Ο Jack Nicholson δεν είναι απλώς ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών. Είναι ένα glitch στο λογισμικό του Χόλιγουντ: μια αντίφαση που δεν εξομαλύνθηκε ποτέ, ένα μπαλαντέρ που καθόρισε τους κανόνες παραβιάζοντάς τους. Η προσπάθεια να αποτυπώσει κανείς την ουσία της καριέρας του μέσω εισπράξεων ή βραβείων θυμίζει απόπειρα να μετρήσεις τους κόκκους μίας αμμουδιάς. Έχει κερδίσει τρία Όσκαρ και έχει υπάρξει υποψήφιος δώδεκα φορές. Το πραγματικό όμως βάρος του μεγαλείου του βρίσκεται στις στιγμές που εντυπώθηκαν στην κινηματογραφική ιστορία και στην αταλάντευτη απόρριψη κάθε κινηματογραφικής νόρμας.
Το μεγαλείο του ξεκινά από τη σύγχυση, όχι από την αίγλη. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του, πιστεύοντας πως ήταν η μητέρα του. Η ιστορία της καταγωγής του Jack Nicholson θυμίζει περισσότερο μύθο παρά βιογραφία. Αυτή η θολή αφετηρία πιθανότατα διαμόρφωσε το εσωτερικό του βάθος, απ’ όπου αντλεί χαρακτήρες αντιφατικούς. Ενσαρκώνει άνδρες ευάλωτους, αλαζόνες, ρομαντικούς, επικίνδυνους, γοητευτικούς και ανισόρροπους.
Οι πρώτες του ταινίες, B-movies και cult γουέστερν, λειτουργούν σαν προσάναμμα για μια μετέπειτα κινηματογραφική έκρηξη. Το “Easy Rider” (1969), όμως, σφράγισε τη στιγμή που ο Nicholson μπήκε δυναμικά στην καρδιά του νέου Χόλιγουντ. Ο Nicholson έμοιαζε με άνθρωπο που δεν θα είχε ποτέ τον πρώτο ρόλο, μα τελικά θα κλέβει κάθε σκηνή. Η κινηματογραφική του παρουσία διαμόρφωσε νέα πρότυπα χωρίς να προσπαθήσει να τα υπηρετήσει.
Ο Jack Nicholson όρισε το Χόλιγουντ των ’70s με ρόλους ωμής έντασης, υπόγειου χιούμορ και απρόβλεπτης δύναμης
Από εκεί και πέρα, ο Nicholson διέσχισε τη δεκαετία του ’70 με ερμηνείες που καθόρισαν το Χόλιγουντ. Στο “Five Easy Pieces“, παρουσίασε τον Bobby Dupea, έναν απογοητευμένο πρώην πιανίστα που αδυνατεί να παραγγείλει τοστ χωρίς υπαρξιακή έκρηξη. Στο “Chinatown“, έγινε ο Jake Gittes, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ με σπασμένη ηθική πυξίδα, σύμβολο της φθοράς πίσω από το αμερικανικό όνειρο. Αργότερα ήρθε το “One Flew Over the Cuckoo’s Nest“, όπου ο R.P. McMurphy μετατράπηκε σε πολιτιστικό είδωλο.

Η ερμηνευτική του προσέγγιση ήταν ωμή και άμεση. Ο Jack Nicholson φρόντιζε κάθε ρόλος να κουβαλάει κάτι προσωπικό. Αντί να μεταμορφώνεται, έβγαζε στην επιφάνεια πτυχές του εαυτού του που ταίριαζαν με τον χαρακτήρα. Οι σκηνές του είχαν βάρος γιατί γεννιούνταν από κάτι αληθινό. Στο “The Shining“, η μανία ξεχειλίζει χωρίς εξηγήσεις. Στο “A Few Good Men“, η ένταση κρατάει χωρίς υπερβολές. Η παρουσία του είχε δύναμη. Ήταν σαν να κουβαλούσε έναν κίνδυνο που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.
Κι όμως, πίσω από την απειλή, υπάρχει χιούμορ. Ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του, ο Nicholson δεν χάνει ποτέ το πνεύμα του. Ως Joker στο “Batman” του Tim Burton, παρουσίασε έναν κακοποιό γοητευτικά γκροτέσκο, ικανό να συνδυάζει φόβο και γελοιότητα. Οι μεταγενέστερες εκδοχές του χαρακτήρα, όσο εντυπωσιακές κι αν υπήρξαν, δεν μπόρεσαν να τον απομακρύνουν από τη μνήμη του θεατή.
Μεταμόρφωνε κάθε ρόλο σε προσωπική κατάθεση και κάθε του κίνηση σε μάθημα ερμηνευτικής αυτοκυριαρχίας
Η γκάμα του Nicholson δεν είναι μόνο κάθετη — από τον τρόμο στο δράμα, στο ρομάντζο και στη μαύρη κωμωδία. Είναι και εσωτερική. Μπορεί να αλλάξει ταχύτητα μέσα σε μια σκηνή, ακόμη και σε μία ατάκα. Στο “As Good As It Gets“, υποδύεται τον Melvin Udall, έναν μισάνθρωπο συγγραφέα με πικρία που καλύπτει μια βαθιά μοναξιά. Ο ρόλος αυτός του χάρισε το τρίτο του Όσκαρ. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν πως απέδειξε ότι μπορεί να αποδώσει ακόμη και τον πιο σκληρό χαρακτήρα ως ανθρώπινο. Όχι φιλικό ή εύκολο, αλλά αληθινά και πλήρως ανθρώπινο.

