Ian Curtis: Ένας frontman που δεν ήθελε να τον κοιτούν
Η ιστορία των Joy Division δεν μπορεί να αφηγηθεί χωρίς να γίνει αναφορά στη ζωή και στον θάνατο του Ian Curtis. Αν και η πορεία του συγκροτήματος ήταν σύντομη, το αποτύπωμά τους παραμένει βαθύ. Ο Curtis, με την έντονη σκηνική του παρουσία και τον ωμό τρόπο έκφρασης, καθόρισε την ταυτότητά τους. Ο ασυγκράτητος, υπνωτιστικός του χορός και το απόμακρο βλέμμα του έγιναν σήμα κατατεθέν των εμφανίσεων τους, δίνοντας στις συναυλίες μια σχεδόν αγχώδη, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Το βλέμμα των θεατών εστίαζε πάνω του, στον πρωτοστάτη μιας μπάντας που εξέφραζε το σκοτάδι χωρίς φίλτρα.
Πέρα από τον μύθο, όμως, υπάρχει μια πιο σκληρή πραγματικότητα: ένας άνθρωπος της εργατικής τάξης, εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ασθένεια, τη φήμη και προσωπικές υποχρεώσεις που συγκρούονταν. Η κατάρρευση του Curtis, η κληρονομιά που άφησε πίσω του και η διαύγεια με την οποία αποτυπώθηκαν όλα αυτά στο δεύτερο άλμπουμ, το “Closer”, συγκροτούν την πιο σκληρή πλευρά της ιστορίας των Joy Division.
Μια μπάντα φτιαγμένη από περιορισμούς
Οι Joy Division δεν ξεπήδησαν από κάποιο λαμπερό μουσικό περιβάλλον. Η μπάντα δημιουργήθηκε μέσα στη μεταβιομηχανική παρακμή του Manchester, όπου η στάση είχε μεγαλύτερη σημασία από την τεχνική ικανότητα. Ο ίδιος ο Ian Curtis είχε βαθιές ρίζες στην περιοχή. Γεννήθηκε στο Stretford και μεγάλωσε στο Macclesfield, κυκλοφορώντας στους δρόμους της πόλης με έναν συνδυασμό οικειότητας και αποστασιοποίησης. Το βαρύ τοπίο του βιομηχανικού Βορρά ταίριαζε με την ψυχοσύνθεσή του. Εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και μόνιμα συννεφιασμένος ουρανός συνέθεταν το περιβάλλον της καθημερινότητάς του.
Τα περισσότερα μέλη της μπάντας, όπως οι Bernard Sumner και Peter Hook, δεν ήξεραν καλά τα όργανά τους. Αυτός ο περιορισμός τους ανάγκασε να δουλέψουν με απλές ιδέες, χωρίς τεχνάσματα και περιπλοκές. Αντί για δεξιοτεχνία, διάλεξαν την επανάληψη και την αμεσότητα. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ψυχρός και βιομηχανικός ήχος, βασισμένος στον ρυθμό και στην ένταση. Οι πρώτες πρόβες τους, τότε που ακόμα ονομάζονταν Warsaw, γίνονταν σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη. Οι συνθέσεις έμοιαζαν περισσότερο με ξέσπασμα παρά με κανονικά τραγούδια. Ο Curtis δεν πέρασε από οντισιόν. Τον διάλεξαν γιατί ταίριαζε με την εικόνα τους και είχε την ίδια εμμονή με τον ήχο.

Τα περιορισμένα τεχνικά τους προσόντα κατέληξαν να λειτουργούν υπέρ τους. Οι Joy Division έπαιζαν με λίγες νότες, απλούς ρυθμούς και επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ο Martin Hannett, ο ιδιόρρυθμος παραγωγός τους, ανέδειξε το υλικό με ασυνήθιστες τεχνικές και σκοτεινούς ήχους, κυρίως στο πρώτο τους άλμπουμ, το “Unknown Pleasures”. Οι ίδιοι δεν το έβλεπαν σαν κάτι καλλιτεχνικό ή σπουδαίο. Έγραφαν αυθόρμητα, χωρίς σχέδιο και χωρίς πολλή σκέψη.
