Ίσως να μην υπάρχει ιδανικότερος δίσκος από το “Sabbath Bloody Sabbath” για να σκιαγραφήσει το κλίμα που επικρατούσε στους Black Sabbath στις αρχές του ’70. Εκείνη την περίοδο, τα μέλη του συγκροτήματος είχαν να αντιμετωπίσουν την εξάντληση και αρκετά αλλόκοτα περιστατικά που ανέτρεψαν όσα ήξεραν μέχρι τότε. Μέσα σε ένα σκηνικό όπου η επιτυχία φαινόταν σίγουρη, τα προβλήματα και η πίεση έκαναν την κάθε τους μέρα όλο και πιο απρόβλεπτη. Ό,τι συνέβη γύρω από τη δημιουργία του δίσκου μοιάζει με ένα ψηφιδωτό από φιλοδοξίες, προσωπικά αδιέξοδα και στιγμές που σήμερα φαντάζουν αδιανόητες.
Όταν οι Black Sabbath ξεκίνησαν να σκέφτονται το πέμπτο τους άλμπουμ, η μπάντα βρισκόταν σε μια περίοδο που εμπορικά τα πήγαινε εξαιρετικά. Οι πωλήσεις τους τους έφερναν κοντά σε γκρουπ όπως οι Led Zeppelin, οι Deep Purple και οι Who, παρότι δεν απολάμβαναν την ίδια εκτίμηση από τον Τύπο. Ήδη όμως είχαν περάσει χρόνια με ασταμάτητες περιοδείες και ηχογραφήσεις, κάτι που τους είχε οδηγήσει στην εξάντληση.
Η επιτυχία είχε δημιουργήσει τεράστια πίεση και ο ρυθμός δεν άφηνε περιθώρια για ξεκούραση. Το “Sabbath Bloody Sabbath” βγήκε τη στιγμή που όλα αυτά άρχισαν να φαίνονται έντονα. Το Los Angeles είχε λειτουργήσει ως προσωρινό καταφύγιο στην ηχογράφηση του “Vol. 4”, με το κλίμα ελευθερίας και χάους να τους βοηθά να εξελίξουν τον ήχο τους. Είχαν πιστέψει πως, αν επέστρεφαν εκεί, θα κατάφερναν πάλι να βρουν έμπνευση. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Μέλη του προσωπικού στο σπίτι του Bel Air θυμούνται την ατμόσφαιρα να γίνεται όλο και πιο χαοτική. Κάποιοι αναφέρουν ότι ο εξοπλισμός έμενε για μέρες αχρησιμοποίητος, καθώς όλοι είχαν βυθιστεί στην κούραση και την απροθυμία, και έμοιαζε σαν να είχε χαθεί κάθε δημιουργικότητα.
Ο Tony Iommi, που πάντα είχε τον βασικό ρόλο στη σύνθεση, βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το να μην μπορεί να γράψει κάτι που να τον ικανοποιεί. Μπορούσε να βγάλει riffs, να σκαρώσει ιδέες, όμως τίποτα από αυτά δεν του φαινόταν να έχει αυτή τη σπίθα που αναζητούσε. Με το στούντιο ήδη κλεισμένο και τις προσδοκίες να μεγαλώνουν, ένιωθε πίεση από παντού: από τους φαν, την εταιρεία, αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ίδιος ήθελε να πετύχει κάτι παραπάνω από το να είναι απλά ο κιθαρίστας ενός δημοφιλούς συγκροτήματος, ήθελε οι Black Sabbath να λογίζονται ως σοβαρή καλλιτεχνική δύναμη. Την ώρα που τα υπόλοιπα μέλη ένιωθαν πιο άνετα με τον ρόλο του outsider, ο Iommi ήθελε να κερδίσει τον σεβασμό που είχαν τότε τα πιο αναγνωρισμένα ροκ συγκροτήματα.
