Όταν κυκλοφόρησε το “Nordland II” το 2003, ελάχιστοι φαντάζονταν ότι θα ήταν το τελευταίο κεφάλαιο στην ασυνήθιστη πορεία των Bathory. Ο Quorthon το είχε σχεδιάσει ως μέρος μιας τετραλογίας βασισμένης στη θεματολογία των Βίκινγκ. Όμως, τελικά έγινε το οριστικό τέλος – όχι μόνο για τη σειρά, αλλά και για το ίδιο το συγκρότημα. Ο Quorthon, κατά κόσμον Thomas Börje Forsberg, πέθανε ξαφνικά τον Ιούνιο του 2004. Είχε προλάβει να αφήσει πίσω του μια μουσική διαδρομή που ξεκίνησε από το ωμό black metal και έφτασε μέχρι τα εκτενή έπη του Viking metal.
Αν και το “Nordland II” συχνά μένει στη σκιά δίσκων όπως το “Hammerheart” ή το “Blood Fire Death”, παραμένει μία από τις πιο ξεκάθαρες και ώριμες δουλειές του Quorthon. Το άλμπουμ μοιάζει με έναν ολόκληρο κόσμο, φτιαγμένο με προσοχή και εμπνευσμένο από τη σκανδιναβική μυθολογία και φύση. Ενώ άλλα συγκροτήματα που ασχολούνται με Βίκινγκς γίνονται συχνά θεατρικά, ο Quorthon κράτησε μια πιο απλή προσέγγιση. Η μουσική κινείται ανάμεσα σε αργές μελωδίες, σκοτεινή ατμόσφαιρα και κινηματογραφική δομή, χωρίς ποτέ να χάνει την metal πλευρά της.
Μέχρι τις αρχές του 2000, οι Bathory δεν λειτουργούσαν πια ως κλασικό συγκρότημα. Ουσιαστικά, είχαν γίνει προσωπικό πρότζεκτ του Quorthon. Εκείνος ανέλαβε τα πάντα: όργανα, φωνητικά, ηχογράφηση και παραγωγή. Δούλευε κυρίως μόνος του, απομονωμένος από άλλους. Έτσι κατάφερε να κρατήσει σταθερό τον ήχο και την ατμόσφαιρα σε όλο το “Nordland II”. Από το εναρκτήριο ορχηστρικό “Fanfare” μέχρι το τελευταίο κομμάτι “The Wheel of Sun”, διάρκειας 12 λεπτών, το άλμπουμ κυλάει με σταθερό ρυθμό. Στηρίζεται σε πολυεπίπεδες κιθάρες, χορωδιακά φωνητικά και λιτό drumming.
Το “Nordland II” εστιάζει σε αργή ένταση, μυθολογική ατμόσφαιρα και μια πιο μελωδική, ώριμη προσέγγιση του ήχου
Ένα από τα πιο ξεκάθαρα στοιχεία του άλμπουμ είναι η ισορροπία ανάμεσα στη δύναμη και την ατμόσφαιρα. Τραγούδια όπως τα “Blooded Shore” και “The Land” συνδυάζουν μεσαίας ταχύτητας riffs με ambient εφέ. Έτσι δημιουργούν ταυτόχρονα έναν μυθολογικό τόνο και μια εσωτερική, πιο προσωπική αίσθηση. Ο ήχος των κυμάτων και του αέρα ανάμεσα στα κομμάτια δεν μπαίνει τυχαία. Είναι κομμάτι της αφήγησης. Δεν υπάρχουν ξαφνικές αλλαγές ρυθμού ούτε στροφές στο ύφος. Αντίθετα, το άλμπουμ ξεδιπλώνεται σταδιακά και χτίζει την έντασή του μέσα από την επανάληψη και τον έλεγχο.
Αρκετοί βλέπουν το “Nordland II” σαν δίδυμο του “Nordland I”, που είχε βγει έναν χρόνο νωρίτερα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες διαφορές. Το δεύτερο άλμπουμ είναι πιο σκοτεινό και πιο καλοδουλεμένο. Επίσης, δίνει περισσότερη βάση στη μελωδία και στην πιο ξεκάθαρη δομή των κομματιών. Τα καθαρά φωνητικά του Quorthon—που θέλουν τον χρόνο τους για να τα συνηθίσεις —εδώ ακούγονται πιο σταθερά και είναι καλύτερα δεμένα με τον ήχο. Σε κομμάτια όπως τα “Sea Wolf” και “Flash of the Silverhammer”, η φωνή του βγάζει μια κουρασμένη αποφασιστικότητα. Ταιριάζει απόλυτα με τα θέματα των γερασμένων πολεμιστών και των ξεχασμένων θεών.