Ο Ian Curtis εκτός σκηνής
Η μπάντα έδειχνε προς τα έξω μια εικόνα σοβαρότητας, όμως η καθημερινότητά τους ήταν διαφορετική. Έκαναν διαρκώς πλάκες, έπιναν πολύ και είχαν χιούμορ το τυπικό της εργατικής τάξης. Ο Ian Curtis, παρ’ ότι στη σκηνή έμοιαζε απόμακρος και σκοτεινός, συμμετείχε πλήρως στο χάος. Ο Bernard Sumner έχει πει: «Ήταν πραγματικά ένας αστείος τύπος, απλά όχι στη σκηνή». Όσοι τον ήξεραν καλά λένε ότι ήταν κοινωνικός, γελούσε συχνά και δεν έμενε στην άκρη. Παρ’ όλα αυτά, όσο περνούσε ο καιρός, μεγάλωνε η απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο που ήταν και στην εικόνα που είχε το κοινό για εκείνον.
Ο Curtis έπασχε από επιληψία, μια πάθηση που τότε αντιμετωπιζόταν με επιθετική φαρμακευτική αγωγή. Έπαιρνε βαρβιτουρικά και αντιεπιληπτικά, όπως φαινοβαρβιτάλη και καρβαμαζεπίνη. Αυτά μείωναν τις κρίσεις, αλλά είχαν βαριές παρενέργειες: νοητική θόλωση, απότομες μεταπτώσεις στη διάθεση και συναισθηματική αποσύνδεση. Η ψυχολογική φθορά από τη θεραπεία ήταν μεγάλη. Επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την προσπάθειά του να αντέξει την πίεση των εμφανίσεων, τη σωματική φθορά και την προσωπική του κατάρρευση.
Οι κρίσεις έγιναν σοβαρές από τα τέλη του 1978 και σύντομα βγήκαν εκτός ελέγχου. Οι ζωντανές εμφανίσεις επιδείνωναν την κατάστασή του. Μέχρι τα μέσα του 1979, ήταν συχνό να παθαίνει κρίσεις πάνω στη σκηνή ή αμέσως μετά. Κανείς δεν σταμάτησε την πορεία της μπάντας. Η αρρώστια του ενσωματώθηκε στην εικόνα του συγκροτήματος. Άλλο ένα στοιχείο που έκανε τις συναυλίες τους να μοιάζουν επικίνδυνες. Όμως για τον Ian Curtis δεν υπήρχε τίποτα θεατρικό σε αυτό.
Το “Closer” και η πίεση της κορύφωσης
Το δεύτερο άλμπουμ των Joy Division, το “Closer”, ηχογραφήθηκε μέσα σε έντονη πίεση. Η μπάντα ετοίμαζε την πρώτη της περιοδεία στις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, η προσωπική ζωή του Curtis κατέρρεε. Ο γάμος του είχε διαλυθεί και η σχέση του με τη Βελγίδα δημοσιογράφο Annik Honoré προκαλούσε εντάσεις στο εσωτερικό της μπάντας. Παρ’ όλα αυτά, δεν σταμάτησαν. Νοίκιασαν διαμερίσματα στο Λονδίνο, τρέφονταν πρόχειρα και έπιναν ασταμάτητα καφέ στο στούντιο. Προσπαθούσαν να λειτουργήσουν σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Οι ηχογραφήσεις, και πάλι υπό την καθοδήγηση του Martin Hannett, ήταν μπερδεμένες και εξαντλητικές. Οι μέθοδοί του συχνά συγκρούονταν με την άμεση προσέγγιση της μπάντας. Επέμενε να απομονώνει κάθε ήχο των τυμπάνων, να προσθέτει στρώσεις από εφέ με ακρίβεια και να χρησιμοποιεί παλιό ηλεκτρονικό εξοπλισμό που συχνά παρουσίαζε προβλήματα. Ρύθμιζε τα μικρόφωνα περίεργα και πρόσθετε ήχους όπως σπασμένα γυαλιά ή κασέτες που έπαιζαν ανάποδα. Όλα αυτά εκνεύριζαν τα μέλη του συγκροτήματος, τα οποία προτιμούσαν έναν πιο ωμό ήχο.

