To “The Warriors” έχει αναλυθεί στο έπακρο σε κάθε γωνία του διαδικτύου. Αν θέλει κανείς να μάθει τι καθιστά την ταινία του Walter Hill τόσο σημαντική, υπάρχουν άπειρες αναλύσεις. Για το πως «ρομαντζάρει» τα λούμπεν στοιχεία της Αμερικής του ’70. Πώς στέκεται ως μια μυθοπλασία, φανερά επηρεασμένη από την αυξημένη εγκληματικότητα της εποχής. Ότι φλερτάρει με το Κύρου Ανάβασις. Και, πως, εν τέλει, γίνεται μια ταινία μεθυστική όσο και μνημειώδης. Πως για λίγο σε κάνει να νιώθεις bopper, συστήνωντάς σου και χαρακτήρες που θα σε συνοδεύουν μια ζωή.
Οι γονείς μου χώρισαν πριν την αλλαγή της χιλιετίας. Μόλις θα έμπαινα στη Γ’ Δημοτικού. Πάλευα μέσα μου να συνηθίσω στην ιδέα ότι πλέον δε θα περιμένω τα βράδια να ακούω τον πατέρα μου να μπαίνει στο σπίτι. Αναρωτιόμουν πόσο διαφορετική θα ήταν η μητέρα μου μετά από αυτό το διαζύγιο. Αν αυτοί οι πονόκοιλοι από τη θλίψη θα σταματούσαν. Και πως θα ήταν τα σαββατοκύριακα στο νέο σπίτι του μπαμπά. Ένα σπίτι κοντά στο πατρικό μου, το οποίο αγάπησα και ακόμα επισκέπτομαι στα όνειρά μου. Για τη ζεστασιά του, την ησυχία του, το να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, και να βλέπω τους μεγαλύτερους φίλους μου, που έμεναν στην ίδια πολυκατοικία.
Όταν με πήγε ο πατέρας μου να γνωρίσω τη γλυκύτατη σπιτονοικοκυρά μας θυμάμαι να παίζω με τον μικροσκοπικό σκύλο της στην αρχή, και μετά να γνωρίζω το μεγάλο της γιο, τον Αχιλλέα. Ένα ψηλό παλικάρι, σεμνό, με γαλανά μάτια και απίστευτη τρυφερότητα προς τα μικρότερα παίδιά. Από τη στιγμή που του είπα ότι το αγαπημένο μου συγκρότημα ήταν οι Iron Maiden, είχα κάνει έναν καινούριο φίλο, χωρίς να το ξέρω.
Γενικά με θυμάμμαι να ανυπομονώ να μεγαλώσω για να δω το "The Warriors"
Τα σαββατοκύριακα του επόμενου χρόνου θα μας έβρισκαν στο δωμάτιό του να μου μαθαίνει συγκροτήματα ή στο δωμάτιό μου να παίζουμε Tekken 3. Κι ας μου έριχνε κάμποσα χρόνια, ήμουν κάτι σαν το μικρό του αδερφάκι. Μου έγραψε σε μια «χρυσή» TDK τον πρώτο δίσκο των Black Sabbath, του μάθαινα πως να κάνει την υπέρτατη μπουνιά του Paul. Και τα σαββατοκύριακα παραήταν όμορφα.
Ένα από εκείνα τα σαββατοκύριακα, βρήκα μια κασέτα με κάτι περίεργους τύπους, που με κοίταγαν σα να θέλουν να με σφάξουν. Και πίσω τους ορδές από διαφορετικούς χαρακτήρες, βαμμένους, με κοστούμια, με κορδέλες στα μαλλιά, με μαχαίρια και ρόπαλα. Όπως θα μου έλεγε μετά, δεν ήταν από κάποιο βιντεοπαιχνίδι. Αλλά από μια ταινία, το “The Warriors“, που ήταν από τις αγαπημένες του.
Τον θυμάμαι να μου εξηγεί την πλοκή κι εγώ να συμπληρώνω τα υπόλοιπα με τη φαντασία μου. Είχε μόλις ξανανοικιάσει τη βιντεοκασέτα από το μικρό αλλά τόσο όμορφο βίντεοκλαμπ της γειτονιάς, και δεν προλαβαίναμε να τη δούμε γιατί είχε να πάει σε ένα πάρτυ. Οπότε η ταινία έμεινε ως φανταστικές εικόνες.
Εικόνες, που για καιρό θα μου γίνονταν εμμονή, καθώς κι ο πατέρας μου είχε πει «όχι βίαιες ταινίες». Θυμάμαι να μιλάω στους φίλους μου στο προαύλιο για εκείνη την ταινία που δεν είχα δειm αλλά μετέφερα αυτούσια τα λόγια του Αχιλλέα. Να μην καταλαβαίνουν, αλλά εγώ να συνεχίζω γιατί τόσο πολύ μου άρεσαν εκείνες οι εικόνες που δημιουργούσε ο νους μου. Θυμάμαι στα καλλιτεχνικά να προσπαθώ από μνήμης να ξαναζωγραφίσω το εξώφυλλο της ταινίας με προφανώς αστεία αποτελέσματα. Γενικά να ανυπομονώ να μεγαλώσω για να δω το “The Warriors“. Μέχρι που η μοίρα έφερε και έναν ασήκωτο πόνο.
