Οι Νύχτες Πρεμιέρας 2023 σε συνεργασία με το Midnight Express προβάλουν το “Predator” στο Ideal, την Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023, μισή ώρα μετά τα μεσάνυκτα (σ.σ. ξημερώματα Σαββάτ 23/12).
“There’s something out there waiting for us. And it ain’t no man”. Το καλοκαίρι του 1987, οι θεατές θα έβλεπαν μια ταινία από εκείνες που, χωρίς να το ξέρουν τότε, θα άφηνε ένα μεγάλο αποτύπωμα στην ποπ κουλτούρα και το σινεμά δράσης. Το Predator (ή ο Κυνηγός, αν προτιμάτε) του John McTiernan έχει γεράσει σαν το παλιό, καλό κρασί. Κι όμως, η αρχή δεν ήταν έτσι για την πιθανότατα καλύτερη ταινία δράσης του 20ου αιώνα. Αν όχι πρώτη (στη δική μου λίστα είναι σίγουρα πρώτη), είναι σχεδόν αδύνατο να μη τη δεις σε λίστες με τις καλύτερες περιπέτειες όλων των εποχών.
Χωρίς ίχνος ρομαντικοποίησης, τα γυρίσματα του Predator πρέπει να διδάσκονται ως τι να κάνεις ή και να μην κάνεις όταν γυρνάς μια ταινία. Προφανώς ένα φιλμ που πραγματεύεται την αποστολή μιας μισθοφορικής ομάδας υπερκομάντο στη ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής, όπου και θα πέσει πάνω σε έναν τερατόμορφο κι αόρατο εχθρό θα καθοριστεί από το κόστος της παραγωγής. Η ποιότητα (ή όχι) του φιλμ κρίνεται από τα καλλιτεχνικά ρίσκα, τους ανθρώπους στις σωστές θέσεις και κυρίως τη χρηματική κάλυψη αυτών των αναγκών. Μερικά χρόνια πριν τον Κυνηγό, υπήρχε ένα μικρό b-movie ονόματι Without Warning με τους Jack Palance, Jack Lemmon.
Η υπόθεση αρκετά παρόμοια με του Predator, όμως με πολύ πιο φτηνιάρικο αποτέλεσμα. Τον εξωγήινο της ταινίας του 1980 υποδύθηκε ο Kevin Peter Hall. Ο Hall, ύψους 2.18, επρόκειτο να ξεκινήσει μια σύντομη, αλλά ενδιαφέρουσα καριέρα παίζοντας τον “τύπο στη στολή”. Και αυτό θα έκανε μερικά χρόνια αργότερα στο Predator. Είναι πασιφανές ωστόσο, ότι δεν ήταν απλά ένας κασκαντέρ ντυμένος τέρας, αλλά έδινε ερμηνεία με χορευτική κινησεολογία στο θεόρατο εξωγήινο πλάσμα, του έδινε προσωπικότητα και χαρακτήρα. Ούτε κι εδώ η αρχή ήταν έτσι για το φιλμ, μιας που το ρόλο του τέρατος αρχικά είχε ένας άλλος ηθοποιός, ένας που ξέρουμε πολύ, μα πολύ καλά. Ο Jean Claude Van Damme. Και το ντιζάιν του τέρατος ήταν επίσης πολύ διαφορετικό, αρκετά πιο αδιάφορο.
