New Order: Blue Monday | Όταν ο Morricone συνάντησε το synth pop
Εξαρχής οι New Order δεν ήταν σαν τα άλλα συγκροτήματα. Τρία από τα μέλη του συγκροτήματος, ο κιθαρίστας Bernard Sumner, ο μπασίστας Peter Hook και ο drummer Stephen Morris είχαν ξεκινήσει τη μουσική τους πορεία από τους Joy Division. Στην απίθανη περίπτωση που κάποιος δεν ξέρει για ποιο σχήμα μιλάμε, ας επεκταθούμε λίγο. Οι JD ήταν ένα post-punk από το Μάντσεστερ, του οποίου τραγουδιστής ήταν ο αλησμόνητος Ian Curtis. Ο Ian έδωσε τέλος στη ζωή του στις 18 Μαΐου του 1980 και χρειάστηκαν τρία χρόνια για την τριάδα προκειμένου να βγει από τη σκία του. Αυτό συνέβη στις 7 Μαρτίου, όταν οι New Order κυκλοφόρησαν το 12″ single με τις μέχρι τότε μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών, το “Blue Monday”.
Μετά τον θάνατο του Curtis, τα εναπομείναντα μέλη των Joy Division αποφάσισαν να συνεχίσουν. Ο Sumner ανέλαβε τα φωνητικά και στα πλήκτρα προστέθηκε ο Gillian Gilbert. Οι πρόσφατα μετονομασμένοι New Order κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, “Movement” το 1981. Η μεγάλη διαφορά με τους Joy Division ήταν ότι σταδιακά άρχισαν να στηρίζονται όλο και περισσότερο σε ηλεκτρονικά στοιχεία. Κάτι το οποίο δεν μας κάνει εντυπώση, καθώς ο Curtis ήταν μεγάλος fan των Kraftwerk.
Οι πρώτες περιοδείες των New Order τους έφεραν στη Νέα Υόρκη, όπου γνώρισαν την τοπική νυχτερινή ζωή και ήρθαν σε επαφή με την αιχμή της χορευτικής μουσικής. Τα κλαμπ του Μανχάταν δονούνταν υπό τους ήχους της post-disco, electro και του hip-hop. Αυτοί οι νέοι ζωντανοί ήχοι άρχισαν να επηρεάζουν τη σύνθεση των τραγουδιών των New Order. Για καλή τους τύχη, το συγκρότημα είχε πρόσβαση σε ένα σωρό νέο εξοπλισμό που θα τους βοηθούσε να πραγματοποιήσουν τα ηλεκτρονικά τους όνειρα.
Δύο κομμάτια εξοπλισμού ήταν αυτά που βοήθησαν στη δημιουργία του “Blue Monday”, το drum machine Oberheim DMX και το sequencer Powertran 1024 Composer. Το Powertan ήταν μία συσκευή που αναπαρήγαγε μουσικές νότες που εισήγαγε ο χρήστης. Ο Sumner κατασκεύασε μόνος του το sequencer και έπρεπε να το προγραμματιστεί με δυαδικό κώδικα. Να θυμίσουμε ότι βρίσκομαστε στα ‘80s και τα τεχνολογικά ήταν σαφώς υποδεέστερα από ό,τι σήμερα. Έτσι, ο Summer στην αρχή δεν είχε κανένα τρόπο να το συγχρονιστεί με το drum machine. Ευτυχώς, ο παραγωγός των New Order, Martin Hannett, σύστησε το συγκρότημα σε έναν επιστήμονα ονόματι Martin Usher, ο οποίος σχεδίασε ένα ειδικό κύκλωμα που επέτρεψε στις μηχανές να λειτουργούν παράλληλα.
«Η μέρα που γράψαμε το “Blue Monday” ήταν αυτή που φέραμε το κύκλωμα. Τα συνδέσαμε όλα και πατήσαμε το ‘GO‘ στο drum machine. Τότε το synthesizer άρχισε να φλυαρεί και με κάποιο τρόπο όλα δούλεψαν», περιγράφει ο Sumner μιλώντας στο NME. Συνεχίζοντας ο Sumner, θυμάται ότι ο ίδιος και ο Morris χρειάστηκαν μόνο μια μέρα για να προγραμματίσουν τα ντραμς για το “Blue Monday”. Τελείωσαν γύρω στις τέσσερις το απόγευμα και αποφάσισαν να τα κάνουν όλα back up σε κασέτα. Αλλά κάτι πήγε στραβά με το drum machine και έχασαν τα πάντα. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναφτιάξουν τον ρυθμό από την αρχή. «Ακόμα και σήμερα, σκέφτομαι πως κομμάτια του ήταν καλύτερα στο πρωτότυπο, κάπως πιο funky.», έγραψε ο Sumner στα απομνημονεύματά του του 2015, “Chapter and Verse”.
