Τέσσερις δίσκους. Τόσους χρειάστηκαν οι Xmal Deutschland προκειμένου να αφήσουν ένα παντοτινό σημάδι στον παγκόσμιο σκοτεινό ήχο. Σε μια περίοδο που ο γοτθικός ήχος αρχίζει να οριοθετείται και ταυτόχρονα να πειραματίζεται, σε μια Γερμανία διχασμένη, με τις krautrock ψυχεδελικές εξερευνήσεις να αρχίζουν σταδιακά να δίνουν τη θέση τους στο ακμάζον punk, ήταν θέμα χρόνου να ξεπηδήσει κάτι τόσο αμιγώς νυκτόβιο όπως το συγκεκριμένο σχήμα.
Αρχικά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από αυτό που θα ακολουθούσε. Η τραγουδίστρια Anja Huwe μαζί με την κιθαρίστρια Manuela Rickers, την μπασίστρια Rita Simonsen, την κιμπορντίστρια Fiona Sangster και την ντράμερ Caro May θέλησαν να χτίσουν κάτι το οποίο θα ανέτρεπε τα στερεότυπα περί της γυναικείας εικόνας στη μουσική βιομηχανία της εποχής. Μια post-punk μπάντα επιθετική, σκοτεινή, που θα κοιτάει στα μάτια τη σπουδαία Siouxsie Sioux αλλά θα προσδίδει και τα δικά της στοιχεία. Το single “Schwarze Welt” κυκλοφορεί το 1981 και δείχνει μια άκρως ενδιαφέρουσα απόπειρα συνδυασμού όλων των προσωπείων της εναλλακτικής πανκ. Σχεδόν πρωτόγονο, άτεχνο, ωμό και πεσιμιστικό. Ό, τι μπορεί να ζητήσει κανείς ως πρώτο δείγμα γραφής.
Η Simonsen αποχωρεί από το συγκρότημα και τη θέση της καλύπτει ο Wolfgang Ellerbrock με τον οποίο η μπάντα θα ηχογραφήσει το πρώτο underground hit της. Το “Incubus Succubus” συνοψίζει όλη τη βασική ηχητική συνταγή των Xmal Deutschland. Οι μηχανικές κιθάρες, τα μονότονα ντραμς, η μαινόμενη Anja Huwe, όλα όσα μετά θα λατρευτούν είναι παρόντα. Η Caro May αντικαθίσταται από την Manuela Zwingmann και είναι έτοιμοι να πάνε στο επόμενο επίπεδο. Τους λείπει όμως η αναγνώριση, η οποία θα έρθει μετά από τη βρετανική τουρνέ τους ως support στους υπεράνω κριτικής Cocteau Twins. Το συμβόλαιο με τη 4AD γίνεται μονόδρομος και η κυκλοφορία του ντεμπούτου δρομολογείται.

Το “Fetisch” του 1983 από τον τίτλο και το εξώφυλλο μέχρι το tracklist και την τελευταία νότα που ακούγεται σε αυτό είναι ένα μινιμαλιστικό, χορευτικό αλλά κατασκότεινο αριστούργημα. Ένα αριστούργημα που έκανε ακόμα και ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν γρι γερμανικά χρόνια πριν τους Rammstein να δώσουν προσοχή και να τους αγαπήσουν. Το εισαγωγικό “Qual“, οι φωνές-κελεύσματα του “Danthem“, το αποπνικτικό “Hand In Hand“, το «δρακουλιάρικο» “In Der Nacht“. Ένας δίσκος που ακόμα και σήμερα έχει γραφτεί για να γεμίζει dancefloors.
Η Zwingmann αποχωρεί από το συγκρότημα και δίνει τη θέση της στον Peter Bellendir ο οποίος θα μείνει στο σχήμα για δύο δίσκους. Πώς, όμως, ακολουθείς ένα δίσκο σαν το “Fetisch”; Με το καθοριστικό αριστούργημα της πορείας τους, το “Tocsin“, ένα δίσκο παγωμένο, πιο σύνθετο, ευέλικτο σε διαθέσεις και ατμόσφαιρες και 150% πιο χορευτικό.
