Τα συγκροτήματα του metal που μεγαλώνουν έχουν να λύσουν ένα μόνιμο πρόβλημα: πώς να μείνουν επίκαιρα χωρίς να καταλήξουν να αντιγράφουν τον παλιό τους εαυτό. Το “Birth of Malice“, το νέο άλμπουμ των Destruction, ισορροπεί κάπου ανάμεσα στη συνεπή συνέχεια μιας μακράς πορείας και στη στασιμότητα μιας δημιουργικότητας που δείχνει να έχει κολλήσει. Ακούς το άλμπουμ και ξέρεις αμέσως πως πρόκειται για Destruction. Ο τρόπος που παίζουν και κινούνται δεν αφήνει αμφιβολίες. Κι αυτό είναι ταυτόχρονα το δυνατό τους σημείο αλλά και το βασικό τους πρόβλημα.
Ας το πούμε από την αρχή: οι Destruction δεν κυνηγούν μόδες. Δεν κάνουν άβολα πειράματα με καθαρά φωνητικά. Δεν καλούν ράπερ για συνεργασίες, ούτε βάζουν ηλεκτρονικά περάσματα. Και σαφώς δεν κάνουν καμία προσπάθεια να αλλάξουν στυλ για να δείξουν «προοδευτικοί». Αντίθετα, το γερμανικό κουαρτέτο ακολουθεί ένα ξεκάθαρο σχέδιο. Είναι το ίδιο σχέδιο που βοήθησαν να διαμορφωθεί στα ‘80s. Και σήμερα το εφαρμόζουν με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια.
Το άλμπουμ ξεκινά με το “Birth of Malice”, που θυμίζει περισσότερο εισαγωγή παρά τραγούδι. Ακούμε χτύπους καρδιάς, ακουστικές νότες και δαιμονικούς ψιθύρους. Είναι καθαρά ατμοσφαιρικό και δεν οδηγεί κάπου συγκεκριμένα. Αμέσως μετά, η μηχανή παίρνει μπρος. Το “Destruction” είναι μια ωδή στην ίδια τη μπάντα, γεμάτη αναφορές στο παρελθόν της και με ύφος που μοιάζει να λέει «ναι, ξέρουμε ποιοι είμαστε – και το γουστάρουμε».
Στο ρεφρέν φωνάζουν «We’re Destruction!». Εκεί, είτε το απολαμβάνεις με χαμόγελο, είτε σε ξενερώνει και πατάς skip. Αυτό που ξαφνιάζει, όμως, είναι πόσο καλά λειτουργεί το κομμάτι. Παρά το υπερβολικό του στυλ, καταφέρνει να πετύχει τον στόχο του. Το drumming του Randy Black είναι κλειδωμένο και σταθερό. Οι Martín Furia και Damir Eskić παίζουν σαν μηχανές που ξέρουν ακριβώς πότε να επιτεθούν. Το riffing τους παραμερίζει κάθε έννοια λεπτότητας.
Παρά την ενέργεια και τις καλές κιθάρες, το “Birth of Malice” γίνεται προβλέψιμο και επαναλαμβανόμενο όσο προχωρά
Στα επόμενα κομμάτια, το άλμπουμ ανεβάζει στροφές και κρατάει σταθερό ρυθμό. Τα “Cyber Warfare” και “No Kings, No Masters” έχουν αρκετή ένταση για να τραβήξουν τον ακροατή από την αδράνεια. Το πρώτο ακούγεται επίκαιρο, αν και η κριτική του στην τεχνολογική τρέλα είναι κάπως ρηχή. Το δεύτερο έχει έντονο punk χαρακτήρα, περασμένο από φίλτρο thrash. Δείχνει πως οι Destruction μπορούν ακόμη να γράψουν τραγούδια με ενέργεια και ένταση, έστω κι αν δεν προσφέρουν κάτι πραγματικά νέο.