Ο Hook αφηγείται μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή της ιστορίας στο βιβλίο του Substance του 2017. Ο μπασίστας λέει ότι ο Morris έβγαλε κατά λάθος το Oberheim DMX από την πρίζα και αυτό ήταν που προκάλεσε το μηχάνημα να σβήσει τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, ο Hook συμμερίζεται τον φόβο του Sumner ότι «έχασαν την καλύτερη εκδοχή» του τραγουδιού.
Αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα που προέκυψε κατά τη δημιουργία του “Blue Monday”. Ένα άλλο αφορούσε τον Gilbert, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τον προγραμματισμό του μέρους του συνθεσάιζερ στο sequencer. «Είχα την ακολουθία όλη γραμμένη σε ένα σωρό χαρτιά Α4 που είχαν κολληθεί με σελοτέιπ σε όλο το στούντιο, σαν ένα τεράστιο μοτίβο πλέξης.», περιγράφει στον Guardian. «Όμως άφησα κατά λάθος μια νότα έξω, γεγονός που αλλοίωσε τη μελωδία».
Η ελαφρώς εκτός συγχρονισμού μελωδία είναι μέρος αυτού που κάνει το “Blue Monday” σπουδαίο. «Αυτό που αγαπάμε ως άνθρωποι, αυτό στο οποίο αντιδρούμε με την ψυχή μας, είναι η ατέλεια.», δήλωσε ο Βρετανός παραγωγός Giles Martin – γιος του George Martin. «Το “Blue Monday” είναι τέλειο επειδή είναι ατελές».
«Νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο τα πάντα είναι συγχρονισμένα, είναι σαν όλα αυτά τα διαφορετικά γρανάζια να μπλέκονται μεταξύ τους, και κάθε μέρος του συνθεσάιζερ είναι σαν ένα διαφορετικό γρανάζι», λέει ο Sumner στο NME. «Όλα συνδυάζονται σαν ρολόι. Αν μπορούσα να το εξηγήσω σωστά, θα έγραφα άλλο ένα!».
Πώς όμως σκέφτηκαν τον κεντρικό και τόσο catchy ρυθμό; Ο Peter Hook εξηγεί: «Ο Bernard (Sumner) και ο Stephen (Morris) ήταν οι εμπνευστές. Ήταν ο ενθουσιασμός τους για τη νέα τεχνολογία. Το μοτίβο των ντραμς ήταν αντιγραμμένο από ένα B-side της Donna Summer. Είχαμε τελειώσει τα τύμπανα και ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι, μετά ο Steve κατά λάθος πέταξε έξω το lead του drum machine. Οπότε έπρεπε να ξεκινήσουμε από την αρχή. Όταν ξαναρχίσαμε, μπήκα μέσα και τζαμάρισα στο μπάσο ένα riff του Ennio Morricone. Ο Bernard μπήκε μέσα και έγραψε τα φωνητικά. Δεν αφορούν τον Ian Curtis – θέλαμε να είναι ασαφές. Διάβαζα τότε ένα βιβλίο για τον Fats Domino, οποίος είχε ένα τραγούδι που λεγόταν Blue Monday. Ήταν Δευτέρα τότε και ήμασταν όλοι δυστυχισμένοι, οπότε καταλήξαμε σε αυτό».
Ο Πάμπλο Πικάσο είχε πει: «Οι καλοί καλλιτέχνες αντιγράφουν, οι μεγάλοι καλλιτέχνες κλέβουν». Θα μπορούσε κάλλιστα να μιλάει για το “Blue Monday”. Τα μέλη των New Order παραδέχονται ελεύθερα ότι πολλά μέρη του τραγουδιού έχουν παρθεί από άλλα κομμάτια. Το τρανταχτό drumbeat του τραγουδιού προέρχεται από το τραγούδι “Our Love” της Donna Summer. Η funky μπασογραμμή ακούγεται ακριβώς όπως αυτή που τροφοδοτεί το disco staple “You Make Me Feel (Mighty Real)” του Sylvester. Η συνολική δομή και η παραγωγή παραπέμπουν στο Italo disco jam “Dirty Talk” των Klein & MBO. Ενώ η μπάντα έγραφε το τραγούδι το 1982, ο Peter Hook έτυχε να παρακολουθήσει το “For a Few Dollars More”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το “Blue Monday” να επηρεαστεί και από τον Ennio Morricone.
