Το Midnight Express προβάλει το “Escape To Victory” στο Ατλαντίς, την Παρασκευή 1 Δεκέμβρη 2023.
Το ποδόσφαιρο από μόνο του είναι ένα κινηματογραφικό άθλημα. Ένα πραγματικά καλό ματς δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή. Τι γίνεται, όμως, όταν μαζί με το ποδόσφαιρο και το σινεμά μπουν και άλλες συνιστώσες; Μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του ποδοσφαίρου της εποχής αλλά και του κινηματογράφου και ένα ιστορικό πλαίσιο που κουβαλάει μεγάλη βαρύτητα; Την απάντηση δίνει το 1981 ο John Huston με το έπος Escape From Victory.
Στην πραγματικότητα ο Huston δεν πρωτοτυπεί από πλευράς υλικού. Διασκευάζει την ταινία του Μεγάλου της Ουγγαρίας Zoltan Fabri, Two Half Times in Hell το οποίο κυκλοφόρησε το 1961. Και οι δύο ταινίες βασίζονται σε ένα γεγονός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ματς μεταξύ της ναζιστικής ομάδας ποδοσφαίρου με παίκτες της Δυναμό και Λοκομοτίφ Κιέβου. Ο μύθος θέλει μέλη της ομάδας να εκτελούνται μετά την παραβίαση του όρου περί στημένης ήττας για τα γενέθλια του Χίτλερ. Κάποιοι έχουν σπεύσει να τον διαψεύσουν ως ιστορικά ανακριβή. Η απάντηση σε αυτό είναι «Δε μας νοιάζει, για τους ναζί μιλάμε, κάθε ιστορία που τους θέλει να ταπεινώνονται από τους κατεκτημένους καλή είναι». Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Το ’81 εν μέσω της κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου ήταν βέβαια ολίγον τι τζιζ θέμα να ακουμπήσεις την αντίσταση του Ανατολικού Μπλοκ απέναντι στους ναζί. Περίτεχνα, ωστόσο, ο Huston βρίσκει λύσεις και, ενώ φαινομενικά βάζει νερό στο κρασί του, σημειολογικά χτίζει ένα έπος σοβιετικού σχεδόν μεγέθους. Απλά αντί για ρώσικα μιλά αγγλικά.
Μια ομάδα φυλακισμένων Συμμάχων καλείται να παίξει σε ένα ματς ποδοσφαίρου. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ικανότατοι στο άθλημα και σίγουρα θα είναι μια πρόκληση η αναμέτρηση μαζί τους. Αυτός ο αγώνας, ταυτόχρονα, θα αποτελέσει και ένα καλό προσωπείο για την απόδρασή τους. Όταν, όμως, καταλαβαίνουν ότι καλούνται να παίξουν σε στημένο αγώνα, με την πλάστιγγα να γέρνει εναντίον τους, τότε τα πράγματα περιπλέκονται.
Οι ταινίες απόδρασης ανέκαθεν αποτελούσαν ιδανικό πεδίο για να αναμειχθεί το σασπένς με άλλα θέματα. Από τη Μεγάλη Χίμαιρα του Jean Renoir μέχρι το The Great Escape και το Midnight Express –είδατε τι έκανα εκεί;-, οι φυλακές και η αναζήτηση της ελευθερίας έχουν γίνει καμβάς για διαφορετικές αφηγήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, το θέμα είναι ξεκάθαρο: η εξύμνηση του αγώνα κατά του φασισμού με όρους υπερθεάματος.
Ενώ ο Fabri με την ταινία του χτίζει μια αφήγηση με πλούσιο κινηματογραφικό λεξιλόγιο, ο Huston στοχεύει αλλού. Στη χρήση βασικών «λέξεων» που θα δώσουν επακριβώς τα αισθήματα στα οποία στοχεύει. Που θα χτίσουν ένα ανθεμικό συναίσθημα και θα κρατήσουν το θεατή στην άκρη της θέσης του. Και εν τέλει θα μιλήσουν για τη συναδέλφωση των λαών με σκοπό την πάταξη του φασισμού.
Αξιοποιεί κάθε δυνατό μέσο ξεκινώντας από το πληθωρικό καστ. Οι Sylvester Stallone, Michael Caine και Max Von Sydow είναι κτήνη του σελιλόιντ, δε χωρά αμφισβήτηση. Πλάι σε αυτούς, όμως, φιγουράρουν ονόματα όπως του Pele, του Bobby Moore, του Osvaldo Ardiles και του Paul Van Himst. Ανθρώπων που δεν έπαιζαν σε ταινίες αλλά αποθεώνονταν σα σταρ του κινηματογράφου από τους φιλάθλους. Η σύμμειξη αυτών των δύο κόσμων μπορεί να οδηγήσει στην επιτυχία ή τη συντριβή.
Με τον Huston ως coach, όμως, η συντριβή δε θα συμβεί. Γιατί πέραν του υποδειγματικού ρυθμού της ταινίας στην ίδια την απόδραση, χτίζει ένα πολεμικό υπερθέαμα εντός κι εκτός ενός γηπέδου. Δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα ως αθλητικό δρώμενο, αλλά ως πεδίο μάχης. Κάθε βολή θα μπορούσε να προέρχεται από όπλο, κάθε απόκρουση από ανακούφιση ανάλογη της αποφυγής βλήματος. Και κάθε πανηγυρισμός ως επευφημία μετά τη μάχη. Και έτσι ακριβώς χτίζει μια σύγκρουση στην οποία η ένταση μεταφράζεται σε βλέμματα, λαχανιάσματα, ιδρώτα και στρατηγική που καταλήγει σε πόδια που κλωτσούν μια μπάλα.
Για να γίνει και η «σοβιετική» επέμβαση που προαναφέρθηκε, ωστόσο, επιστρατεύει και τον αφηγηματικό χαρακτήρα της μουσικής. Ο σπουδαίος Bill Conti χτίζει ένα soundtrack το οποίο οφείλει πολλά στον Dmitri Shostakovich και τη Συμφωνία του Λένινγκραντ. Έτσι, κάθε νότα δεν ακούγεται απλά σαν υπερτονισμός μια δοξαστικής κατάστασης. Αντιθέτως μετατρέπεται σε έναν ένδοξο παιάνα ενός υπεράνθρωπου κατορθώματος. Της αντίστασης της ζωής απέναντι στο θάνατο και της δόξας που προέρχεται από τον αγώνα ενάντια στον απάνθρωπο κατακτητή.
Δε χρειάζονται παραπάνω λόγια για να πειστεί κάποιος πως εδώ μιλάμε για σπουδαίο κινηματογράφο. Το μόνο που μπορεί να ολοκληρώσει το νόημα αυτού του κειμένου είναι αυτό το συναίσθημα θάρρους που θα σας κατακλύσει με τους τίτλους τέλους. Και δεν υπάρχει καμία καλύτερη ευκαιρία από το να το αισθανθείτε σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της συμμορίας του Midnight Express στην Ατλαντίδα.