Το “Friday the 13th”, ένα από τα πλέον δημοφιλή και cult franchise του slasher σινεμά που μετρά πλέον δέκα ταινίες και ένα remake (συν το crossover φιλμ “Freddy Vs Jason” του 2003), ετοιμάζεται να συμπληρώσει 45 χρόνια ύπαρξης. Σε ένα άκρως αναμενόμενο διήμερο, το Midnight Express προβάλλει τις τέσσερις πρώτες ταινίες του.
Ξεκίνησε από μια χαμηλού προϋπολογισμού ταινία τρόμου, ως συρραφή ιδεών “δανεισμένων” από το “The Texas Chainsaw Massacre” (1974) του Tobe Hooper και το “Halloween” (1978) του John Carpenter. Σήμερα, που το όνομα του Jason Voorhees του θανατηφόρου μακελάρη της σειράς είναι γνωστό τοις πάσι, πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι – και πολύ αίμα στις όχθες της Crystal Lake.
Αν κοιτάξεις αυτές τις ταινίες με την ψυχρότητα και την ορθολογική προσέγγιση ενός κριτικού, καμία τους δεν είναι ελεύθερη αδυναμιών. Αν είμαστε ακόμα πιο αυστηροί, καμία τους δεν είναι απαραίτητα καλή. Είναι, όμως, όλες τους τόσο, μα τόσο απολαυστικές, από την πρώτη ως το crossover. Και για τους φίλους του slasher κινηματογράφου αποτελούν δίκαια αντικείμενο λατρείας.
Οι εξόφθαλμες αδυναμίες τους δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο χλευασμού, αλλά καλοπροαίρετου χαβαλέ. Είναι μέρος της διασκέδασης που προσφέρουν αυτές οι ταινίες. Άλλωστε, μπορεί τα φιλμ εκείνα να μας φαντάζουν ξεπερασμένα μπροστά στον ορυμαγδό των ψηφιακών εφέ των σύγχρονων στουντιακών ταινιών τρόμου, αλλά η μαστοριά πίσω από την κατασκευή τους είναι αδιαμφισβήτητη.
Το είδος ήθελε να αναδείξει τον πουριτανισμό και τη δαιμονοποίηση του σεξ, από την κοινή γνώμη
Το “Friday the 13th” ήταν δημιούργημα του Sean Cunningham, ενός ανερχόμενου σκηνοθέτη χωρίς πολύ ταλέντο αλλά με εξαιρετικό εμπορικό ένστικτο. Κατάλαβε πως το slasher θα είναι ένα υπο-είδος που θα κυριαρχήσει για τα επόμενα χρόνια. Έτσι, ο Cunningham έγραψε, σκηνοθέτησε και παρήγαγε το πρώτο φιλμ ενός franchise άρρηκτα συνδεδεμένου με την άνθιση του slasher στη δεκαετία του 1980.
Ο δημιουργός ήθελε εξαρχής να δημιουργήσει ένα ποτ πουρί από τα στοιχεία που είχε ξεχωρίσει στις πρώιμες ταινίες του είδους. Έφτιαξε, λοιπόν, μια ταινία που θα λειτουργούσε ως η μακέτα για κάθε επόμενο κεφάλαιο του franchise, αλλά και για δεκάδες ακόμη ταινίες του υπο-είδους μελλοντικά. Μια παρέα νέων, διψασμένων για σεξ και καλοπέραση, πέφτει θύμα ενός αδίστακτου, μασκοφορεμένου δολοφόνου.
Εδώ έγκειται και η μεγαλύτερη κριτική που έχουν δεχθεί αυτές οι ταινίες από την κριτική. Αυτή ερμηνεύει το γεγονός ότι τα θύματα του μακελάρη είναι σχεδόν πάντα καυλωμένοι έφηβοι ως έναν κεκαλυμμένο συντηρητισμό. Προσωπικά οφείλω να δηλώσω κάθετα αντίθετος σε αυτήν την ερμηνεία. Πιστεύω πως αν κάτι ήθελε να αναδείξει το είδος ως προς το ζήτημα του σεξ, ήταν ακριβώς ο πουριτανισμός και η δαιμονοποίησή του από την κοινή γνώμη. Και αυτά είναι που συμβολίζουν οι δολοφόνοι – τιμωροί.
