«Μου αρέσει όταν οι μπάντες μπορούν να σε τρομάξουν με λίγη μουσική», λέει ο C.A. Francis, μια φράση που out of context ακούγεται αθώα, όμως αρκεί για να καταλάβεις πολλά για το mindset των DITZ. Ακόμα και έτσι, χρειάζεται μια μικρή διευκρίνιση, αφού εδώ δεν μιλάμε για τον φόβο ως στοιχείο ενός show ή για εντυπωσιασμό, αλλά για τον φόβο που εμφανίζεται όταν αναγνωρίζεις μια κατάσταση.
Το πενταμελές συγκρότημα από το Brighton κινείται μέσα σε μια σκηνή όπου η ένταση πολλές φορές παρουσιάζεται σαν προϊόν branding και σαν εύκολη λύση για να σου δημιουργήσει νοσταλγία για παλιά μουσικά ρεύματα. Ωστόσο, οι DITZ είναι σχήμα άλλης πάστας. Ο ήχος τους θυμίζει μπάντα που παίζει συνεχώς υπό πίεση, με κιθάρες που ξύνουν τον χώρο, μπάσο που ακούγεται σαν σκουριασμένη σκαλωσιά και τύμπανα που πάλλονται απειλητικά. Και τέλος, η φωνή του Francis, μια φωνή που κινείται από το ναδίρ στο ζενίθ και σε κρατά σε συνεχή εγρήγορση χωρίς να σου δίνει καμία αίσθηση σταθερότητας.
Αυτή η προσέγγισή τους είναι αποτέλεσμα των χρόνων όπου η μπάντα έβρισκε χώρο όπως μπορούσε, σε πρόβες που γίνονταν σε όποιο διαθέσιμο δωμάτιο έβρισκαν σε ξένες πόλεις, σε «τρύπες» στο Brighton ή σε γωνίες στα παρασκήνια που ίσα χωρούσε μια θήκη τυμπάνων. Χωρίς να είναι πασπαλισμένοι με αστερόσκονη, χωρίς ειδικά φτιαγμένο δημιουργικό περιβάλλον, μόνο με πίεση, κούραση και την ανάγκη να έχουν νέες ιδέες πριν από την επόμενη συναυλία. Έτσι, αν τα κομμάτια τους ακούγονται «λαχανιασμένα», αυτό συμβαίνει επειδή οι συνθήκες που τα διαμόρφωσαν ήταν συνήθως υπέρ του δέοντος πιεστικές.
Με όλα τα παραπάνω ως δεδομένα, δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση που οι DITZ δεν μασούν τα λόγια τους. Δεν παρουσιάζουν τη μουσική τους με μυστικισμό. Σου λένε ακριβώς τι επιδιώκουν, επαγρύπνηση, συναγερμό και μια δυσφορία που να σε κρατά σε εγρήγορση. Το υπόλοιπο της ιστορίας τους, οι περιοδείες, η πολιτική και η δημιουργική διαδικασία, προκύπτει φυσικά από αυτό το ένστικτο.
Αυτό το ένστικτο φαίνεται καθαρά και στον τρόπο που δουλεύουν οι κιθάρες. Οι Jack Looker και Anton Mocock μιλούν για μια λογική του «λιγότερο είναι περισσότερο», που δεν θυμίζει μινιμαλισμό όσο μια συνειδητή επιλογή περιορισμού. Αντί να γεμίζουν κάθε κενό, αντιμετωπίζουν τον χώρο σαν σημείο πίεσης. Ο ένας κινείται σε ακανόνιστες μεμονωμένες νότες, ενώ ο άλλος ψάχνει ήχους που θυμίζουν ελάχιστα κιθάρα. Τα εφέ που έχουν φτιαχτεί για πιο απαλή ατμόσφαιρα φτάνουν στα όριά τους, οι συχνότητες κατεβαίνουν χαμηλότερα και ο ήχος τους, που μοιάζει περισσότερο με βλάβη, δίνει στα κομμάτια κάτι που θυμίζει μηχανήματα αντί για rock ή punk. Και όμως, όλο αυτό τελικά λειτουργεί εξαιρετικά.