Και ας μην παραλείψουμε την εικόνα του εκτός οθόνης. Ο Jack Nicholson καλλιέργησε μια δημόσια παρουσία που έγινε σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της καριέρας του. Φορούσε γυαλιά ηλίου σε εσωτερικούς χώρους. Εμφανιζόταν τακτικά στις πρώτες σειρές των αγώνων των Lakers. Φλέρταρε μπροστά στις κάμερες. Συνδύαζε την προσωπικότητα με την περσόνα, κάνοντας δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το πού τελειώνει ο ηθοποιός και πού αρχίζει το δημόσιο πρόσωπο. Συχνά έδινε την εντύπωση ότι μετέφερε την ενέργεια των ρόλων του και στην καθημερινότητά του.
Ωστόσο, πίσω από τον θρύλο και τη φήμη, ο Nicholson παρέμενε επαγγελματίας. Οι σκηνοθέτες, από τον Milos Forman μέχρι τον Martin Scorsese, γνώριζαν τι να περιμένουν: έναν ηθοποιό που μπορούσε να κυριαρχήσει στην οθόνη, με ή χωρίς λόγια. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, απέφευγε τις ιδιοτροπίες πριν από τα γυρίσματα. Δεν φώναζε. Δεν ζητούσε σιωπή. Έφτανε στο σετ, έμπαινε στον ρόλο και ενεργοποιούσε τη λάμψη του με απόλυτο έλεγχο.
Ενσάρκωσε ανθρώπους στα όρια και απέδειξε πως η σιωπή μπορεί να έχει το ίδιο βάρος με μια έκρηξη
Η δουλειά του στον “The Passenger” παραμένει ίσως το καλύτερα κρυμμένο μυστικό της φιλμογραφίας του. Πρόκειται για μια ήσυχη, υπαρξιακή παράκαμψη από τη συνηθισμένη του επιβλητικότητα. Αποδεικνύει ότι κατανοούσε τη δύναμη της ηρεμίας όσο και την ένταση της τρέλας. Στη συνέχεια, ήρθε το “About Schmidt“, όπου εμφανίζεται απογυμνωμένος από κάθε κινηματογραφική πανοπλία. Παρουσιάζει μια ερμηνεία γεμάτη σιωπηλή ένταση. Χωρίς μορφασμούς, χωρίς υπερβολές. Μόνο ένας άνθρωπος που στέκεται απέναντι στον χρόνο.

Αυτό που καθορίζει το βάθος του Nicholson δεν είναι οι ρόλοι ηρώων ή κακοποιών. Είναι το ότι ενσάρκωσε ανθρώπους στα όρια. Της λογικής, της κοινωνίας, της λύτρωσης. Ειδικεύτηκε σε χαρακτήρες όπου τα ελαττώματα δεν λειτουργούν ως ιδιοτροπίες. Αντίθετα, εμφανίζονται ως υπαρξιακές ρωγμές. Δεν επιδίωξε ποτέ να αποσπάσει συγχώρεση από το κοινό. Το μόνο που ζητούσε ήταν να παρατηρούμε προσεκτικά.
Ο Jack Nicholson δεν συμμετείχε απλώς σε μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Διαμόρφωσε εκ νέου την έννοια του πρωταγωνιστή. Αποτέλεσε το αρχέτυπο του αντι-αρχέτυπου. Και μέσα σε μια βιομηχανία που κυνηγά διαρκώς τη μεταμόρφωση, απέδειξε πως η πιο επικίνδυνη και μαγνητική μορφή ερμηνείας είναι να παραμένεις πλήρως, αδιαπραγμάτευτα, ο εαυτός σου. Αυτό δεν αποτελεί απλώς επίτευγμα. Είναι κληρονομιά.