Αν υπάρχει μια μπάντα που ενσάρκωσε όσο λίγες την οργή και την ακατέργαστη ενέργεια της αμερικανικής metal σκηνής των ‘90s, αυτή είναι οι Machine Head. Από την πρώτη τους δισκογραφική εμφάνιση με το “Burn My Eyes“ (1994) μέχρι και το πρόσφατο “Unatoned“ (2025), οι Machine Head έμειναν πιστοί σε μια πορεία γεμάτη συγκρούσεις, προσωπικές κρίσεις και αναζήτηση, με ηγέτη τον αεικίνητο Robb Flynn. Από σπασμένα πλευρά σε circle pits και ναρκωτικά, μέχρι περιοδείες σε στάδια και αρένες σε όλο τον κόσμο, ο Robb Flynn είναι το ζωντανό παράδειγμα του τι σημαίνει να επιμένεις στο metal. Να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι, να χτίζεις τη δική σου πορεία πέρα από τις μόδες και τις ευκολίες.
Γεννημένος το 1967 στο Όκλαντ, η ζωή του Flynn ήταν συνδεδεμένη με τον δρόμο, τη σκληρή καθημερινότητα και, φυσικά, με τον ήχο του Bay Area. Μεγαλωμένος στο Σαν Λορέντζο και περιπλανώμενος στα προάστια, βίωσε από πρώτο χέρι την έκρηξη μιας σκηνής που θα άλλαζε για πάντα το metal: το Bay Area thrash. Exodus, Testament και βέβαια Metallica ήταν το υπόβαθρο της μουσικής αφύπνισής του.
Η μουσική του εφηβεία ήταν γεμάτη από σόλο Van Halen, riffs AC/DC και μετά… βουτιά στο thrash. Ένα είδος που δεν ήταν απλώς μουσική, αλλά ένας κώδικας τιμής, μια συλλογική κραυγή. Ο Robb Flynn ήταν εκεί: στους καταιγιστικούς ρυθμούς, στα circle pits, στα stagedives. Ένα βράδυ, σε μια από τις πρώτες συναυλίες των Slayer, βρισκόταν μπροστά στη σκηνή, όπως πάντα. Από την πίεση του κοινού, έσπασε ένα πλευρό αλλά δε σκέφτηκε στιγμή να φύγει. Ήταν ήδη μεθυσμένος και, όταν οι Slayer ανέβηκαν στη σκηνή, κοπανιόταν για τα επόμενα 45 λεπτά. Το thrash δεν ήταν απλά μια ακόμα μουσική σκηνή: ήταν τρόπος ζωής.
Η μουσική του εφηβεία ήταν γεμάτη από σόλο Van Halen, riffs AC/DC και μετά… βουτιά στο thrash. Ένα είδος που δεν ήταν απλώς μουσική, αλλά ένας κώδικας τιμής, μια συλλογική κραυγή. Ο Robb Flynn ήταν εκεί: στους καταιγιστικούς ρυθμούς, στα circle pits, στα stagedives. Ένα βράδυ, σε μια από τις πρώτες συναυλίες των Slayer, βρισκόταν μπροστά στη σκηνή, όπως πάντα. Από την πίεση του κοινού, έσπασε ένα πλευρό αλλά δε σκέφτηκε στιγμή να φύγει. Ήταν ήδη μεθυσμένος και, όταν οι Slayer ανέβηκαν στη σκηνή, κοπανιόταν για τα επόμενα 45 λεπτά. Το thrash δεν ήταν απλά μια ακόμα μουσική σκηνή: ήταν τρόπος ζωής.
Ο Flynn δεν έμεινε για πολύ θεατής. Ήδη από τα σχολικά του χρόνια δημιούργησε τους Inquisitor, που έγιναν Forbidden Evil (αργότερα Forbidden), και συνέχισε με τους θρυλικούς Vio-lence. Το Bay Area thrash, με το αλύγιστο πνεύμα και την ακατέργαστη δύναμή του, έγινε η βάση πάνω στην οποία οι Machine Head έχτισαν το δικό τους υβρίδιο μέσα από πρόβες σε αυλές και αυτοσχέδια πάρτι. Ένα υβρίδιο που ξεκίνησε από τις thrash ταχύτητες και τη γκρούβα, ενώ αργότερα πέρασε σε μια πληθώρα πειραματισμών.
