Sightless Pit
Το side project αυτό δούλεψε μεθοδικά και πήρε τον χρόνο του και το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τους δημιουργούς του
Σάββατο 22 Φεβρουαρίου, μία μέρα μετά την κυκλοφορία του full length των Sightless Pit, “Grave of a Dog” από την Thrill Jockey και ετοιμάζομαι για την πρώτη ακρόαση του.
Groovy beats από drum machine, που δε σε αφήνουν να ησυχάσεις, και απόκοσμα samples δένουν άρτια με τα φωνητικά -τόσο καθαρά όσο και distorted- των Kristin Hayter (Lingua Ignota) και Dylan Walker (Full of Hell). Δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα που σου φέρνει στο μυαλό σαμανιστικές τελετές σε μια industrial εκδοχή. Την τριάδα έρχεται να συμπληρώσει ο Lee Buford (The Body) όπου εδώ αναλαμβάνει κυρίως το sampling.
Ο δίσκος χαρακτηρίζεται από την ένταση του. Δεν είναι ένα άκουσμα για να χαλαρώσεις. Τα bpm είναι υψηλά και βρίσκονται στα 120 και άνω (“Kingscorpse”, “Immersion Dispersal”), θέτοντάς τον ακροατή σε εγρήγορση. Υπάρχουν βέβαια και κομμάτια που είναι πιο αργά (“Whom The Devil Long Sought To Strangle”) ή και χωρίς beats (“Violent Rain”, “Love is Dead, All Love is Dead”), όπου στα τελευταία τα φωνητικά της Hayter έχουν τον πρώτο λόγο.
Τα samples έχουν “κακοποιηθεί” όσο χρειάστηκε για να μη “γεμίζουν” τα αφτιά σου και να σε κάνουν να αναρωτιέσαι αρκετά για τα ηχεία σου, καθώς προσπαθούν να σου αποδώσουν το δημιούργημα των Sightless Pit.
Όπως ανέφερα και παραπάνω τα φωνητικά έρχονται και ολοκληρώνουν συνθέσεις. Η Hayter με τα καθαρά της σε καλεί στο λάκκο τους και το δίδυμο Walker-Buford με τα δικά του “βρώμικα”, σου ξεκαθαρίζει πως η παραμονή σου εκεί δε θα είναι εύκολη.
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα τους είναι ξεκάθαρα επιτηδευμένη και καλοδουλεμένη, είτε μέσα στο ίδιο κομμάτι, είτε μεταξύ των κομματιών των ίδιων, όπου τα φωνητικά του ενός εκ των δύο απουσιαζούν ή έχουν οριακά συμπληρωματικό ρόλο.
Το side project αυτό δούλεψε μεθοδικά και πήρε τον χρόνο του (2017-2019) για να καταλήξει στο τελικό αποτέλεσμα που μας προσέφερε. Βάζοντας ο καθένας τους τις προσωπικές του εμπειρίες δημιουργήσανε ένα αισθητικό αποτέλεσμα που δανείζεται στοιχεία από πολλά είδη μουσικής (Witch House, Grindcore, Noise κ.ά.) και μας άνοιξαν την όρεξη για μια μελλοντική τους δουλειά εξίσου πειραματική και φρέσκια.
Το side project αυτό δούλεψε μεθοδικά και πήρε τον χρόνο του και το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τους δημιουργούς του