Έξι χρόνια μετά το “Saw” και τρία πριν το “The Conjuring”, ο σκηνοθέτης James Wan, o σύγχρονος Μίδας του κινηματογραφικού τρόμου, δημιούργησε ακόμη ένα franchise – θησαυρό για τα στούντιο του Χόλιγουντ. Η εμπορική επιτυχία του Insidious είχε σαναποτέλεσμα, παρά τις μέτριες κριτικές, να γεννηθεί μια σειρά ταινιών. Τα δύο πρώτα σίκουελ παραμένουν σε αξιοπρεπή επίπεδα και μετά, ως συνήθως, να έρχεται η πτώση.
Όλα, όμως, ξεκίνησαν από αυτήν την ταινία του 2010, στην οποία ελάχιστοι πίστευαν όταν βρισκόταν στο στάδιο της προετοιμασίας. Γι’ αυτό και ο Wan είχε στη διάθεσή του σχετικά μικρό προϋπολογισμό. Στο πρώτο φιλμ γνωρίζουμε την οικογένεια Lambert καθώς αναζητά βοήθεια για το γιο της, Dalton, ο οποίος έπεσε σε κώμα μετά από ένα μυστηριώδες συμβάν στη σοφίτα. Αυτό που δε γνωρίζουν είναι ότι τα φαινόμενα απατούν. Μια υπερφυσική δύναμη κρύβεται πίσω από την κατάσταση του μικρού, ένας δαίμονας από το οικογενειακό παρελθόν. Ο πατέρας του μικρού θα αποδειχθεί πως είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση του Κακού και τη σωτηρία της οικογένειας.
Για ακόμα μία φορά, ο Wan καθιστά έκδηλες τις επιρροές του από το σινεμά τρόμου
παλαιότερων δεκαετιών. Στο “Saw” αποπειράθηκε να γυρίσει ένα giallo σαν εκείνα των Ιταλών μαέστρων της φρίκης της δεκαετίας του 1970. Στο “Dead Silence” να παραδώσει το δικό του evil doll movie αλά Chucky. Το “Death Sentence” να μεταφέρει στο σήμερα τα μοτίβα των vigilante ταινιών των ‘70s με τον Charles Bronson. Το “Insidious” επικαλείται το πνεύμα σκηνοθετών όπως ο Lucio Fulci κι ο Lamberto Bava, ιχνηλατώντας για πρώτη φορά το είδος του υπερφυσικού τρόμου. Το αποτέλεσμα, αν και ασφαλώς απέχει έτη φωτός από το να χαρακτηριστεί σπουδαίο, προέκυψε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του σκηνοθέτη.
Κι αυτό γιατί ο Wan αφιερώνει χρόνο στους χαρακτήρες και μας κάνει να
ενδιαφερθούμε πραγματικά για εκείνους και για τα προβλήματά τους. Η κλιμάκωση
χτίζεται αποτελεσματικά και στο τελευταίο εικοσάλεπτο, που αποτελεί το πιο ευρηματικό set-piece της ταινίας. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να υπερβεί τα εμπόδια που θέτει ο περιορισμένος προϋπολογισμός και να μας δώσει μερικές πραγματικά αξιομνημόνευτες σεκάνς φρίκης. Φυσικά, δεν αποφεύγει τη χρήση προβλέψιμων και, ενίοτε, φτηνών jumpscares όπως συνηθίζει στις περισσότερες ταινίες του. Όμως εδώ καταφέρνει να ενορχηστρώσει και πραγματικά τρομακτικές σκηνές, που αντλούν τη φρίκη τους από την ατμόσφαιρα και τον ρυθμό και όχι από την ηχητική μπάντα.
Κατά τα λοιπά, η ταινία είναι απολύτως κομπλέ, χωρίς να προσφέρει ιδιαίτερες
συγκινήσεις. Οι ερμηνείες δεν είναι από το κάτω ράφι, ούτε όμως σε αφήνουν άναυδο με το “τσαλάκωμα” των μελών του καστ. Το μοντάζ εξυπηρετεί απόλυτα την αφήγηση ενώ σε επίπεδο φωτογραφίας, μουσικής επένδυσης και καλλιτεχνικής διεύθυνσης το φιλμ είναι ικανοποιητικό και τίποτα παραπάνω. Με εξαίρεση βέβαια το προαναφερθέν τελευταίο εικοσάλεπτο, που είναι πραγματικά εμπνευσμένο και ξεχωρίζει. Όλο το υπόλοιπο έργο είναι ένας χαριτωμένος φόρος τιμής στις ταινίες που προφανώς αγαπάει ο Wan, δίχως όμως τη μαστοριά και την πρωτοτυπία τους. Γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στο ότι ο Wan, ακόμα κι όταν δεν έχει τον προϋπολογισμό που θέλει, έχει και πάλι πολύ περισσότερες δυνατότητες οικονομικά απ’ ό,τι, για παράδειγμα, ο Fulci.
Εν τέλει, το “Insidious” είναι ακριβώς ό,τι και ολόκληρη η φιλμογραφία του σκηνοθέτη του. Μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να δουν οι λάτρεις του είδους. Ωστόσο δεν ανανεώνει το είδος ούτε κάνει κάτι καλύτερα από ό,τι το έχουν κάνει άλλες παλαιότερες ταινίες. Είναι ό,τι πρέπει για μια χαλαρή, ανώδυνη horror εμπειρία, που προσφέρει υποβλητική ψυχαγωγία, εύκολες ανατριχίλες, μια ωραία πλοκή και κάμποσους εξορκισμούς. Οι πέντε ταινίες που αποτελούν αυτό το franchise σίγουρα δεν είναι αριστουργήματα της Έβδομης Τέχνης. Προσφέρονται όμως για χαβαλεδιάρικο σινεμαραθώνιο, συνοδεία φαγητού και παρέας. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως υπάρχουν φιλμ του είδους σαν τα πρόσφατα “Prey for the Devil” (2022) και “The Pope’s Exorcist” (2023), τότε θα εκτιμήσει τη δουλειά του Wan ακόμα περισσότερο.