Αυτή η διαφορετικότητα δεν μένει μόνο στον ήχο, περνά και στον τρόπο που τους αντιλαμβάνεται ο κόσμος. Οπαδοί τους λένε ότι χρειάζονται τη σωστή ψυχολογική κατάσταση για να ακούσουν ένα άλμπουμ των DITZ από την αρχή μέχρι το τέλος, κάτι που η μπάντα αντιμετωπίζει με ενθουσιασμό. Κάποιοι παραδέχονται ότι τα τραγούδια τους τον τρόμαξαν πραγματικά, μια αντίδραση που ο Looker σχολιάζει με χαμόγελο ως ίσως το καλύτερο κομπλιμέντο που έχει ακούσει. Ο φόβος, σε αυτή την περίπτωση, δεν προκύπτει από υπερβολή ή σοκ, αλλά από την αναγνώριση πλευρών του εαυτού σου που συνήθως μένουν κρυμμένες.
Η δημιουργία των DITZ είναι αρκετά συνηθισμένη, φίλοι που γνωρίστηκαν στο μουσικό κολέγιο του Brighton, γύριζαν στη σκηνή της πόλης, μοιράζονταν τις εμμονές τους, έβλεπαν μπάντες σε περιοδεία να ταρακουνούν μικρούς χώρους και αποφάσισαν να δοκιμάσουν τη δική τους εκδοχή. Το πιο ιδιαίτερο στοιχείο είναι ο τρόπος που αντιμετώπισαν αυτή την απόφαση σαν ένα μακροπρόθεσμο πείραμα για το πόσο μπορεί να εξελιχθεί ένα σχήμα χωρίς να χάσει την ταυτότητά του.
Το πρώτο τους άλμπουμ, “The Great Regression”, κυκλοφόρησε την εποχή της πανδημίας. Γράφτηκε σε μια περίοδο όπου ο πλανήτης είχε καθηλωθεί σπίτι και κατέγραψε ανθρώπους κολλημένους στη θέση τους ενώ οι σκέψεις τους γύριζαν ασταμάτητα. Τα τραγούδια σχολίαζαν κενές υποσχέσεις εργασίας, τον κύκλο των μέσων ενημέρωσης που αρέσκεται να τρομοκρατεί προβάλλοντας σκοπίμως μόνο καταστροφές, και την σαφή εχθρότητα που αντιμετωπίζουν τα queer άτομα στον δημόσιο χώρο. Ήταν ένα ντεμπούτο που ακουγόταν σαν κάποιος να περπατούσε νευρικά στο ίδιο δωμάτιο για μήνες και κάποια στιγμή να άνοιξε την πόρτα και να άρχισε τα καντήλια.
Αυτή η ανησυχία για το πώς οι άνθρωποι ασκούν έλεγχο ο ένας πάνω στον άλλον, ειδικά σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας, διατρέχει τη δουλειά της μπάντας από τότε. Οι DITZ έχουν μιλήσει ανοιχτά για τον τρόπο που οι ομοφοβικοί αστεϊσμοί περνούν απαρατήρητοι μέσα στον αθλητισμό ή την κοινωνική ζωή, ακόμη και από άτομα που επιμένουν ότι θα μοιράζονταν χωρίς πρόβλημα ένα γήπεδο ή μια παμπ με queer φίλους. Η δική τους απάντηση δεν ήταν να γράψουν εύκολα συνθήματα, αλλά να να αντιμετωπίσουν κάθε κομμάτι σαν μια χαοτική προσπάθεια κατανόησης αυτών των συμπεριφορών.
