Για να εκτιμήσουμε πραγματικά τη σημασία του “Somewhere In Time“, πρέπει πρώτα να κάνουμε ένα βήμα πίσω. Οφείλουμε να περιπλανηθούμε στο μουσικό τοπίο της δεκαετίας του ’80. Μέχρι τότε, οι Iron Maiden είχαν καθιερωθεί ως οι βασιλιάδες του heavy metal. Οι δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους, το “Powerslave” και το “Live After Death“, τους είχαν εκτοξεύσει στην κορυφή. Η περιοδεία “World Slavery Tour” του 1984-85 ήταν ένας επικός θρίαμβος, κατακτώντας ακόμη και τη δύσκολη αγορά της Βόρειας Αμερικής.
Ωστόσο, με τη μεγάλη επιτυχία ήρθαν και οι μεγάλες προσδοκίες. Οι Iron Maiden βρέθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου θέση σταθερότητας και ευημερίας. H πίεση, να ανταποκριθούν στις υψηλές προσδοκίες των οπαδών τους, ήταν τεράστια. Η κλασική σύνθεση των Maiden, με τους Bruce Dickinson, Steve Harris, Adrian Smith, Dave Murray και Nicko McBrain, ήταν άθικτη και δούλευε σε full ρυθμούς. Τα περισσότερα συγκροτήματα θα είχαν υποκύψει στην τεράστια εξωτερική πίεση, αλλά οι Maiden δεν ήταν σαν τα περισσότερα συγκροτήματα.
Ο Bruce Dickinson, ο χαρισματικός frontman, είχε ένα όραμα για το μέλλον του συγκροτήματος, που ήταν αρκετά τολμηρό. Οραματιζόταν μια απομάκρυνση από το καθιερωμένο στυλ τους, μια τολμηρή πορεία σε αχαρτογράφητα μουσικά εδάφη. Η επιθυμία του Dickinson, για μια ριζική μεταμόρφωση, συνάντησε την αντίσταση του υπόλοιπου συγκροτήματος και του παραγωγού τους, Martin Birch. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης των δημιουργικών οραμάτων ήταν ένας συμβιβασμός, που οδήγησε στη γέννηση του “Somewhere In Time“.
Οι Iron Maiden είχαν αψηφήσει τον ίδιο τους τον κανόνα και εμφάνισαν το "Somewhere In Time", ένα άλμπουμ με κλασικό ήχο, που ενσωματώνει νέα στοιχεία
Η πιο άμεσα εντυπωσιακή αλλαγή στο άλμπουμ ήταν η εισαγωγή των συνθεσάιζερ, μια καινοτομία για τον παραδοσιακό heavy metal ήχο. Το άλμπουμ ανοίγει με το “Caught Somewhere In Time“. Ένα μακροσκελές κομμάτι, που στηρίζεται στην εξαιρετική κιθαριστική δουλειά των Adrian Smith και Dave Murray. Το δίδυμο υφαίνει αρκετά πολύπλοκα ηχοτοπία γύρω από σχετικά απλές συνθέσεις. Αυτό σηματοδοτεί μια σημαντική απόκλιση από την προηγούμενη δήλωση του Dickinson, ότι «δεν μπορείς να παίξεις heavy metal με συνθεσάιζερ». Οι Iron Maiden είχαν αψηφήσει τον ίδιο τους τον κανόνα και εμφανίστηκαν με ένα άλμπουμ με κλασικό ήχο, που ενσωμάτωνε νέα και απροσδόκητα στοιχεία.
Με τον Bruce Dickinson προσωρινά παραγκωνισμένο από τα συνθετικά καθήκοντα, το βάρος της σύνθεσης έπεσε στους ώμους του Adrian Smith. Μάλιστα, ο Smith ήταν επιφορτισμένος τόσο με συνθετικά καθήοντα, όσο και με στιχουργικά. Ο Βρετανός ανταποκρίθηκε στην περίσταση με αξιοσημείωτες συνεισφορές, συμπεριλαμβανομένου του “Wasted Years“, ενός από τα πιο εμπορικά κομμάτια των Maiden. Την υπογραφή του, επίσης, φέρει το “Sea Of Madness“, με ένα σόλο κιθάρας που θεωρείται ένα από τα καλύτερα του συγκροτήματος. Ένα ακόμα κομμάτι, για το οποίο είναι υπεύθυνος, είναι το groovy “Stranger In A Strange Land“.
Από πολλές απόψεις, οι προσπάθειες των Iron Maiden να εκσυγχρονίσουν τον ήχο τους απέδωσαν καρπούς. Τα συνθεσάιζερ, προϊόν της εποχής, ταίριαξαν εξαιρετικά καλά στο υλικό. Το “Somewhere In Time” χάραξε μια μοναδική ρότα στην πορεία των Maiden και αγαπήθηκε από τους οπαδούς τους. Η ενσωμάτωση των συνθεσάιζερ μπορεί αρχικά να προκάλεσε αντιδράσεις, αλλά έγινε αναπόσπαστο μέρος του ηχητικού μωσαϊκού του άλμπουμ.
