Δύσκολο για κάποιον χωρίς προηγούμενη τριβή να αντιληφθεί το εκτόπισμα μιας καλλιτέχνιδας όπως της Anne Clark. Πολλώ δε μάλλω να εξηγήσει γιατί κατέχει τόσο υψηλή θέση στο lineup του φετινού Death Disco Festival. Πώς μια ποιήτρια μπορεί να συνδέεται τόσο έντονα με την darkwave σκηνή πέραν του προφανώς εναλλακτικού χαρακτήρα των δύο; Και γιατί καταλήγει να αγαπιέται παράφορα από αυτούς και πολλούς άλλους;
Το spoken word ως μορφή ποίησης μπορεί να μην αποτελεί την πλέον pop μορφή συνταιριάσματος μουσικής με στίχους, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα. Αλλά στην Αγγλία ανάμεσα στους εκρηκτικούς punk καλλιτέχνες ξεχώρισαν και μορφές όπως του John Cooper Clarke (απλή συνωνυμία) που έντυσε τους στίχους του με post punk σκαριφήματα. Και ο Mark E. Smith με τους Fall προσέγγισε με τη σειρά του το να κρατάς ένα μικρόφωνο όχι ως μια απαραίτητα μελωδική αλλά απαγγελτική διαδικασία. Και φυσικά στα ελληνικά χωράφια, η Λένα Πλάτωνος έντυσε τις αφηρημένες, μονότονες και παράξενες μελωδίες της με ποιήματα που ακροβατούν μεταξύ σουρρεαλισμού και συναισθηματικής απογύμνωσης. Συνεπώς, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, η Anne Clark δεν φαίνεται εκτός τόπου, αλλά σχεδόν προφητική.
Με ένα ντεμπούτο όπως το “The Sitting Room” του 1982 ξεκινά μια δισκογραφική καριέρα η οποία θα τη θεμελιώσει ως σημαντική μορφή του avant-garde χώρου. Με 7 ποιήματα ντυμένα με minimal ηχοτοπία εξετάζει τη θλίψη, την αποξένωση, τον κοινωνικό τρόμο, δίνοντας απαγγελίες που παγώνουν το σώμα σαν κώνειο. Με μια συγκλονιστική στιχουργική δεινότητα που συνδυάζει την ηχητική ομορφιά του ίδιου του λόγου με την ακρίβεια περιγραφής των συναισθημάτων. Κανένας υπερρεαλισμός, τίποτα θολό. Όλα διαυγή κι επίπονα. Στα μπόνους του δίσκου να σημειωθεί ότι μέρος των κιθαρών που ακούγονται ηχογραφήθηκαν από τον Gary Mundy των Ramleh/Skullflower και ιδρυτή της θρυλικής Broken Flag Records.

Η οριστική αρχή της επέλασης θα ερχόταν μόλις ξεκινούσε τη συνεργασία της με τον David Harrow, τον άνθρωπο που θα έντυνε τα ποιήματά της με τις πλέον κατάλληλες ηλεκτρονικές μελωδίες, αρχής γενομένης με το “Changing Places” του 1983. Αν και το δεύτερο μισό περιλαμβάνει κάπως πιο «ευκρινείς» μελωδίες δια χειρός Vini Reilly (αχ αυτό το “Last Emotion”) το πρώτο μισό δείχνει πως ναι, η ποίηση χορεύεται. Και το “Sleeper In Metropolis” θα είναι για πάντα στα τοπ 5 κομμάτια της με τον υπερρέοντα κυνικό φουτουρισμό τους ενώ το “Poem For A Nuclear Romance” θα είναι η τελευταία όμορφη εικόνα πριν μας καταπιούν τα μανιτάρια καπνού.
Και μετά την έναρξη έχουμε το Αριστούργημα. Το “Joined Up Writing” έχει όλα τα στοιχεία που θα αγαπηθούν από όσους ακολούθησαν την Anne Clark και στο πρόσωπό της δε βρήκαν μια spoken word ποιήτρια αλλά μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα που δε γνωρίζει στεγανά. Φτύνει τους στίχους της με απείρως μεγαλύτερη σιγουριά, επιθετικότητα και με πιο έντονους χρωματισμούς στη φωνή. Ταυτόχρονα καταφέρνει στους σαφώς πιο χορευτικούς ρυθμούς του δίσκου να βρει τον απόλυτο ρυθμό. Οι δε συνθέσεις του Harrow περνάνε στο επόμενο επίπεδο και όχι μόνο δείχνουν το ταλέντο του ως μουσικός, αλλά και ως ιδιοφυία στο να αναδεικνύει τον καλλιτέχνη τον οποίο συμπληρώνει. Χωρίς αυτή την ισορροπία δύσκολα θα είχε γραφτεί το αριστούργημα του “Our Darkness”. Ένα κομμάτι που δείχνει πως η ποίηση του αστικού τοπίου βρωμάει λαμαρίνα, θόρυβο και καυσαέριο. Και η Clark ως μαινάδα ωρύεται στα συντρίμμια μιας τελειωμένης σχέσης σε έναν ψυχρό κόσμο.