Για έναν λόγο που ξεπερνούσε το φιλμ, οι "The Warriors" έγιναν μέσα μου συνώνυμο της θλίψης
Ο Αχιλλέας έφυγε για σπουδές στην Αγγλία. Θα ξαναβρισκόμασταν τα Χριστούγεννα. Θα ξαναμιλάγαμε για μουσική, θα ξαναπαίζαμε και ίσως ο πατέρας μου έκανε την εξαίρεση να με αφήσει να το δούμε. Ο Αχιλλέας, όμως, δε θα γύρναγε. Ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο οποίο επέβαινε μαζί με τον πατέρα του στο αμάξι, θα οδηγούσε και τους δύο στην εντατική σε κώμα.
Και παρά τις ευχές μου, ο φίλος μου να γίνει καλά, ο Αχιλλέας πέθανε. Ένας από τους πρώτους μέντορές μου δεν ήταν μαζί μας. Ήμουν μικρός, δε θυμάμαι αν είχα μπει στην Δ’ Δημοτικού ή όχι ακόμα. Το βάρος όμως του θανάτου ενός φίλου που είναι και κομμάτι της ρουτίνας σου, με τσάκισε.
Όταν πήγαμε να συλλυπηθούμε τη μητέρα του, με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο γλυκύτητα. «Ο Αχιλλέας σε αγαπούσε πολύ, Φοίβο. Ήσουν το μικρό του αδερφάκι, έτσι μας έλεγε». Δεν απαντούσα. «Είμαι σίγουρη πως θα ήθελε να πάρεις μερικές από τις κασέτες του για να τον θυμάσαι με αγάπη». Ενώ μέχρι τότε ήμουν σιωπηλός, ξαφνικά αναλύθηκα σε κλάματα. «Δε θέλω τις κασέτες, θέλω τον Αχιλλέα πίσω». Η μητέρα του δεν άργησε να με ακολουθήσει στο κλάμα. Και από τότε οι “The Warriors” πάγωσαν μέσα μου. Υπήρχε μόνο πένθος.
Μέχρι που τα χρόνια πέρασαν και προς το τέλος του Δημοτικού εκείνος ο πόνος είχε απαλυνθεί. Το ότι ήμουν και μικρός, οπότε ακόμα και οι μεγάλοι πόνοι περνούσαν πιο εύκολα, υπήρξε κατασταλτικό. Μέχρι εκείνη την ημέρα που πήγαμε με τη μάνα μου στο βίντεοκλάμπ και τους είδα. Με ξανακοίταγαν. Έτοιμοι να με κατασπαράξουν. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου τα θυμάσαι. Όλα μαζί. Εξήγησα στη μαμά ότι αυτή ήταν η ταινία του Αχιλλέα. Και δεν υπήρξε δεύτερη κουβέντα. Νοικιάστηκε, όπως ήταν.
Και αν σε κάποιους αυτό ακούγεται μελό, να σας περιλάβουν σύσσωμοι οι Baseball Furies
Σε μια ημικατεστραμμένη κόπια που έπρεπε να είσαι με τα δάχτυλα στο tracking για να διακρίνεις τι συμβαίνει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στη σκηνή με τον Ajax στο πάρκο να βλέπω μια μαύρη εικόνα με υπότιτλους από κάτω. Αλλά το δέος να είναι παρόν. Όπως και η αίσθηση πως επιτέλους ένα όνειρο πραγματοποιείται. Έστω και αν λείπει κάποιος που υπολόγιζες να είναι εκεί.
Μέσα στα χρόνια, η ταινία έγινε μια σταθερή αναφορά. Την ξαναείδα πολλές φορές, σε DVD, σε Bluray, έπαιξα το βιντεοπαιχνίδι με την πλήρη ιστορία των χαρακτήρων. Και κάθε φορά, που λάμβανε χώρα κάτι που αφορούσε τους “The Warriors”, ο Αχιλλέας ήταν εκεί. Άλλοτε στο μπροστινό και άλλοτε στο πίσω μέρος των σκέψεών μου. Σαν το πνεύμα του να είχε γίνει ένα με την ταινία.
Μεγαλώνοντας, όμως, χτυπάει ο ρεαλισμός. Δεν ξέρω αν θα συνεχίζαμε να κάνουμε παρέα με τον Αχιλλέα σήμερα. Αν θα κρατούσαμε επαφή ή θα αποτελούσε μια ανάμνηση. Αν κρατούσαμε, άραγε, θα μπορούσαμε να παραμείνουμε φίλοι; Θα συμφωνούσαμε στα κοινωνικοπολιτικά, στα μουσικά και τα καλλιτεχνικά; Ή θα παραξένευε και θα τα έβρισκε όλα αυτά μια φάση της ζωής του; Κλασικά σενάρια που δε θα βρουν απάντηση ποτέ.
Ωστόσο, αν μπορώ να δώσω μια απάντηση σε κάτι, αυτή είναι στο ότι αν ο Αχιλλέας, όπως τον θυμάμαι, μάθαινε για αυτήν την προβολή, θα ήταν εκεί. Και κάπου μέσα μου θέλω να πιστεύω ότι στις πίσω σειρές, κάπου, κάπως, θα χαμογελάσει στο «Can you count suckas?». Γιατί το πνεύμα του, 25 χρόνια αργότερα, αξίζει ένα βράδυ σε αυτόν τον κόσμο για αυτήν την προβολή. Και αν σε κάποιους αυτό ακούγεται μελό, να σας περιλάβουν σύσσωμοι οι Baseball Furies.
Το Midnight Express προβάλλει το “The Warriors” την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024 και ώρα 22.40, στο θερινό κινηματογράφο Ριβιέρα.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Movie: The Warriors