Όλα αυτά άλλαξαν εν μέρει λόγω της συμπεριφοράς του Van Damme στο πλατό, που άγγιζε τα όρια της βεντέτας, σύμφωνα με τις τότε μαρτυρίες, αλλά κι επειδή η όψη του εξωγήινου έγινε δεκτή με μεγάλη ανησυχία και τρόμο (όχι τον επιθυμητό) από το σκηνοθέτη. Εδώ μπήκε ένα στοπ στα γυρίσματα, γεγονός που φούσκωσε αρκετά το μπάτζετ από τη μία, αλλά από την άλλη, έδωσε την ευκαιρία στον πρωταγωνιστή Arnold Schwarzenegger να φωνάξει έναν παλιό του φίλο για να βοηθήσει στο σχεδιασμό του τέρατος. Κι εγένετο, Stan Winston. Ο ιδιοφυής δημιουργός του Εξολοθρευτή, της βασίλισσας των Άλιεν, τώρα θα γινόταν ο μπαμπάς του Κυνηγού. Ο ραστοφόρος πολεμιστής με τις δαγκάνες, ένας αξέχαστος “ugly motherfucker” παγιώθηκε από την πρώτη στιγμή στο ασυνείδητο της ποπ κουλτούρας. Και εξύψωσε μια ταινία από χλιαρό b-movie σε μια αξιόπιστη και αδιανόητα εθιστική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας.
Αρκούσε μόνο η συνεισφορά του Winston γι’ αυτό; Σαφώς και όχι, άλλωστε η κινηματογραφική διαδικασία είναι αρκούντως πολύπλοκη από την αρχή μέχρι το τέλος. Το σενάριο, η αρχική ιδέα, των αδελφών Jim και John Thomas, ένα σφιχτοδεμένο κείμενο, με ατάκες απ’ άκρη σ’ άκρη. Είναι σχεδόν κρίμα που οι περισσότεροι θυμούνται την ατάκα “Get to the Choppa”, ειπωμένη με το χαρακτηριστικό ύφος του Σβαρτσενέγκερ, όταν στην ίδια ταινία υπάρχουν ατάκες όπως: “I ain’t got time to bleed, CIA got you pushing too many pencils, Son of a bitch is dug in like an Alabama tick, You think you couldn’t found something bigger?” και η λίστα είναι ατελείωτη.
Το φεστιβάλ τεστοστερόνης, επιτελεί στο έπακρο το σκοπό του. Να χτίσει μια δεμένη ομάδα, γεμάτη αυτοπεποίθηση, έμπειρη και ικανή να αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο. Όλα αυτά, μέχρι περίπου τη μέση της ταινίας όπου και ο ΜακΤίρναν γυρίζει τούμπα τόσο την ατμόσφαιρα, όσο και το ύφος του φιλμ. Ο Κυνηγός αποτελεί πρακτικά τρεις ταινίες σε μία. Ξεκινάει ως τυπική και σκοπίμως χαζοπεριπέτεια των 80ς για να περάσει σε ταινία τρόμου και στην τρίτη πράξη να κλείσει ως θρίλερ. Όλο αυτό πασπαλισμένο με μια διακριτική ατμόσφαιρα επιστημονικής φαντασίας.
Το 1986, ο Τζον ΜακΤίρναν σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, Nomads, μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού με πρωταγωνιστή τον Πιρς Μπρόσναν. H σφιχτή θριλερική ατμόσφαιρα του Nomads θα ήταν ιδανική για το πρότζεκτ που σκεφτόταν ο Σβαρτσενέγκερ, το Predator. Και είχε απόλυτο δίκιο. Ο ΜακΤίρναν κάνει ένα σωρό από φανταστικές κινηματογραφικές επιλογές στον Κυνηγό, με πρώτη και καλύτερη το να γυρίσει το φιλμ σε φυσική τοποθεσία, στις ζούγκλες του Μεξικό.
Η ζούγκλα, δυσκόλεψε την παραγωγή, αλλά πρακτικά αποτελεί έναν ακόμα χαρακτήρα του φιλμ, δίνοντας μια απόκοσμη και σχεδόν απόλυτα ρεαλιστική ματιά στην ταινία. Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι αυτό που βλέπεις έχει γίνει στην πραγματικότητα και αυτό πιστώνεται ξεκάθαρα στη δουλειά του ΜακΤίρναν. Ενώ παράλληλα, κρατάει με χαρακτηριστική άνεση τη μπαγκέτα του μαέστρου στο ζήτημα του ρυθμού του φιλμ. Καταιγιστικό από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν έχει ίχνος κοιλιάς, ενώ βλέπεται και ξαναβλέπεται με χαρακτηριστική ευκολία, όσο λίγα φιλμ.