Καθώς εμβαθύνουμε στο ίδιο το άλμπουμ, γίνεται φανερό ότι το "Somewhere In Time" είναι μια εξελιγμένη ιδέα
Η θεματική εστίαση του άλμπουμ, όπως υπονοείται από τους τίτλους των τραγουδιών, περιστρεφόταν γύρω από τις έννοιες του ταξιδιού, του χώρου και του χρόνου. Αυτή η θεματική συνοχή, μαζί με τα καινοτόμα ηχοτοπία, προσέδωσαν βάθος και ίντριγκα στο “Somewhere In Time”. Καθώς εμβαθύνουμε στο ίδιο το άλμπουμ, γίνεται φανερό ότι το “Somewhere In Time” είναι μια εξελιγμένη ιδέα. Ωστόσο, ορισμένα τραγούδια λάμπουν εντονότερα από άλλα.
Το άλμπουμ ανοίγει με τη δήλωση προθέσεων από το “Caught Somewhere in Time“, ένα τραγούδι που συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τη συνολική ατμόσφαιρα του άλμπουμ. Το τραγούδι το έγραψε ο Steve Harris και είναι εμπνευσμένο από την ταινία του 1979, “Time After Time”, η οποία αναφέρεται σε ταξίδια στο χρόνο. «If I said I’d take you there, Would you go, Would you be scared?», τραγουδά ο Bruce Dickinson και καταφέρνει να μεταφέρει με συναρπαστικό τρόπο το φόβο του ταξιδιού στο χρόνο. Ειδικά, όταν ανακαλύπτουμε το βαρύ τίμημα, που καλείται να πληρώσει ο πρωταγωνιστής, ο οποίος κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του.
Από τη μία, το τραγούδι αποκαλύπτει το νέο και ανανεωμένο ήχο των “Maiden”. Aπό την άλλη, η μπάντα αποδεικνύει ότι κανένα εφέ, ακόμα κι αν πρόκειται για συνθεσάιζερ, δεν μπορεί να αλλάξει το DNA της. Το παλλόμενο και καλπάζον μπάσο του Steve Harris, τα καταπληκτικά σόλο των Dave Murray και Adrian Smith, και το δυνατό drumming του Nicko McBrain, είναι ακόμα εδώ, “κολλημένα στο χρόνο” και δεν πάνε πουθενά.
Tο άλμπουμ ανοίγει με τη δήλωση προθέσεων από το "Caught Somewhere in Time", ένα τραγούδι που συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τη συνολική ατμόσφαιρα του άλμπουμ
Το δεύτερο κομμάτι, “Wasted Years“, είναι το πρώτο single που κυκλοφόρησε από το άλμπουμ, και η μεγαλύτερη επιτυχία του. Ήταν ίσως το πιο κοντινό -προς το mainstream- κοινό κομμάτι των Maiden, χωρίς να χάνει το μοναδικό του ήχο. Είναι το πρώτο τραγούδι από τα τρία του Smith, αλλά και το πιο διαφορετικό από τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ. Πέραν από το γεγονός ότι είναι το μοναδικό τραγούδι του δίσκου που δεν έχει εφέ, είναι το λιγότερο μυστικιστικό και το πιο ρεαλιστικό από όλα. Το τραγούδι γράφτηκε μετά τη μεγάλη περιοδεία του συγκροτήματος και μιλούσε για το “χρόνο” που σπαταλούσε στο δρόμο αντί στην οικογένεια. Το αρχικό όνομα του τραγουδιού ήταν “Golden Years“, στο οποίο ο Adrian Smith μάς προέτρεπε να μην κοιτάμε πίσω στα χαμένα χρόνια, αλλά να κοιτάμε πάντα μπροστά.
Επιπροσθέτως, το επόμενο κομμάτι, “Sea of Madness“, είναι ένα τραγούδι αποκλειστικά γραμμένο από τον Adrian Smith, ο οποίος απλά “σπινθηροβολεί” σε αυτό το άλμπουμ και αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι είναι ένας συνθέτης με αστείρευτο ταλέντο. Το “Heaven Can Wait” σφραγίζει την πρώτη πλευρά του βινυλίου. Αποτελεί ένα ακόμα τραγούδι του Steve Harris, που επηρεάστηκε από την ομώνυμη ταινία του 1978. Ένα πολύπλοκο τραγούδι, που περιλαμβάνει αρκετές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένου του επικού μέρους που ξεκινάει στο 3:35. Η μπάντα επιτρέπει στο κοινό και στο stage crew να ανέβουν και να τραγουδήσουν μαζί τους “Wow wow wow wow .…”.