Ένα μικρό διάλειμμα από τη συνεργασία της με τον Harrow τη βρίσκει να συνεργάζεται με τον John Foxx και να κυκλοφορεί ένα δίσκο ο οποίος ακούγεται σαν το μελωδικό/λυρικό/οριακά ντισκόβιο αδερφάκι του “Joined Up Writing”. Το “Pressure Points” έχει το συγκλονιστικό, Moroderικό χιτάκι “Heaven” αλλά δε σταματά εκεί. Έχει την ταχύτητα του “Red Sands”, το 4AD διάλειμμα του “Alarm Call”, το Broadwayικό μεγαλείο της καταγγελίας του “Power Games” και το σχεδόν vaporwave για τα σημερινά δεδομένα “Bursting”. Δισκάρα που αποδεικνύει ότι η Clark ακόμα και με διαφορετικούς συνεργάτες πάντα προσφέρει πλίνθους στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Ο επόμενος δίσκος της, το “Hopeless Cases” αποτελεί και τον τελευταίο στον οποίο συνεργάζεται με τον Harrow. Τα μονοπάτια γνώριμα, τα synths χτίζουν μια ταχυκαρδία πάνω από την οποία η Clarke θα απογυμνωθεί ψυχικά. Η μητρόπολη ως background μιας σύγχρονης τραγωδίας. Μιας τραγωδίας από την οποία η Clarke όσο περνάει ο χρόνος θέλει να δει τον εαυτό της να φεύγει -έστω και στιγμιαία- από αυτή. Και ενδιάμεσα το “Up” το οποίο αν με ρωτάτε θα μπορούσε να είναι χαμένη σύνθεση των Coil. Ο τέλειος επίλογος μιας συνεργασίας που έβγαλε το spoken word σε μεγαλύτερο κοινό.

Όχι όμως ο επίλογος της μορφής που πρωτοστάτησε σε αυτήν την κίνηση. Γιατί η Anne Clark θα μεταβεί στη Νορβηγία -το προαναφερθέν φευγιό. Η συνεργασία της με τον Charlie Morgan δείχνει να έχει μέλλον, αρχής γενομένης με το “Unstill Life”. Ένας δίσκος που τη δείχνει να πειραματίζεται με πιο μακάβρια και ατμοσφαιρικά ηχητικά περάσματα. Να ψάχνει μια διαφορετική σκοτεινή πλευρά που ξαναορίζει τον πρωτοποριακό της χαρακτήρα αλλά ταυτόχρονα χωρίς κανένα συμβιβασμό ή απώλεια ταυτότητας. Και το επιτυγχάνει με άκρως ανατριχιαστική ευκρίνεια και τόλμη. Δυστυχώς ο πρόωρος θάνατος του Morgan θα βάλει φρένο σε οποιοδήποτε σχέδιο που είχαν προγραμματίσει.
Αυτό όμως δε σημαίνει πως έκτοτε η Anne Clark παρουσίασε πτώση. Αντιθέτως κυκλοφόρησε δύο εξαιρετικούς δίσκους (“The Law is an Anagram of Wealth” και “To Love And Be Loved”) σε σύντομο χρονικό διάστημα, συμμετείχε σε ένα project για την ποίηση του Rainer Maria Rilke, «εκσυγχρονίστηκε» με το “Smallest Acts of Kindness”, συνεργάστηκε με άλλους μουσικούς και παρώδησε την ηγεσία Trump.
Συνεπώς το να βλέπεις την Anne Clark εν έτει 2025 δεν είναι παρελθοντολαγνεία. Όπως η ποίησή της έτσι και η ίδια παραμένει διαχρονική και άξια ανακάλυψης. Η θέση της τόσο στην παγκόσμια spoken word σκηνή όσο και σε ένα φεστιβάλ όπως αυτό του Death Disco είναι αποδεδειγμένη και δεδομένη. Ως οφείλει.