Ωστόσο, η αλλόκοτη επιμονή του Hannett δημιούργησε μια κλειστοφοβική και αλλόκοσμη ατμόσφαιρα, που τελικά έγινε βασικό στοιχείο του “Closer”. Ο Curtis ηχογραφούσε τα φωνητικά του στο σκοτάδι. Ο Hannett είχε πει: «Ήθελε να εξαφανιστεί μέσα στο τραγούδι, να γίνει αόρατος. Γι’ αυτό έπρεπε να σβήσουν τα φώτα». Οι στίχοι του Curtis, παρότι δεν γράφτηκαν σαν εξομολογήσεις, έδειχναν έναν άνθρωπο που κατέρρεε σωματικά και ψυχικά. Κομμάτια όπως τα “Isolation” και “Heart and Soul” δεν περιέγραφαν συμβολικά κάτι – μετέφεραν την πραγματικότητά του.
Ο Curtis δεν αντιμετώπισε ποτέ την ασθένειά του ως λόγο για να κόψει ρυθμό. Αντίθετα, αρνιόταν να ακυρώσει συναυλίες, υποβάθμιζε τη σοβαρότητα της κατάστασής του και μιλούσε ελάχιστα για την κατάθλιψή του. Για όσους δεν τον ήξεραν, φαινόταν απλώς δύσκολος ή απόμακρος. Ακόμη και τα μέλη της μπάντας του δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς χρειαζόταν. Δεν ήταν μια παρέα που συζητούσε τέτοια ζητήματα. Ήταν είκοσι κάτι, κουρασμένοι, και μέσα σε έναν κυκλώνα φήμης και προσωπικών εντάσεων. Ήξεραν ότι ο Curtis δεν ήταν καλά. Δεν ήξεραν πώς να του σταθούν. Ο Stephen Morris είχε πει: «Ήμασταν παιδιά. Δεν καταλαβαίναμε τι περνούσε, όχι πραγματικά».
Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δύσκολη λόγω των αντιφατικών επιθυμιών του Curtis. Ήθελε να είναι σοβαρός καλλιτέχνης. Ταυτόχρονα, ήθελε και τη λάμψη του ροκ σταρ. Από τη μια ένιωθε την ανάγκη να απομακρυνθεί από όλους. Από την άλλη, αναζητούσε την προσοχή και την αποδοχή. Οι στίχοι του έμοιαζαν με κραυγή κάποιου που ψάχνει νόημα, ενώ μέσα του όλα καταρρέουν. Στις συνεντεύξεις μιλούσε ανοιχτά, χωρίς να κρύβεται. Όμως στην προσωπική του ζωή έκλεινε τα πάντα μέσα του. Ακόμα και η σύζυγός του δεν ήξερε τι σκεφτόταν.
Η μέρα που όλα σταμάτησαν
Ο Ian Curtis έδωσε τέλος στη ζωή του στις 18 Μαΐου 1980, προκαλώντας σοκ στον βρετανικό μουσικό Τύπο και στην εναλλακτική σκηνή. Μέσα όπως τα NME και Melody Maker έβαλαν την είδηση στα πρωτοσέλιδα. Το ραδιόφωνο του BBC μετέδιδε αφιερώματα για μέρες. Οι οπαδοί οργάνωσαν αυθόρμητες συγκεντρώσεις στο Manchester και στο Λονδίνο. Ένα ανερχόμενο post-punk κίνημα βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπο με τον απώλεια του πιο κεντρικού του προσώπου.