Όλα γίνονται γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά, οι χαρακτήρες, πελώριοι και με περίσσιο μπραβάντο τσαλακώνονται μπροστά στην αόρατη απειλή του Κυνηγού, η μαγκιά φεύγει και τη θέση του παίρνει ο τρόμος. Δεν είναι λίγοι που έχουν τραβήξει παραλλήλους ανάμεσα στο Predator και την εμπειρία των Αμερικανών στο Βιετνάμ. Κι αν το δεις υπ’ αυτό το πρίσμα, τότε ίσως να μιλάμε για την καλύτερη ταινία για το Βιετνάμ που δεν ασχολείται με το Βιετνάμ. Διότι, κακά τα ψέματα, οι ταινίες δράσης της δεκαετίας του ‘80 είναι ένα ξεκάθαρο απότοκο της ήττας και του στραπατσαρίσματος του κύρους των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία.
Ο βετεράνος Ράμπο μεταλλάχθηκε σε πολεμική μηχανή, οι ατσαλάκωτοι μπρατσαράδες γάζωναν κατά ριπάς και το σινεμά της Αμερικής έγινε διαολεμένα διασκεδαστικό, αλλά παράλληλα με ξεκάθαρο στόχο να τονώσει το ηθικό. (Μη ξεχνάμε και το Top Gun που ξανάρθε στην επικαιρότητα με το σίκουελ τώρα). Κι εδώ όμως, ο Κυνηγός κάνει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Παίρνει το κόνσεπτ των “ατσαλάκωτων”, τραβάει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια και τους πετάει στη μηχανή του κιμά. Σινεμά των αντιθέσεων, εξαιρετικά έντονο και εξαιρετικά χορταστικό.
Και τι μονάδα ατσαλάκωτων μάζεψε ο ΜακΤίρναν εδώ: Carl Weathers ως George Dillon στο ρόλο του αχώνευτου παλιού συμπολεμιστή του Dutch Schaefer (o ρόλος του Σβαρτσενέγκερ), Mac (o πάντα υπέροχος Bill Duke), ως ο ιδιόρρυθμος λοχίας που χάνει τα λογικά του κυνηγώντας τον αόρατο εχθρό, ο larger than life Jesse Ventura στο ρόλο του λοχία Blain, ο τύπος που μασάει καπνό και κρατάει το μεγαλύτερο όπλο που έχουμε δει επί της οθόνης, τον ανώδυνο, ένα General Electric XM214 Minigun, που όπως έλεγε και ο ίδιος στα γυρίσματα είναι σα να “πυροβολάς αλυσοπρίονο”.
Ο ίδιος ο Βεντούρα, βετεράνος και Navy Seal στην Καμπότζη, συμμετείχε στην εκπαίδευση, αλλά παράλληλα έδινε και συμβουλές στο υπόλοιπο καστ για το πώς να συμπεριφέρονται σα μονάδα. Από κοντα και η καρδιά του γκρουπ, ο Richard Chaves, στο ρόλο του chicano Poncho, επίσης βετεράνος του Βιετνάμ, που θυμήθηκε αρκετές φορές στα γυρίσματα την εμπειρία του στον πραγματικό πόλεμο.
Προτελευταίος κι από σπόντα, ο Shane Black, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, που πήγε στο Μεξικό για να βοηθήσει λίγο με το σενάριο κι εντέλει βρέθηκε να κάνει τον ασυρματιστή της μονάδας, Hawkins που μπορεί να μην έχει μεγάλο ρόλο, αλλά τα δύο του pussy jokes έχουν μείνει ανεξίτηλα. Και, τελευταίος, η πιο ενδιαφέρουσα ανάμεσα σε πολλές ενδιαφέρουσες φιγούρες, ο Sonny Landham στο ρόλο του ιχνηλάτη Billy, του μόνου που φαίνεται να έχει μυριστεί για τα καλά τον αόρατο εξωγήινο και ίσως αυτός που κάνει το σπουδαιότερο ηρωικό διάβημα όταν βαριέται να τρέχει και στέκεται απέναντι στον εχθρό του με ένα τεράστιο μαχαίρι. Εδώ ο ΜακΤίρναν επενδύει στη φαντασία του θεατή, αφήνοντας το θάνατο του ήρωα εκτός οθόνης με μια μαεστρική εναλλαγή πλάνου. Τέλος, η πάντα εξαιρετική Elpidia Carrillo στο ρόλο της αιχμαλώτου, που εντέλει συντάσσεται με τους κομάντο, προσπαθώντας να επιβιώσει κι αυτή μαζί τους μέχρι το ελικόπτερο.