Σε αυτά τα πάρτι, οι μεγαλύτεροι ήθελαν να τους ρίξουν ξύλο επειδή δεν έπαιζαν Black Sabbath και Led Zeppelin. Από την άλλη, όταν παίζανε στα thrash clubs, όποιος δεν ήταν αρκετά γρήγορος ή βαρύς, πάλι κινδύνευε να φάει ξύλο επειδή δεν ήταν αρκετά thrash. Εν τέλει η αναγνώριση της σκηνής και το δικαίωμα να λέγονται thrashers ήρθε λίγο αργότερα, στη σκηνή του Ruthie’s Inn, όταν άνοιξαν για τους Metal Church. Τρία κομμάτια χρειάστηκαν για να ξεσπάσει το πρώτο circle pit. Εκεί το πιάσανε.
Οι επιρροές των Machine Head από το ευρύτερο περιβάλλον τους δεν περιορίστηκαν στη μουσική τους. Η καθημερινότητα στους δρόμους του Όκλαντ, με τη βία, τις συμμορίες, τα ναρκωτικά, έγινε κομμάτι της θεματολογίας τους. Το “Burn My Eyes” δε γράφτηκε σε κάποιο αποστειρωμένο στούντιο, η βία και η ένταση του γκέτο μπήκε στον ήχο τους. Αναπόφευκτα, ο Robb Flynn βίωσε από κοντά την άνοδο και την παρακμή του Bay Area thrash.

Το είδε να κορυφώνεται και να υποχωρεί μπροστά στην έλευση των Soundgarden και των Alice In Chains και το funk των Primus και των RHCP. Δεν το θεώρησε ποτέ προδοσία: αντίθετα, εκτιμούσε τη φυσική εξέλιξη. Όταν το “Black album” των Metallica έσπασε τα σύνορα του thrash, ήταν ο πρώτος που το χειροκρότησε λέγοντας πως δεν ήταν thrash πλέον, αλλά ήταν κάτι άλλο εξίσου σπουδαίο.
Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι η μουσική και η φιλοσοφία των Machine Head είναι από τη φύση τους πολυμορφική μόνο παράλογο δεν είναι. Γιατί, πολύ απλά, γεννήθηκαν μέσα σε μια εποχή και σε έναν τόπο όπου τα σύνορα μεταξύ των ειδών άλλαζαν διαρκώς. Κάθε δίσκος τους έχει κάτι διαφορετικό να πει, γιατί κάθε εποχή, κάθε εμπειρία, και κάθε αλλαγή, μπήκε αναπόφευκτα μέσα στις συνθέσεις τους. Οι Machine Head, 30 χρόνια μετά, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται, ακριβώς όπως η ίδια η σκηνή από την οποία γεννήθηκαν. Μπορεί να μην πέτυχαν όλες οι αλλαγές και όλοι οι πειραματισμοί, αλλά πόσοι είχαν πραγματικά το θάρρος να το επιχειρήσουν; Και πόσοι συνέχισαν να προσπαθούν ακόμα κι όταν απέτυχαν;
Σήμερα, μετά από δεκαετίες και προσωπικές περιπέτειες, οι Machine Head εξακολουθούν να κουβαλάν το Bay Area thrash στην ψυχή, στις ρίζες και στη μουσική τους. Η δισκογραφία τους είναι μαρτυρία αυτού του πνεύματος: η άρνηση να μείνουν στάσιμοι, η επιμονή να μιλούν τη δική τους γλώσσα, όσο δύσκολη και αν είναι η διαδρομή. Μια τέτοια στάση δεν μπορεί παρά να εμπνέει σεβασμό.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Machine Head (OW) | Deezer | Facebook | Instagram | SoundCloud | Spotify | Tidal | TikTok | Twitter | YouTube