Αν κάτι ξεχωρίζει πραγματικά εδώ, αυτό είναι οι δύο κιθαρίστες. Οι Eskić και Furia βάζουν αρκετή τεχνική για να ξεχωρίζουν τα solos από τα ρυθμικά μέρη. Όμως δεν το παρακάνουν με επιδείξεις. Υπάρχει εμφανής χημεία μεταξύ τους. Μοιάζουν να λειτουργούν σαν ομάδα με άψογη συνεργασία, κάτι που ίσως έλειπε σε παλιότερες συνθέσεις. Τα σόλο τους ανάβουν, κατεβαίνουν απότομα και μερικές φορές γέρνουν προς τη μελωδία, χωρίς όμως να φρενάρουν τη συνολική ορμή.

Το μεσαίο κομμάτι του άλμπουμ δείχνει και τη σταθερότητα αλλά και μια εμφανή κόπωση. Το “Scumbag Human Race” είναι γεμάτο θυμό, όμως η δομή του είναι αναμενόμενη. Το “God of Gore” πατάει σε γνώριμα μοτίβα: groovy riffs, ρεφρέν για συναυλία και μια αλλαγή ρυθμού στη μέση. Όλα λειτουργούν, αλλά δεν πάνε την ιδέα παραπέρα σε σχέση με παλιότερα άλμπουμ. Το “A.N.G.S.T.” είναι το καθιερωμένο αργό και βαρύ κομμάτι. Προσπαθεί να αγγίξει συναισθηματικά τον ακροατή με το θέμα του, αλλά δεν έχει κάποιο αξέχαστο hook.
Ο ήχος των Destruction έχει φιλτραριστεί τόσο πολύ μέσα στα χρόνια, που το νέο υλικό θυμίζει συρραφή παλιών κομματιών
Καθώς ο δίσκος προχωρά, η επανάληψη γίνεται πιο αισθητή. Κομμάτια όπως τα “Dealer of Death” και “Evil Never Sleeps” βασίζονται πολύ στη γνωστή συνταγή. Εναλλάσσουν δυνατά riffs και γρυλίσματα χωρίς να αλλάζει κάτι στη ροή τους. Δεν είναι ότι δεν ακούγονται καλά — απλώς μοιάζουν υπερβολικά safe. Το ένα riff μπλέκεται με το επόμενο και η συνολική εικόνα γίνεται λίγο μονότονη. Ακόμα και το drumming του Black, που παραμένει εντυπωσιακό, αρχίζει να θυμίζει loop. Ξέρεις σχεδόν πάντα πότε θα αλλάξει ο ρυθμός, πότε θα μπει το σόλο και πότε ο Schmier θα ξεκινήσει άλλη μια επίθεση σε θέματα όπως η διαφθορά ή η προδοσία.
Ο Schmier παραμένει το ίδιο χαρακτηριστικός όσο πάντα. Η φωνή του δεν έχει αλλάξει: είναι κοφτερή και απόλυτα αναγνωρίσιμη. Οι στίχοι του κινούνται ανάμεσα στην ειλικρίνεια και την υπερβολή. Ο κοινωνικός σχολιασμός υπάρχει, αλλά περνά μέσα από μια προσεγμένη διατύπωση. Είτε μιλά για το “Greed” είτε για το “Chains of Sorrow”, τα θέματα είναι ξεκάθαρα και δυνατά. Ωστόσο, δεν έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, ούτε κάποιο βάθος. Υπάρχει μια αίσθηση επανάληψης που δυσκολεύει την ουσιαστική σύνδεση. Ο Schmier ξέρει τι δουλεύει και σπάνια αλλάζει ρότα.
Αυτό είναι το μοτίβο που επανέρχεται σε όλο το “Birth of Malice”. Το άλμπουμ είναι προσεγμένο και καλοπαιγμένο. Βασίζεται στη μυϊκή μνήμη δεκαετιών και έχει «ψηθεί» μέσα από συνεχείς περιοδείες και ηχογραφήσεις. Όμως, για κάθε πετυχημένη μετάβαση ή δυναμικό σόλο, έρχεται και μια σκέψη: μήπως το έχουμε ξανακούσει αυτό; Ίσως όχι λέξη προς λέξη, αλλά σίγουρα σαν αίσθηση. Ο ήχος τους έχει φιλτραριστεί τόσο πολύ μέσα στα χρόνια, που το νέο υλικό θυμίζει συρραφή παλιών κομματιών.