Όσο περισσότερο προσπαθούσαν, τόσο πιο μακριά έμοιαζε να βρίσκεται η έμπνευση. Η ένταση στο σπίτι του Bel Air μεγάλωνε, καθώς η κούραση και η συνεχής χρήση ουσιών βάραιναν το κλίμα. Εκεί που υπολόγιζαν να βρουν έναν χώρο για να δημιουργήσουν, τελικά κατέληξαν να νιώθουν παγιδευμένοι. Μετά από εβδομάδες απογοήτευσης, αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους το πλάνο του Los Angeles και γύρισαν στην Αγγλία, χωρίς να ξέρουν τι θα ακολουθήσει.
Η επόμενη κίνησή τους ήταν έξω από τα συνηθισμένα, αφού το Clearwell Castle είχε ήδη τη φήμη ως δημιουργικό καταφύγιο για μεγάλες ροκ μπάντες όπως οι Led Zeppelin και οι Deep Purple. Το κτίριο, με τη νεογοτθική του αρχιτεκτονική, τα κρυφά περάσματα, τις επάλξεις και τους υπόγειους θαλάμους, δεν έμοιαζε καθόλου με ένα τυπικό στούντιο ηχογράφησης, ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής.
Οι Black Sabbath νοίκιασαν το απομονωμένο αυτό κτήμα στο Gloucestershire. Την πρώτη τους νύχτα εκεί, ο Ozzy άρχισε να φωνάζει στους διαδρόμους πως έχασε τον Bill σε κάποιο μυστικό τούνελ, και όλη η μπάντα έτρεχε να τον βρει. Ο Ward τελικά βρέθηκε να κοιμάται σε μια πολυθρόνα, χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι τίποτα. Το μεσαιωνικό σκηνικό, με τα υπόγεια δωμάτια και τους μπερδεμένους διαδρόμους, τους έβγαλε εντελώς από το κλίμα της Καλιφόρνια. Η απομόνωση τούς ανάγκασε να έρθουν ξανά κοντά, μακριά από τους περισπασμούς που είχαν χαλάσει τα προηγούμενα πλάνα τους.
Η μπάντα έστησε τον εξοπλισμό της στα υπόγεια του κάστρου, σε έναν χώρο με χοντρούς πέτρινους τοίχους που έδιναν μια έντονη, φυσική αντήχηση. Αυτό ανάγκασε τους ηχολήπτες να αλλάξουν τις θέσεις των μικροφώνων και να βρουν λύσεις για τις περίεργες ακουστικές αντανακλάσεις που προέκυπταν. Το ίδιο το περιβάλλον σχεδόν “ζητούσε” να επηρεάσει τον ήχο τους. Και αυτό ακριβώς έγινε. Λίγο μετά την εγκατάστασή τους, συνέβη η αλλαγή που περίμεναν. Όπως θυμούνται τα μέλη, το riff που έγινε η βάση του ομώνυμου κομματιού γεννήθηκε ξαφνικά, λες και το έβγαλε το ίδιο το κάστρο. Ήταν βαρύ, δυναμικό και σίγουρα διαφορετικό από ό,τι είχαν παίξει ως τότε. Αυτή η ενέργεια που βγήκε εκείνη τη στιγμή φάνηκε να απελευθερώνει όσα είχαν “κολλήσει” κατά τις ηχογραφήσεις στο Los Angeles. Η περίοδος χωρίς έμπνευση τελείωσε σχεδόν αμέσως.
