Οι Kansas είναι ένα συγκρότημα που μετρά πέντε πλατινένιους δίσκους. Μάλιστα, αυτοί οι πέντε είναι παραπάνω από τρεις φόρες πλατινένιοι. Επίσης, έχουν ένα single που σε πωλήσεις ξεπέρασε το εκατομμύριο, τριψήφιο αριθμό παρουσιών σε Billboard Charts, sold-out shows σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Τα παραπάνω μαρτυρούν το δυσθεώρητο μέγεθος τους, όμως δεν είναι λίγοι αυτοί εκεί έξω, ανάμεσά τους και εγώ, που όταν ακούμε τον εναρκτήριο στίχο του “Carry On My Wayward Son” το μυαλό μας πάει σε μία μαύρη Impala του ’67. Δηλαδή στο Supernatural.
H φωνή του Steve Walsh βγαίνει κλιμακωτά από τα ηχεία. Ο Dean βάζει τα κλειδιά. Γυρίζει τη μίζα και κοιτά τον μικρό του αδερφό, τον Sammy. Τότε, ξεκινούν να διασχίζουν τους απέραντους δρόμους της Αμερικάνικης επαρχίας για την επόμενη μεταφυσική δοκιμασία που τους περιμένει. Το παραπάνω μοτίβο μάς συνόδευσε για περίπου δεκαπέντε χρόνια.
Σε κάποιους το Supernatural μπορεί να μην άρεσε. Άλλοι να το είδαν περιστασιακά και μερικοί να ήταν φανατικοί μέχρι την πέμπτη του σεζόν. Μπορεί να υπήρξε και μία μικρή μειοψηφία, σαν τον γράφοντα, που το παρακολούθησε κατά πόδας μέχρι την τελευταία του σκηνή.
Σε όποια από τις παραπάνω κατηγορίες και αν ανήκετε, αυτό που κανείς που δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι η τεράστια επιρροή του Supernatural στην ποπ κουλτούρα των ‘00s. Σίγουρα βγήκαν καλύτερες σειρές από αυτήν (Breaking Bad λ.χ.), αρκετές ακριβότερες (για παράδειγμα το GOT), με καλύτερο σενάριο (Prison Break) και ναι, δεν αργεί κανείς να διαπιστώσει ότι το Supernatural σε καμία κατηγορία δε διεκδικεί τα πρωτεία. Ούτε η ιδέα η σύλληψης του διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Μπορώ σίγουρα να φέρω στο μυαλό μου πάνω από πέντε σειρές στις οποίες πάτησε.
Ίσως, έχει όμως πραγματικά καμία ιδιαίτερη σημασία; Όταν είδαμε για πρώτη φορά γυναίκες να παίρνουν φωτιά κολλημένες σε ταβάνια, κάποιοι δεν είχαν τελειώσει ούτε σχολείο και όταν τα δύο αδέρφια κοίταξαν για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα, είχαν οι ίδιοι παιδιά στις τελευταίες τάξεις του.
Δεκαπέντε χρόνια στεκόμασταν στους δέκτες μας και περιμέναμε να δούμε τον Dean να κάνει τον badass γόη. Τον Sam να παλεύει να φέρει σε ισορροπία τις πολλές συνιστώσες που υπήρχαν μέσα του. Ζήσαμε τον Cas να μας cringe-άρει με κάποιον νέο τρόπο κάθε φορά και φυσικά, όλους τους υπόλοιπους καλοδουλεμένους χαρακτήρες της σειράς να παρέμβουν με κάποιον τρόπο.
Αυτό που έκανε τη συγκεκριμένη σειρά να αποκτήσει τέτοιο φανατικό κοινό ήταν οι χαρακτήρες της και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Αλήθεια, μεταξύ μας, εμείς οι φανατικοί, θυμάστε μετά την πέμπτη σεζόν να είμαστε σε αγωνία για την πλοκή ή για το πώς θα βρει το τέλος του κάθε main plot τους χαρακτήρες μας. Δεθήκαμε με κάποια τρομερή ιδέα, έναν φυλακισμένο ας πούμε με τατουάζ σε όλο του σώμα τα σχέδια μίας φυλακής; Σας εντυπωσίασε καμία τρομερή πλεκτάνη για εξουσία ή μήπως θαυμάσατε τις νοσηρές πρακτικές του πρωταγωνιστή για κάποιο γενικότερο καλό – όπως και αν οριζόταν αυτό.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει, όμως το Supernatural ήταν η πιο ζεστή σειρά που έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Μπορεί η κύρια ιδέα της να μην είχε καμία επαφή με την πραγματικότητα, όμως οι αντιδράσεις των χαρακτήρων ήταν πέρα για πέρα πραγματικές. Και τα είχε όλα, υπέροχα γραμμένους «καλούς» & «κακούς», έξυπνες κωμικές αντιθέσεις (αυτή η τσιρίδα του Dean όταν είδε τη γάτα), έντονα φορτισμένες συναισθηματικές σκηνές και φιλοσοφικά ερωτήματα που έχουμε θέσει όλοι στους εαυτούς μας.
Ναι, οι ερμηνείες ήταν καλές – πολύ καλές ορισμένες – όμως όλα τα εύσημα πρέπει να στον Eric Kripke, ο οποίος για 327 επεισόδια και δεκαπέντε seasons κατάφερε να αναπτύσσει συνεχώς τους χαρακτήρες του, να τους «βγάζει» σε σωστό timing και να τους αντικαθιστά με άλλους εξίσου ενδιαφέροντες. Βέβαια, όλα του ήταν εύκολα γιατί είχε ισχυρότατη θεμέλια λίθο, τα αδέρφια Winchester.