Η ταινία “King Kong” του 1933 ήταν μια κινηματογραφική επανάσταση που άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο οι ταινίες θα γυρίζονταν και θα προβάλλονταν. Με τη σκηνοθετική υπογραφή των Merian C. Cooper και Ernest B. Schoedsack, και την τεχνική ιδιοφυΐα του Willis O’Brien, η ταινία μετατράπηκε σε σημείο καμπής για τα ειδικά εφέ, αποτελώντας τη βάση για ολόκληρο το μέλλον του κινηματογράφου φαντασίας και τρόμου.
Αυτό που μετέτρεψε το “King Kong” σε ιστορικό γεγονός δεν ήταν μόνο το σενάριο. Ήταν η μορφή του.
Ο Merian C. Cooper, πρώην πιλότος και ερασιτέχνης εξερευνητής, εμπνεύστηκε την ιστορία από την αγάπη του για τον κίνδυνο και τις άγριες περιοχές του πλανήτη. Φαντάστηκε έναν γιγάντιο πίθηκο που ζει σε ένα μυστηριώδες νησί και καταλήγει να μεταφέρεται βίαια στον δυτικό κόσμο, προκαλώντας χάος. Η βασική ιδέα συνδύαζε στοιχεία ρομαντικής περιπέτειας, τρόμου, εξερεύνησης και τεχνολογικής πρόκλησης. Ο ίδιος ο Cooper ήθελε να φτιάξει κάτι που να “μην έχει ξαναγίνει ποτέ”.
Η ιστορία της Ann Darrow και του σκηνοθέτη Carl Denham, που ανακαλύπτουν τον King Kong στο Skull Island, ήταν ουσιαστικά ένας μεταφορά για το πώς ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το άγνωστο – με θαυμασμό, τρόμο και ένστικτο αντιμετώπισης. Όμως αυτό που μετέτρεψε το “King Kong” σε ιστορικό γεγονός δεν ήταν μόνο το σενάριο. Ήταν η μορφή του.

Το μεγαλύτερο τεχνικό επίτευγμα της ταινίας ήταν αναμφίβολα η χρήση της τεχνικής του stop-motion animation. Ο Willis O’Brien, πρωτοπόρος των ειδικών εφέ και ήδη γνωστός από την ταινία “The Lost World” (1925), κατασκεύασε το μοντέλο του King Kong με αρθρωτό σκελετό καλυμμένο με καουτσούκ, αφρώδες υλικό και τρίχωμα κουνελιού. Το ύψος του μοντέλου έφτανε περίπου τα 30 εκατοστά, και οι κινήσεις του αποτυπώνονταν μία-μία, με χειροκίνητη ρύθμιση σε κάθε καρέ.
Όλη η δουλειά γινόταν με αναλογικά μέσα και απίστευτη υπομονή.
Η διαδικασία ήταν επίπονη. Κάθε δευτερόλεπτο φιλμ απαιτούσε 24 διαφορετικές φωτογραφίες. Μόνο για μία σκηνή μάχης μεταξύ του Κονγκ και ενός δεινόσαυρου χρειάστηκαν εβδομάδες εργασίας. Η ψευδαίσθηση της κίνησης όμως ήταν τόσο πειστική, που για το κοινό της εποχής έμοιαζε με θαύμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τεχνικοί δεν είχαν ούτε τα βασικά εργαλεία που θεωρούμε δεδομένα σήμερα: ούτε ψηφιακές βοηθητικές προβολές, ούτε computer-aided μοντάζ. Όλη η δουλειά γινόταν με αναλογικά μέσα και απίστευτη υπομονή.
Μία από τις μεγάλες καινοτομίες της ταινίας ήταν ο συνδυασμός πραγματικών ηθοποιών με μινιατούρες και μοντέλα. Οι σκηνές με ανθρώπους γυρίστηκαν ξεχωριστά, πολλές φορές μπροστά από μπλε ή μαύρα πανιά, και μετά ενσωματώθηκαν σε καρέ που περιλάμβαναν το μοντέλο του Κονγκ ή άλλα ειδικά εφέ. Αυτό επιτεύχθηκε με χρήση της τεχνικής rear projection (προβολή στο φόντο), πολλαπλής έκθεσης και μακέτες ειδικά κατασκευασμένες για να ταιριάζουν με τα πλάνα.