Τα γνωστότερα και χαρακτηριστικότερα κομμάτια αυτού που σκεφτόμαστε όταν μας έρχεται στο μυαλό το όνομα των Xmal Deutschland είναι εδώ. Το Bauhausικό παγωμένο φως του “Mondlicht“, την ξεκούρδιστη ντίσκο του “Reigen“, το ΕΠΟΣ “Augen-blick“, τον πανέμορφο ίλιγγο του “Nachtschatten“. Ένα προς ένα τα κομμάτια δείχνουν ότι οι Xmal Deutschland δεν είναι απλά άλλη μια μπάντα που παίζει σε γνώριμα και ασφαλή μονοπάτια. Αντιθέτως πειραματίζεται. Με ταχύτητες, με ατμόσφαιρες, με συναισθήματα και διαθέσεις. Και μέσα από αυτές τις συνθήκες κυκλοφορεί ένα από τα αιώνια αριστουργήματα του είδους που πρεσβεύει.
Τώρα όμως έρχεται η πιο περίεργη ερώτηση που θα μπορούσε να γίνει. Οκ, οι Xmal αποχωρούν από την 4AD και ιδρύουν τη δική τους εταιρεία, την X-ile σε συνεργασία με την Phonograph. Πώς γίνεται, όμως, να βγάζουν το πιο 4AD εξώφυλλό τους, αυτό του “Viva” αφού φύγουν από αυτή; Και πώς είναι δυνατόν ηχητικά να ακούγεται και ως ο πιο 4AD δίσκος της καριέρας τους μέχρι τότε; Από τη μια σίγουρα ευθύνεται η ανάμειξη του Hugh Cornwell των Stranglers στην ηχογράφηση. Αλλά από την άλλη μήπως είναι και ένα ανοιχτό κωλοδάχτυλο; Αναπάντητες ερωτήσεις.

Το “Viva” ακούγεται ως ένα φωτεινό διάλειμμα, με την μπάντα να ασπάζεται πιο new wave ήχους για να εκφράσει τη μελαγχολία της. Ναι, το σκοτάδι θα εξακολουθήσει να είναι παρόν, αλλά ντύνεται και με πιο φλοράλ χρωματισμούς. Μπορεί βέβαια να μην υπάρχει η ίδια αμεσότητα με πριν, αλλά εξακολουθεί να φέρει τη σφραγίδα ενός συγκροτήματος που εξελίσσεται. Και καθόλου τυχαία, το fan favorite “Polarlicht” βρίσκεται στα αυλάκια του δίσκου.
Μετά την κυκλοφορία του δίσκου οι αποχωρήσεις των Rickers, Sangster και Bellendir αφήνουν την Huwe με τον Ellerbrock ως τα μόνα μέλη της μπάντας. Είναι πλέον θέμα χρόνου να παρθεί μια απόφαση και να οδηγηθούν προς τη σταδιακή λήξη της πορείας τους. Πρώτα όμως θα κυκλοφορήσουν ένα δίσκο ως επικήδειο. Και μεταξύ μας, το “Devils” του 1989 μόνο ως μια πολύχρωμη κηδεία μπορεί να ακουστεί για ένα συγκρότημα που η γέννησή του ήταν μαύρη κι άραχνη.
Ανάλογα ποιόν θα ρωτήσετε μπορεί να αποφανθεί πως το “Devils” είναι ένας πολύ καλός ποπ δίσκος ή ένα αδιάφορο new wave άκουσμα. Εγώ οφείλω να παραδεχτώ πως ακόμα τσινάω στο να τον ακούσω και να αισθανθώ κάτι. Μου πήρε καιρό να συνηθίσω και να «καταλάβω» το “Viva” αλλά ακόμα συναντάω τοίχο εδώ. Όπως και οι ίδιοι που μετά από αυτό απομακρύνθηκαν από τα δρώμενα και η Huwe παράτησε τη μουσική εξολοκλήρου.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι σημαντικότατη μια εμφάνιση της Anja Huwe στα ελληνικά εδάφη; Γιατί δεν είναι μόνο η ιστορική σημασία των Xmal Deutschland αυτή που υπογραμμίζει τη σημασία της, αλλά και το ότι είναι μια περίπτωση που ούτε εμείς, ούτε ο διοργανωτής, ούτε κανένας δε θα μπορούσε να λογαριάζει. Ένα ραντεβού με την ιστορία.