Το “Birth of Malice” είναι, στην ουσία, μια σταθερή υπενθύμιση του ποιοι είναι οι Destruction
Παρόλα αυτά, υπάρχουν και πιο φωτεινές στιγμές. Το “Greed” ξεχωρίζει με μία από τις πιο ζωντανές ενορχηστρώσεις. Το βασικό riff σπάει για λίγο τη συνηθισμένη φόρμα του άλμπουμ. Επίσης, η διασκευή του “Fast as a Shark” των Accept στο τέλος λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Αφενός τιμά τις ρίζες των Destruction και αφετέρου θυμίζει την ωμή ενέργεια που κάποτε έκανε το speed metal ξεσηκωτικό. Η εκδοχή τους είναι πιο βαριά και πιο επιθετική από το πρωτότυπο. Αποδεικνύει ότι έχουν ακόμα δόντια — αρκεί να θελήσουν να δαγκώσουν.
Από άποψη παραγωγής, το άλμπουμ είναι πολύ καθαρό — ίσως και περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Όλα ακούγονται γυαλισμένα, κάτι που μειώνει τη βρωμιά και την αγριάδα των Destruction. Τα τύμπανα είναι σφιχτά, οι κιθάρες πεντακάθαρες και τα φωνητικά τοποθετημένα με ασφάλεια στη μίξη. Αυτό κάνει την ακρόαση πιο «ευανάγνωστη», αλλά αφαιρεί και ένα κομμάτι από το χάος και την αίσθηση του απρόβλεπτου. Κι αυτό ήταν πάντα κάτι που έδινε πλεονέκτημα στο παλιό thrash.
Το “Birth of Malice” είναι, στην ουσία, μια σταθερή υπενθύμιση του ποιοι είναι οι Destruction. Δεν κάνει καμία στροφή, δεν προσπαθεί να επανεφεύρει τίποτα και δεν κρύβει καμία έκπληξη. Παρόλα αυτά, δεν λυγίζει κάτω από το βάρος της ιστορίας του. Εδώ έχουμε μια μπάντα που ξέρει ακριβώς τον ρόλο της και τον υπηρετεί πιστά. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως πατά ξανά σε γνώριμα μονοπάτια. Για τους παλιούς φαν, αυτό ίσως αρκεί. Για τους υπόλοιπους, το άλμπουμ θα περάσει μάλλον απαρατήρητο.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Destruction
Album: Birth of Malice
Release Date: 07/03/2025
Label: Napalm Records
Genre: Thrash Metal
1. Birth of Malice
2. Destruction
3. Cyber Warfare
4. No Kings – No Masters
5. Scumbag Human Race
6. God of Gore
7. A.N.G.S.T.
8. Dealer of Death
9. Evil Never Sleeps
10. Chains of Sorrow
11. Greed
12. Fast as a Shark
Producer: Schmier, Martin Furia, V.O. Pulver
Destruction: Schmier (Φωνή, μπάσο), Randy Black (Τύμπανα), Damir Eskic (Κιθάρα), Martin Furia (Κιθάρα)
Destruction (OW) | Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | SoundCloud | Spotify | X/Twitter | YouTube
Destruction: Birth of Malice
Το άλμπουμ δεν είναι κακό — είναι επαγγελματικό και ενίοτε απολαυστικό. Αλλά για κάθε «ναι, ρε Destruction!» υπάρχει κι ένα «το έχω ξανακούσει αυτό». Για τους φανατικούς, είναι μια τίμια προσθήκη στη δισκογραφία τους. Για τους υπόλοιπους, δύσκολα θα τους κάνει να ασχοληθούν.