Η μουσική του Alan Silvestri, επίσης μαεστρικά σφηνωμένη, αγκαλιάζει κι ενισχύει τις σκηνές, με τα τύμπανα ζούγκλας να έχουν μείνει συνώνυμα του χαρακτήρα, ενώ τα έγχορδα να είναι απόλυτα συμβατά με την αγωνιώδη ατμόσφαιρα. Βέβαια, αξέχαστη είναι και η εισαγωγική χρήση του Long Tall Sally στο ελικόπτερο. Γιατί κάθε σωστή αποστολή χρειάζεται λίγο Little Richard. Συγκοινωνούντα δοχεία, τα ηχητικά εφέ, από τα όπλα, μέχρι τους βρυχηθμούς και τα γρυλίσματα του Κυνηγού, πιάνονται με τη σειρά τους χέρι-χέρι με τα οπτικά εφέ, που αν και φανερώνουν την ηλικία τους σε σημεία, παραμένουν πρωτότυπα μέχρι και σήμερα.
Σαν ξεχωριστή ενότητα, η τρίτη πράξη του φιλμ, όπου ο πελώριος Άρνολντ, έχοντας χάσει τ’ αυγά και τα πασχάλια (τη μονάδα του δηλαδή) βρίσκεται αντιμέτωπος ένας προς έναν με τον εξωγήινο δίνει ακόμα μία ανάγνωση. Ο άνθρωπος που πρέπει να επιστρέψει στη ζωώδη του πλευρά, ο άνθρωπος που πρέπει να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του όχι επειδή του δίνονται, αλλά επειδή τα χρειάζεται, ο άνθρωπος που αγωνίζεται κόντρα στη σκιά του (ο εξωγήινος είναι στο μεγαλύτερο κομμάτι του φιλμ αόρατος, με θερμική όραση και χτυπάει κρυμμένος). Κυνηγός και θήραμα γίνονται ένα.
Η ταινία άνοιξε στις αμερικανικές αίθουσες στις 12 Ιουνίου 1987. Περίπου με μπάτζετ 15 εκατομμυρίων, έβγαλε γύρω στα 100 παγκοσμίως. Μία ακόμη από τις επιτυχίες του Άρνολντ, την οποία αρχικά δε συμμερίστηκαν οι κριτικοί. Βρήκαν το φιλμ εξαιρετικά ρηχό, αναγνώρισαν το καλό σασπένς, δεν ενθουσιάστηκαν από την αποκάλυψη του εξωγήινου. Επίσης, μερικοί είδαν μεγάλη ομοιότητα στη θεματική με το Aliens του James Cameron την προηγούμενη χρονιά. Ευτυχώς, ο χρόνος αποφάσισε διαφορετικά και ο Κυνηγός στρογγυλοκάθισε έχοντας τρία σίκουελ -για το Predator 2 είχαμε σβήσει γενέθλια κεράκια εδώ- το Predators του 2010 ήταν ένας συμπαθητικός φόρος τιμής στην πρώτη ταινία, ενώ το τέταρτο The Predator που μάλιστα έγραψε και σκηνοθέτησε ο Shane Black, αποτελεί ένα ξεκάθαρο πισωγύρισμα για το μέλλον των ταινιών. Predator σίγουρα δεν ξαναβγαίνει, αλλά από την άλλη, όταν κρατιέται τόσο καλά, γιατί να ξαναβγεί;