Το πρώτο sequel μας συστήνει ουσιαστικά τον φονιά Jason Voorhees
Η επιτυχία του πρώτου φιλμ ήταν τεράστια και έτσι το sequel πήρε άμεσα το πράσινο φως και κυκλοφόρησε μόλις ένα χρόνο αργότερα. Με τον Steve Miner πλέον στη σκηνοθεσία και τον Cunningham απλώς σε ρόλο παραγωγού, το “Friday the 13th Part II” (1981) επαναφέρει το final girl της προηγούμενης ταινίας για μία μόνο, εναρκτήρια, σκηνή. Mόνο και μόνο για να τη βγάλει από τη μέση και να συστήσει τον φονιά Jason Voorhees (δεν κάνει να πούμε γιατί δεν τον έχουμε ακριβώς γνωρίσει από το πρώτο φιλμ).
Στη συνέχεια φέρνει στο προσκήνιο νέους χαρακτήρες, οι οποίοι αποδεικνύονται αναλώσιμοι στα χέρια του μακελάρη. Το sequel επαναλαμβάνει copy-paste τη συνταγή της πρώτης ταινίας. Το κάνει ψυχαγωγικά και τίμια, σημειώνει επιτυχία και ενθουσιάζει το κοινό. Οι κριτικοί, φυσικά, το κατακρεούργησαν.
Ο Joseph Zito χαρίζει την πιο χαβαλεδιάρικη, σαχλαμαροειδή, σέξι και υπέροχα ανεγκέφαλη ταινία του franchise
Ένα χρόνο αργότερα, το “Friday the 13th Part III” είναι γεγονός, με τον Miner να επιστρέφει στη σκηνοθετική καρέκλα και τον Jason Voorhees να μη λέει να πεθάνει. Για άλλη μια φορά έχουμε φουλ ηλίθιους νεαρούς χαρακτήρες που υπάρχουν απλά και μόνο ώστε να ικανοποιήσουν την όρεξή μας για αιματηρή ψυχαγωγία. Kάνουν τη μία χαζομάρα μετά την άλλη κι ο θεατής καταλήγει να χαίρεται που λαμβάνουν την τιμωρία που τους αξίζει για την ηλιθιότητα που τους δέρνει. Σε αυτήν την ταινία ολοκληρώνεται και το look του Jason που όλοι πια γνωρίζουμε.
Επειδή όμως οι τριλογίες είναι για τους κουλτουριάρηδες, δύο χρόνια αργότερα, το 1984, καταφθάνει στις αίθουσες το “Friday the 13th: The Final Chapter”. Η τρίτη ταινία του franchise σημείωσε αισθητά μικρότερη εμπορική επιτυχία από τις δύο προηγούμενες και απέσπασε πολύ κακές κριτικές. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι παραγωγοί να κρίνουν πως είχε έρθει η ώρα να τελειώνουν με αυτή τη σειρά ταινιών – εξού κι ο υπότιτλος “The Final Chapter”. Τον Steve Miner αντικατέστησε στην σκηνοθεσία ο μερακλής Joseph Zito (“Invasion U.S.A.”). Εκείνος παρέδωσε εύκολα την πιο χαβαλεδιάρικη, σαχλαμαροειδή, σέξι και υπέροχα ανεγκέφαλη ταινία του franchise.
Το “Friday the 13th” πάντα πρόσφερε στο κοινό του αυτό που εκείνο του ζητούσε
Το τέταρτο φιλμ είναι μακράν το αγαπημένο μου από ολόκληρη τη σειρά. H μεγάλη εμπορική επιτυχία του έπεισε το στούντιο να ανακαλέσει την απόφασή του να βάλει τέλος στις περιπέτειες του Jason Voorhees. Το πέμπτο φιλμ, με τίτλο “The New Blood”, θα έβγαινε στις αίθουσες μόλις ένα χρόνο αργότερα. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που ελπίζουμε να δοθεί η αφορμή να αφηγηθούμε.
Το “Friday the 13th” είναι ένα franchise τρόμου στο οποίο μπορείς να προσάψεις πολλά, σίγουρα όμως όχι ανεντιμότητα. Πάντα πρόσφερε στο κοινό του αυτό που εκείνο του ζητούσε, χωρίς ποτέ να του υπόσχεται περισσότερα. Εδώ δε θα βρεις αλληγορίες για τη φύση του Κακού, κοινωνικό σχόλιο ή σκοτεινά παραμύθια πάνω στην βία που υπάρχει έμφυτη στην ανθρώπινη φύση.
Έχουμε να κάνουμε με αγνό, ατόφιο, αιματηρό slasher που μοναδικό σκοπό έχει τη νοσηρή ψυχαγωγία μας. Τις ταινίες οφείλουμε να τις κρίνουμε για αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θα θέλαμε να είναι. Kαι αυτό που βάζουν στόχο να είναι οι ταινίες αυτές, το πετυχαίνουν πέραν κάθε αμφιβολίας.