Αν το πρώτο άλμπουμ γεννήθηκε μέσα σε μια επιβεβλημένη ησυχία, το “Never Exhale” προέρχεται από το ακριβώς αντίθετο περιβάλλον. Είναι ο ήχος μιας μπάντας που δεν της δόθηκε χρόνος να καθίσει για τρία χρόνια. Από τότε που άνοιξαν ξανά οι χώροι συναυλιών, οι DITZ κινούνται με ένα πρόγραμμα που θα εξαντλούσε τις περισσότερες μπάντες που έχουν και καθημερινή δουλειά, δεκάδες συναυλίες τον χρόνο, ταξίδια με πλοία και νυχτερινές διαδρομές, συμμετοχές σε φεστιβάλ ανάμεσα στις βάρδιες της δουλειάς. Το γράψιμο έπρεπε να γίνεται όποτε υπήρχε ένα κενό. Μερικές φορές αυτό σήμαινε να νοικιάσουν έναν χώρο πρόβας σε μια άσχετη πόλη σε μια σπάνια μέρα ρεπό. Μερικές φορές σήμαινε να γράφουν τα κομμάτια χωριστά και να εμπιστεύονται ότι θα είχαν συνοχή όταν οι πέντε τους θα έφταναν τελικά στην αίθουσα πρόβας την ίδια στιγμή.
«Είναι σχεδόν θαύμα που καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε ενώ είχαμε αυτό το τρελό πρόγραμμα», λέει ο Sam Evans για το “Never Exhale”. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε αποσπασμαστικά, με μέρη που άλλαζαν μέχρι τη στιγμή που άναβε το κόκκινο φως. Αρκετά τραγούδια ήταν ουσιαστικά δοκιμές που εξελίχθηκαν στον δρόμο και διαμορφώθηκαν στη σκηνή πριν το συγκρότημα τα ακούσει ποτέ σε ένα control room. Αυτή η λογική που δίνει προτεραιότητα στις ζωντανές εμφανίσεις έχει γίνει βασική στον τρόπο λειτουργίας των DITZ, αν ένα νέο κομμάτι δεν μπορεί να κρατήσει την προσοχή του κοινού, δύσκολα θα ξαναβρεί τη θέση στη setlist τους.
Η οικονομική πραγματικότητα πίσω από την Τέχνη τους είναι πολύ λιγότερο ρομαντική. Όπως πολλές μπάντες στο Ηνωμένο Βασίλειο που δεν κινούνται στο επίπεδο των αρένων, οι DITZ κινούνται ανάμεσα στην αναγνώριση και την οικονομική αβεβαιότητα. Ο χρόνος στο στούντιο, η ενοικίαση φορτηγών, οι βίζες και το ενοίκιο στο σπίτι είναι πιο ακριβά και σχεδόν δεν επιδοτούνται. Έχουν δει πόσο διαφορετικά λειτουργούν τα πράγματα σε πολλές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπου η κρατική χρηματοδότηση αντιμετωπίζει τη συμμετοχή σε μια μπάντα ως κανονική δουλειά και όχι ως χόμπι. Στη Βρετανία, όπως και στην Ελλάδα, συχνά μοιάζει με ένα παράλληλο έργο υψηλού ρίσκου που πρέπει να χωρέσει ανάμεσα στις βάρδιες της καθημερινής εργασίας και αυτή η πίεση περνά και στη μουσική τους.
Οι στίχοι του Francis είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άρνησης να βάλουν νερό στο κρασί τους. Αντί να γράφει ιστορίες ή να διατυπώνει θέσεις, κρατά ένα μεγάλο προσωπικό αρχείο από κείμενα, εικόνες, μισές φράσεις, αποσπάσματα διαλόγων, θρησκευτικές αναφορές και αποκόμματα από ειδησεογραφικά feed. Όταν η μπάντα ολοκληρώνει ένα μουσικό κομμάτι, η δουλειά είναι να ψάξει μέσα σε αυτόν τον σωρό και να βρει τις γραμμές που ταιριάζουν με τον ρυθμό. Έχουν περιγράψει κάθε τραγούδι ως ένα κολάζ φτιαγμένο από έντονες φυσικές μεταφορές, έναν τρόπο να εκφράσουν συναισθηματικές καταστάσεις μέσα από καθημερινές λεπτομέρειες αντί για άμεσες εξομολογήσεις.
