer φέρνουν το έρεβος στη δισκογραφία των Chelsea μέσα από δυσοίωνες ορχηστρικές συνθέσεις, περίτεχνα ριφφ από τον Rutishauser, και screams βγαλμένα από τον πέμπτο κύκλο της κόλασης. Οι δύο δίσκοι χαράσσουν μια νέα πορεία για το μέλλον των Chelsea Grin, μέσα από μια καινούρια, επιτέλους, ανανεωμένη οπτική. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα Suffer απέσπασαν τρομερές κριτικές. Μας έδειξαν ότι τελικά οι Αμερικάνοι έχουν να μας δώσουν και άλλα. Αλλαγή ύφους, αλλαγή ατμόσφαιρας, αλλαγή αισθητικής, γενικά αλλαγή. Οι Chelsea Grin βρίσκονται στο peak τους και αναμένουμε να δούμε πως αυτή η ανιούσα πορεία θα αποτυπωθεί και σκηνικά στο live της Τρίτης.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Chelsea Grin: Tom Barber (Φωνή), Stephen Rutishauser (Κιθάρα), David Flinn (Μπάσο), Pablo Viveros (Τύμπανα, φωνή)
Chelsea Grin: Chelsea Grin (OW) | Facebook | Instagram