Η τραγωδία δεν έφερε μόνο το τέλος των Joy Division. Έφερε στην επιφάνεια και τις συνέπειες της αδιαφορίας απέναντι στην ψυχική υγεία. Ο Curtis πέθανε μια μέρα πριν το συγκρότημα πετάξει για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν 23 ετών. Ο θάνατός του ήρθε τη στιγμή που η μπάντα έφτανε στην κορυφή. Το single “Love Will Tear Us Apart” ανέβαινε στα charts. Το “Closer” ήταν έτοιμο για κυκλοφορία. Η περιοδεία στην Αμερική φαινόταν σαν το επόμενο μεγάλο βήμα.
Η αντίδραση του συγκροτήματος ήταν άμεση: διαλύθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Ήταν η μόνη απόφαση που μπορούσαμε να πάρουμε», είπε αργότερα ο Peter Hook. «Δεν ήταν σωστό να συνεχίσουμε με το ίδιο όνομα». Τα μέλη που απέμειναν προχώρησαν ως New Order και ακολούθησαν νέο μουσικό δρόμο. Όμως η σκιά του Curtis δεν έφυγε ποτέ από πάνω τους. Κάθε τους επιτυχία κουβαλούσε και τη μνήμη του. Κάποιοι οπαδοί είδαν την ιστορία σαν θρύλο. Άλλοι στάθηκαν πιο ψύχραιμα και επεσήμαναν τις ευθύνες. Μια μουσική βιομηχανία που αδιαφορούσε για την ψυχική υγεία. Μια μπάντα που δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί όσα συνέβαιναν. Και ένας frontman που δεν μίλησε ποτέ ανοιχτά για τον πόνο του – είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή δεν μπορούσε.
Μουσική που έμεινε παγωμένη στον χρόνο
Ο Curtis δεν ήταν μεσσίας του ροκ ούτε λογοτεχνικός ήρωας. Ήταν πατέρας, σύζυγος και μουσικός. Πάλευε να κρατήσει αυτά τα κομμάτια του εαυτού του ενωμένα. Οι στίχοι του έμειναν, γιατί αποτύπωσαν μια αίσθηση αστάθειας χωρίς να τη ντύνουν με βαρύγδουπες λέξεις. Κομμάτια όπως τα “Dead Souls” και “Shadowplay” καταγράφουν ένα εσωτερικό χάος, λέξη προς λέξη.
Πολλοί σήμερα γνωρίζουν τους Joy Division μέσα από εξώφυλλα δίσκων, μπλουζάκια ή αφιερώματα. Η εικόνα τους έχει γίνει μέρος της pop κουλτούρας. Όμως πίσω από όλα αυτά υπάρχει μουσική γεμάτη ένταση και αντιφάσεις. Δεν πρόλαβαν να κάνουν πίσω, να διορθώσουν, να αλλάξουν πορεία. Ό,τι ηχογράφησαν έμεινε όπως βγήκε. Το υλικό τους μοιάζει παγωμένο στον χρόνο. Έχει ειλικρίνεια και ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου που δεν ξεθωριάζει.
Ναι, ο θάνατος του Ian ήταν τραγικός και από μόνος του ένα βαθιά θλιβερό γεγονός. Παραμένει όμως και ένα από τα πιο δυνατά «what if?» στη μουσική ιστορία. Δεν θα μάθουμε ποτέ προς τα πού θα πήγαινε η πορεία του. Όμως η σημασία αυτής της απώλειας είναι ξεκάθαρη. Η κληρονομιά του είναι τεράστια. Ίσως από τις πιο έντονες στη σύγχρονη μουσική, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πόσο λίγο χρόνο έμεινε στο προσκήνιο.