Η ερμηνεία τους κρατά αυτές τις εικόνες σε απόσταση. Ο Francis είναι προσεκτικός στο να μην εξηγεί υπερβολικά, ειδικά σε μια εποχή όπου κάθε στίχος μπορεί να αναπαραχθεί αμέσως, να μοιραστεί και να γίνει αφορμή για κακόπιστη οργή. Προτιμά την αμφισημία που ανταμείβει την προσεκτική ακρόαση αντί για hashtags που τα εξηγούν όλα. «Δεν είμαστε πολύ σαφείς με το μήνυμα», έχει πει, και οι δίσκοι το αποδεικνύουν. Οι στίχοι είναι εκεί αν θέλετε να τους καταλάβετε. Αν όχι, η φωνή λειτουργεί σαν ένα ακόμη όργανο, που κινείται ανάμεσα στην απαγγελία και στις δυνατές κραυγές.
Ένας από τους λόγους που τα άλμπουμ των DITZ λειτουργούν καλύτερα όταν τα ακούς από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ότι η μπάντα εξακολουθεί να σκέφτεται με όρους άλμπουμ και όχι playlist. Έχουν εμμονή με τη σειρά των κομματιών, ποιο κομμάτι ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του βινυλίου, πώς ένα μοτίβο κιθάρας μπορεί να περάσει από το ένα τραγούδι στο άλλο, πότε να αξιοποιήσουν τελικά όλη την ένταση που έχουν συσσωρεύσει σε σαράντα λεπτά. Προτιμούν να μένουμε με τον αμήχανο ρυθμό, τις μεγάλες κλιμακώσεις και την ξαφνική πτώση σε σχεδόν σιωπή, αντί να διαλέξουμε τρία singles και να αφήσουμε έναν αλγόριθμο να τα ανακατέψει με άσχετα τραγούδια.
Η ζωντανή εμφάνιση είναι το σημείο όπου όλα αυτά αποκτούν καθαρή μορφή. Στη σκηνή, η μπάντα επικεντρώνεται στη σωματικότητα αυτού που κάνει. Τα τραγούδια τεντώνονται, σκίζονται και ξαναχτίζονται. Τα φινάλε γίνονται διπλάσια σε διάρκεια ή σταματούν απότομα. Ο Francis κινείται πάνω κάτω, πιέζει το μικρόφωνο για να προκαλέσει ανάδραση ή επιστρέφει στην ακινησία χωρίς προειδοποίηση. Το κοινό περνά από το διακριτικό κούνημα του κεφαλιού στη πλήρη απελευθέρωση του σώματος, καθώς η μπάντα προκαλεί παύσεις και αφήνει τα riff να συνεχίζονται για περισσότερο από όσο θα θεωρούσε κανείς ότι πρέπει. Και ναι, μπορεί να είναι κουραστικό, αλλά αυτό είναι το ζητούμενο.
«Μας αρέσουν τα περίεργα πράγματα, μας αρέσει να νιώθουμε λίγο άβολα και υποθέτω ότι μας αρέσει η παραβατική τέχνη», λέει ο Francis. Είναι μια ωμή σύνοψη, αλλά εξηγεί γιατί οι DITZ συνεχίζουν να περνούν μέσα από δύσκολες συνθήκες, εχθρικό περιβάλλον και μια βιομηχανία που δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει μπάντες που δεν θέλουν να λειάνουν τις άκρες τους. Στο κάτω-κάτω, για αυτούς, το να χαμηλώσουν την ένταση ή να «μαζευτούν», θα ήταν πιο τρομακτικό.
Οι DITZ παραμένουν μια μπάντα που δεν μπαίνει εύκολα σε καλούπια. Είναι πολύ αντισυμβατικοί για να λειτουργήσουν με βάση τη βιομηαχνία, υπερβολικά άμεσοι για να κρατήσουν την ψυχρή απόσταση της art-school αισθητικής και αρκετά ρεαλιστές ώστε να μη ντύσουν τη ζωή μιας touring μπάντας με ψευδαισθήσεις. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να εμφανίζονται όπου μπορούν, να κουβαλάνε εξοπλισμό, να κάνουν soundcheck και να γράφουν νέα κομμάτια σε όποιο δωμάτιο ή αυτοσχέδιο χώρο τους δοθεί. Όσο η εναλλακτική είναι μια ζωή που δεν τους εκφράζει, μοιάζει ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται να σταματήσουν να κινούνται, να δουλεύουν και να αναπνέουν μέσα σε αυτό το χάος.