Όπως είδαμε και παραπάνω, ακόμα και ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από κάπου αλλού. Μάλιστα, η εκδοχή του Hook δεν είναι η μοναδική. Ο Morris ισχυρίζεται ότι ο τίτλος του τραγουδιού προέρχεται από το μυθιστόρημα του Kurt Vonnegut “Breakfast of Champions” του 1973 , ή “Goodbye Blue Monday”.
Ούτε στους στίχους τα πράγματα είναι σαφή. Σίγουρα τους έχει γράψει εξ ολοκλήρου ο Sumner, χωρίς όμως να έχει αποκαλύψει τι τον ενέμπνευσε. Ξεκινώντας με τον στίχο “How does it feel / To treat me like you do?”, τον οποίο ο Sumner τραγουδά με παγωμένο ύφος, το “Blue Monday” υπονοεί κάποιου είδους βαθύ συναισθηματικό πόνο. Στο Chapter and Verse, ο Sumner δεν δίνει καμία εξήγηση για το νόημα του τραγουδιού. Το κάνει να ακούγεται σαν να έγραψε απλά τους στίχους αφού ο Hook έγραψε το μπάσο του.
Μιλώντας στο Songfacts το 2014, ο Hook διέψευσε εκ νέου την ύπαρξη οποιουδήποτε βαθύτερου νοήματος. «Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά να πούμε πίσω από τους στίχους, αν θέλω να είμαι βάναυσα ειλικρινής. Ήταν απλά ένα από εκείνα τα πράγματα που ο Bernard απλά έγραψε».
Όταν το “Blue Monday” βγήκε στα ράφια των δισκοπωλείων στις 7 Μαρτίου 1983, είχε ένα μάλλον ασυνήθιστο εξώφυλλο. Ο σχεδιαστής Peter Saville είχε επισκεφτεί τους New Order στο στούντιο ενώ δούλευαν πάνω στο τραγούδι, και ενώ ήταν εκεί, είδε για πρώτη φορά στη ζωή του, μια δισκέτα υπολογιστή. Ο Saville γοητεύτηκε από το αντικείμενο και πήρε μία στο σπίτι του – μαζί με μια κασέτα του “Blue Monday”. Το τραγούδι και η δισκέτα δέθηκαν στο μυαλό του, και σκέφτηκε μια θήκη δίσκου σε σχήμα δισκέτας, με τρία κοψίματα.
Ήταν ένα καταπληκτικό σχέδιο με ένα μόνο μειονέκτημα: ήταν πολύ ακριβό στην παραγωγή. Τόσο ο Sumner όσο και ο Hook ισχυρίζονται ότι το εξώφυλλο κόστιζε περισσότερο για την κατασκευή του απ’ ό,τι πουλούσε ο δίσκος – πράγμα που σήμαινε ότι η εταιρεία τους, η Factory Records, έχανε όλο και περισσότερα χρήματα καθώς το “Blue Monday” ανέβαινε στα charts. Ο Saville, ωστόσο, αμφισβητεί αυτή την ιστορία. «Κανείς δεν μου είπε ποτέ: “Αυτό είναι ένα δαπανηρό εξώφυλλο”. Ούτε μου έστειλε κανείς αντίγραφο – έπρεπε να πάω σε ένα δισκοπωλείο», δήλωσε ο Saville στον Guardian.
Τρεις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του “Blue Monday”, οι New Order εμφανίστηκαν στην εκπομπή του BBC “Top of the Pops” για να προωθήσουν το τραγούδι. Εκείνη την εποχή, ήταν σύνηθες για τα συγκροτήματα να ερμηνεύουν playback, ωστόσο, οι New Order επέμεναν να παίξουν το “Blue Monday” ζωντανά. «Ήταν σχεδόν εγγυημένο ότι θα ακουγόταν απαίσιο», γράφει ο Sumner στο Chapter and Verse. Ο Hook περιγράφει την απόδοση ως «αιματηρά απαίσια». Και οι δύο μουσικοί ισχυρίζονται ότι το “Blue Monday” έπεσε 10 θέσεις στα βρετανικά charts μετά την εμφάνιση, αλλά η ιστοσελίδα Official Charts καταρρίπτει αυτή την ιδέα.