To "Somewhere in Time" διαθέτει πολλά νέα στοιχεία, ωστόσο, η μουσική ταυτότητα των Iron Maiden παραμένει αναλλοίωτη
Η συνέχεια δίνεται με το “The Loneliness of the Long Distance Runner“. Άλλο ένα τραγούδι του Steve Harris, που ξεκινάει τόσο αργά όσο το ζέσταμα πριν το τρέξιμο, και μετά ξεσπάει σε ένα δυνατό σπριντ, που γίνεται μόνο πιο δυνατό. Αν και φαινομενικά πρόκειται για ένα “μακρινό” τρέξιμο. Πόσο όμορφες είναι οι αρμονίες ανάμεσα στις κιθάρες των Dave Murray και Adrian Smith; Ο Bruce Dickinson, ο οποίος παρά το γρήγορο ρυθμό, καταφέρνει να μας απεικονίσει τη μοναξιά ενός δρομέα μεγάλων αποστάσεων; Το μόνο που μας μένει, είναι να αναρωτηθούμε αν ο Steve Harris έγραψε το τραγούδι για τον εαυτό του.
Και περνάμε στο δεύτερο single του άλμπουμ και στο τρίτο τραγούδι που έγραψε ο Adrian Smith – το “Stranger In A Strange Land“. Αυτό το τραγούδι ανταγωνίζεται χωρίς αμφιβολία το “Wasted Years” για τον τίτλο του καλύτερου τραγουδιού του άλμπουμ. Γράφτηκε από τον Smith μετά από μια συζήτηση με έναν εξερευνητή της Αρκτικής. Εκείνος είχε ανακαλύψει ένα πτώμα θαμμένο σε πάγο, το οποίο είχε διατηρηθεί εκεί για χρόνια. Έτσι, πλησιάζουμε στο τέλος με το “Deja-Vu”, που ξεκινάει με το μελωδικό και μελαγχολικό intro του μπάσου και εξελίσσεται σε ένα τραγούδι με γρήγορο και νευρικό ρυθμό.
Όπως και στο προηγούμενο άλμπουμ, έτσι και εδώ καταλήγουμε σε ένα επικό κομμάτι – το “Alexander the Great“. Περνάει χρονολογικά ανάμεσα σε ιστορικούς σταθμούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τη Μακεδονία, μέσω της Αλεξάνδρειας και της Αιγύπτου, στην Περσία και τη Βαβυλώνα. Και εδώ, η συμβολή των ήχων synthesizer προσθέτει στην ατμόσφαιρα και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ειδικά στο ορχηστρικό μέρος, που περιλαμβάνει και την εκπληκτική κιθαριστική δουλειά των Dave Murray και Adrian Smith.
Όσο τέλειο και αψεγάδιαστο κι αν είναι το "Somewhere in Time", δεν είναι καν η καλύτερη στιγμή των Iron Maiden
Η περιοδεία “Somewhere In Time” ξεκίνησε με ένα mini-tour 24 ημερών στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αποκορύφωμα έξι συνεχόμενες sold-out συναυλίες στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου. Η περιοδεία σηματοδότησε ένα νέο επίπεδο τόλμης στη σκηνική παραγωγή, με ένα οπτικό υπερθέαμα, εμπνευσμένο από την επιστημονική φαντασία, που εδραίωσε τη φήμη των Maiden ως το καλύτερο heavy metal συγκρότημα στη γη.
Με τον αληθινό τρόπο των Iron Maiden, η περιοδεία περιελάμβανε περίτεχνα θεατρικά στοιχεία, όπως υπερμεγέθη φουσκωτά και εξωφρενικά κοστούμια. Ο Dickinson, ειδικότερα, αγκάλιασε την ευκαιρία να φορέσει παράξενες στολές, δημιουργώντας ανεξίτηλες αναμνήσεις στους οπαδούς, που έγιναν μάρτυρες του θεάματος.
Για πολλούς από αυτούς, το “Somewhere In Time” ήταν το άλμπουμ που τους εισήγαγε στο σαγηνευτικό κόσμο της metal μουσικής. Αν και η ενσωμάτωση των συνθεσάιζερ αρχικά προκάλεσε αντιδράσεις, τελικά άνοιξε την πόρτα σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Η προθυμία των Iron Maiden να πειραματιστούν, διατηρώντας παράλληλα τον πυρήνα της ταυτότητάς τους, έδειξε μια σπάνια δέσμευση για μουσική εξέλιξη.
Όσο τέλειο και αψεγάδιαστο κι αν είναι αυτό το άλμπουμ, δεν είναι καν η καλύτερη στιγμή των Iron Maiden. Είναι απλά μια προετοιμασία για τη “βίβλο” του heavy metal. Για το άλμπουμ που θα άλλαζε όλο τον ήχο του είδους – το “Seventh Son of a Seventh Son“.