Ίσως το πιο ξεχωριστό κομμάτι είναι το τελευταίο, το “The Wheel of Sun”. Διαρκεί πάνω από 12 λεπτά, αλλά δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με ταχύτητα ή ένταση. Αντίθετα, εξελίσσεται σιγά-σιγά, με επαναλαμβανόμενα κιθαριστικά θέματα, ήπια τύμπανα και λιτά φωνητικά. Στο τέλος, αφήνει μια αίσθηση που μοιάζει και τελική και ανοιχτή ταυτόχρονα. Χωρίς να έχει σχεδιαστεί έτσι, το τραγούδι έγινε τελικά ο αποχαιρετισμός του Quorthon. Πολλοί το θεώρησαν αργότερα σαν το πνευματικό τέλος της πορείας των Bathory. Θύμισε σε ατμόσφαιρα και δομή παλιότερα κομμάτια, όπως το “One Rode to Asa Bay” ή το “Twilight of the Gods”.
Το “Nordland II” είναι το πιο ώριμο, στιβαρό και θεματικά ξεκάθαρο έργο της Viking περιόδου του Quorthon
Σε αντίθεση με τα πρώτα άλμπουμ των Bathory, που βασίζονταν στην ένταση και τις σατανιστικές εικόνες, το “Nordland II” βάζει στο επίκεντρο πιο βαθιά πολιτισμικά ερωτήματα. Οι στίχοι δεν ασχολούνται με φανταστικούς κόσμους αλλά με τη ζωή των Βίκινγκς. Δεν υπάρχουν δράκοι ή πύρινες σφαίρες, παρά μόνο εικόνες από αρχαίες χώρες, θαλάσσια ταξίδια και σύγκρουση ανάμεσα στην παγανιστική κληρονομιά και τη λήθη της ιστορίας. Τα θέματα αυτά συμβαδίζουν με την πορεία του ίδιου του Quorthon ως καλλιτέχνη. Για χρόνια πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη μουσικής, πριν γυρίσει στον ήχο που ο ίδιος είχε βοηθήσει να γεννηθεί.
Μια λιγότερο γνωστή λεπτομέρεια για τη σειρά “Nordland” είναι ότι ο Quorthon είχε αρχικά αφήσει να εννοηθεί πως σκόπευε να κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ με αυτή την ιδέα. Σε συνεντεύξεις στις αρχές των 2000s, πότε έλεγε ότι θα κάνει μεγάλη παύση μετά το “Nordland II” και πότε το παρουσίαζε σαν προσωρινό κλείσιμο της Viking περιόδου. Ο ξαφνικός θάνατός του το 2004 σταμάτησε κάθε σίγουρη απάντηση. Δεν εμφανίστηκε ποτέ κάποιο demo για ένα πιθανό “Nordland III” ή “IV”, και όλοι μείναμε να αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί.
Το “Nordland II” ξεχωρίζει και για τη συνοχή του. Σε αντίθεση με το άνισο “Destroyer of Worlds” του 2001, που προσπαθούσε να ικανοποιήσει και τους φίλους του thrash και του Viking metal, αυτός ο δίσκος μένει πιστός σε ένα συγκεκριμένο όραμα. Αυτή η πειθαρχία μάς βοηθά να τον δούμε σαν μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική δήλωση. Ο ρυθμός, η σειρά των κομματιών και οι ήχοι του φαίνεται πως έχουν επιλεγεί με προσοχή από την αρχή μέχρι το τέλος. Ακόμα και το πιο σκληρό κομμάτι, το “Death and Resurrection of a Northern Son”, με τις thrash επιρροές και την ένταση που θυμίζει Manowar, κολλάει απόλυτα με την ατμόσφαιρα του άλμπουμ.
Ο τελευταίος δίσκος των Bathory εκφράζει τον ίδιο τον Quorthon—το όραμά του, την πορεία του και το δικό του αντίο
Ο θάνατος του Quorthon από καρδιακή ανεπάρκεια, σε ηλικία μόλις 38 ετών, σόκαρε ολόκληρη τη metal κοινότητα. Παρόλο που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα φιλικός με τα μέσα ούτε εμφανιζόταν συχνά ζωντανά, όλοι τον σέβονταν ως πρωτοπόρο. Η επιρροή του ξεπέρασε κατά πολύ τη δισκογραφία των Bathory. Βοήθησε να διαμορφωθεί η αισθητική και ο ήχος του black, του pagan και του Viking metal. Η απουσία του άφησε ένα κενό που κανείς δεν έχει καταφέρει να καλύψει.
Αν το δούμε σήμερα, το “Nordland II” δεν είναι απλώς το κλείσιμο μιας σειράς άλμπουμ. Είναι η τελευταία κουβέντα ενός καλλιτέχνη που άλλαξε πορεία περισσότερες από μία φορές και πρωτοπόρησε σε ό,τι δοκίμασε. Μπορεί να μη συγκεντρώνει τους ίδιους άμεσους επαίνους όπως οι πρώτες black metal δουλειές των Bathory, όμως αξίζει αναγνώριση για τη φιλοδοξία, τη σαφή κατεύθυνση και το νόημά του. Σκέψου τώρα μια μπάντα στην άλλη πλευρά με τον Quorthon και τον Valfar – πόσο τρομερό θα ήταν αυτό;
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Bathory