Το “Blue Monday” πέρασε 38 εβδομάδες στα βρετανικά charts το 1983, με αποκορύφωμα το Νο. 9. Σε επίπεδο πωλήσεων, όμως, έσπασε τα κοντέρ, αφού έγινε το 12” single με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών στη Βρετανία. Είναι επίσης ένα από τα μεγαλύτερα σε διάρκεια singles που έχουν καταγραφεί ποτέ στα charts, με διάρκεια 7:25. Το single δεν εκδόθηκε ως παραδοσιακό 7ιντσο μέχρι το 1988, γεγονός που βοήθησε στην ενίσχυση των πωλήσεων του 12ιντσου.
Αποδείχθηκε επίσης εξαιρετικά επιδραστικό, προαναγγέλλοντας τη συγχώνευση του alt-rock και της dance που επρόκειτο να έρθει αργότερα στη δεκαετία του ’80, επηρεάζοντας την post-disco club μουσική που το είχε εμπνεύσει εξ αρχής. Το “Blue Monday” επίσης έχει διασκευαστεί από δεκάδες καλλιτέχνες, όπως το συγκρότημα Orgy, το οποίο σημείωσε τεράστια ραδιοφωνική επιτυχία το 1998. Το “Blue Monday” έχει επίσης παρεμβληθεί σε τουλάχιστον 40 τραγούδια, μεταξύ των οποίων και το “Shut Up and Drive” της Rihanna το 2007.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το “Blue Monday” απέκτησε θρυλική υπόσταση. Αρκετοί αναφέρουν ότι το κομμάτι αποτέλεσε σημαντική επιρροή σε γενιές καλλιτεχνών τόσο της rock όσο και της ηλεκτονικής μουσικής. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι το τραγούδι “άλλαξε τη μουσική για πάντα“, όπως έγραψε το NME το 2018.
Οι New Order συνεχίζουν να ερμηνεύουν το “Blue Monday” ζωντανά, και το είχαν συμπεριλάβει στη setlist του Unity Tour το 2022 με τους Pet Shop Boys. Δεν χρησιμοποιήθηκε, ωστόσο, ως το κλείσιμο της συναυλίας, κάτι που είναι περίεργο, καθώς ο Hook επιμένει στα απομνημονεύματά του ότι το νόημα της σύνθεσης του τραγουδιού, με τη βοήθεια του sequencer, ήταν να φτιάξουν κάτι που οι New Order θα μπορούσαν να παίξουν για encore χωρίς να χρειαστεί να επιστρέψουν στη σκηνή.
Στο τεύχος 1001 Best Songs Ever του περιοδικού Q Magazine, ο Peter Hook δήλωσε: «Περνάω από στάδια έντονης αντιπάθειας για το “Blue Monday”, κάτι που σίγουρα συμβαίνει σε κάθε συγκρότημα όταν αποκτά ένα τραγούδι με το οποίο είναι συνώνυμο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζει να επανεφευρίσκεται είναι υπέροχος. Φαίνεται να είναι ένα από εκείνα τα κομμάτια που είναι διαχρονικά, κάτι που είναι καταπληκτικό. Χρησιμοποιούσαμε τεχνολογία η οποία θα μπορούσε να έχει ξεπεραστεί όπως άλλα πράγματα της δεκαετίας του ’80, αλλά με κάποιο τρόπο καταφέραμε να την αποφύγουμε. Ήταν σκόπιμο αυτό; Όχι, ό,τι κάνουμε είναι τυχαίο. Το γεγονός ότι για δύο χρόνια κανείς δεν παρατήρησε ότι τα εξώφυλλα κόστιζαν περισσότερο για να φτιαχτούν από τους δίσκους το επιβεβαιώνει αυτό. Ειλικρινά πίστευα ότι το “Thieves Like Us”, το single μετά το “Blue Monday”, ήταν πολύ ανώτερο.
Το “Blue Monday” δεν είναι τραγούδι, είναι ένα συναίσθημα, αλλά μόλις ο κόσμος ακούσει αυτόν τον ρυθμό στα ντραμς ξεφεύγει. Ο κόσμος τρελαινόταν όταν δεν το παίζαμε. Κάποτε τσακωθήκαμε στη σκηνή με έναν DJ στο Nottingham επειδή δεν το παίζαμε – κάτι που ήταν πολύ New Order. Όσο μεγαλώνεις και γίνεσαι πιο γλυκός, εκτιμάς αυτό που σε έφερε εκεί που είσαι. Το παίζουμε τώρα γιατί ο κόσμος το αγαπάει».