Η παραγωγή του “King Kong” αποτέλεσε τεράστια πρόκληση για το στούντιο RKO Pictures. Το budget ξεπέρασε τα 1 εκατομμύριο δολάρια – ποσό αστρονομικό για την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Ο Cooper και ο O’Brien αντιμετώπισαν τεχνικά και πρακτικά προβλήματα σε κάθε στάδιο: μοντέλα που χαλούσαν, μηχανισμοί που κολλούσαν, φιλμ που καταστρεφόταν από υπερέκθεση. Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα δεν εγκατέλειψε ποτέ την όραση της. Η επιμονή τους αποτυπώθηκε στο τελικό αποτέλεσμα, που όχι μόνο εντυπωσίασε το κοινό, αλλά και έθεσε τα πρώτα στάνταρ στη δημιουργία ειδικών εφέ για επιστημονικής φαντασίας ταινίες.
Η ταινία ενσάρκωσε πολλούς από τους φόβους και τις προσδοκίες της εποχής.
Το κοινό δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Οι σκηνές δράσης – με αποκορύφωμα τον Κονγκ στην κορυφή του Empire State Building – θεωρήθηκαν αριστουργηματικές. Πολλοί θεατές της εποχής ανέφεραν πως για πρώτη φορά ένιωσαν πραγματικά ότι ένα φανταστικό πλάσμα “ήταν ζωντανό μπροστά τους”. Οι κριτικοί επαίνεσαν την τόλμη της ταινίας. Η εφημερίδα New York Times τη χαρακτήρισε «θρίαμβο τεχνικής και αφήγησης», ενώ άλλες εφημερίδες μιλούσαν για «τη γέννηση ενός νέου είδους κινηματογράφου».
Η επιτυχία του film δεν ήταν μόνο τεχνική. Η ταινία ενσάρκωσε πολλούς από τους φόβους και τις προσδοκίες της εποχής. Ειδικά μέσα στην κρίση της δεκαετίας του ’30, οι άνθρωποι βρήκαν σε αυτήν την ταινία έναν τρόπο να ξεφύγουν, αλλά και να δουν – έστω και ασυνείδητα – τους κοινωνικούς συμβολισμούς της. Ο King Kong παρουσιάστηκε ως ένα πλάσμα που μεταφέρθηκε βίαια από το φυσικό του περιβάλλον στον “πολιτισμένο” κόσμο, μόνο και μόνο για να καταστραφεί.

Η επιρροή της ταινίας υπήρξε τεράστια. Ο μαθητής του Willis O’Brien, Ray Harryhausen, εμπνεύστηκε από το έργο και δημιούργησε τις δικές του επικές παραγωγές, όπως το “Jason and the Argonauts” και το “Clash of the Titans”. Η τεχνική του stop-motion χρησιμοποιήθηκε ευρέως μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ τα μοτίβα της ταινίας – το τέρας, η όμορφη, η πολιτιστική σύγκρουση – αναπαράχθηκαν σε εκατοντάδες ταινίες, από το “Godzilla” μέχρι το “Jurassic Park”.
Το “King Kong” δεν είναι απλώς μια ταινία. Είναι το θεμέλιο της σύγχρονης κινηματογραφικής φαντασίας. Σε μια εποχή χωρίς υπολογιστές, χωρίς green screens και χωρίς τεράστιες ομάδες post-production, λίγοι άνθρωποι με μεγάλη φαντασία και θάρρος τόλμησαν να δείξουν στον κόσμο ότι το αδύνατο μπορεί να γίνει ορατό. Και κατάφεραν να το αποδείξουν, καρέ-καρέ.