Tο Clearwell Castle τους έδωσε τη σπίθα ξεκίνημα που χρειάζονταν και εδώ αρχίζουν τα περίεργα. Αρκετοί roadies θυμούνται ότι τα βράδια άκουγαν περίεργα βήματα από το μπουντρούμι και πόρτες που άνοιγαν μόνες τους. Όλα αυτά ενίσχυσαν στη μπάντα την αίσθηση ότι οι ιστορίες με φαντάσματα, ίσως να μην ήταν απλώς παραδόσεις. Η ατμόσφαιρα του κάστρου συνδέθηκε με μια σειρά από περίεργα περιστατικά που έμειναν για πάντα στην ιστορία του άλμπουμ. Μερικά μέλη ανέφεραν πως είδαν μια σκοτεινή φιγούρα με κάπα να τριγυρνά στους διαδρόμους και να χάνεται σε ένα δωμάτιο χωρίς έξοδο. Όταν το είπαν στους ιδιοκτήτες, εκείνοι τούς εξήγησαν με φυσικότητα πως το φάντασμα ήταν γνωστό στο κάστρο. Είτε οι θεάσεις ήταν αποτέλεσμα πραγματικού φαντάσματος είτε της κατάστασης που βρισκόταν η μπάντα, η επίδραση στην ατμόσφαιρα και στη μυθολογία του δίσκου ήταν έντονη. Το περιβάλλον τους έδωσε μια διαφορετική ώθηση για δημιουργία, παρόλο που ήρθαν αντιμέτωποι με κάποιες ανατριχιαστικές εμπειρίες.
Με τη διάθεσή τους ανανεωμένη, οι Black Sabbath άρχισαν να εξερευνούν νέους δρόμους στον ήχο τους, δοκιμάζοντας καινούριες ιδέες με τα πρώτα τους synths. Τεχνικοί θυμούνται τον Ozzy να παλεύει να βγάλει ήχους από ένα Moog που μόλις είχαν πάρει, ενώ οι ηχολήπτες δούλευαν μαζί με session keyboardists για να μετατρέψουν αυτές τις αρχικές ιδέες σε ολοκληρωμένες ενορχηστρώσεις. Αν και τα τραγούδια κρατούσαν τον βαρύ χαρακτήρα που είχαν πάντα οι Sabbath, ό,τι έφτιαξαν στο Clearwell Castle δείχνει την διάθεσή τους να πειραματιστούν. Πρόσθεσαν πλήκτρα, ορχηστρικά μέρη και αναπάντεχες στυλιστικές αλλαγές που έβαζαν νέα ερωτήματα για το τι μπορεί να θεωρείται heavy μουσική.
Αυτή η νέα προσέγγιση του “Sabbath bloody Sabbath” δεν ήρθε επειδή ήθελαν να αλλάξουν την ταυτότητά τους, αλλά επειδή ήθελαν να τη διευρύνουν. Ήξεραν καλά ότι το τοπίο στο ροκ άλλαζε γρήγορα. Μεγάλα συγκροτήματα έβγαζαν concept albums, ενώ οι progressive rock μπάντες γίνονταν γνωστές για την πολυπλοκότητά τους. Οι Black Sabbath δεν προσπάθησαν να αντιγράψουν αυτά τα στυλ, προτίμησαν όμως να πάρουν κάτι από το πνεύμα της εποχής και τις νέες δυνατότητες που ακούγονταν παντού. Έτσι, προέκυψε ένας δίσκος που κράτησε το γνώριμο “βάρος” τους, αλλά είχε πιο σύνθετη και πλούσια μουσική γλώσσα.
Η αισθητική του άλμπουμ ήταν κι αυτή μέρος του πειραματισμού. Το εξώφυλλο του Drew Struzan, τότε σχεδόν άγνωστου, ξεχώρισε αμέσως για τον τρόπο που έδειχνε τη θνητότητα από δύο πλευρές: μία σκοτεινή και μία γαλήνια. Αυτή η ιδέα ταίριαζε απόλυτα με τη διάθεση του δίσκου και έδωσε στη συνολική παρουσία μια ξεχωριστή υπόσταση. Το εξώφυλλο δεν σχετίζεται με κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι, αλλά πατάει στο γενικό νόημα του άλμπουμ, που περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια να αντιμετωπίσεις όσα σε επηρεάζουν, μέσα κι έξω.
Παρά το καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον, το “Sabbath Bloody Sabbath” διαμορφώθηκε μέσα σε μια περίοδο που δεν έλειπαν οι εντάσεις, όπως τότε που ο Ozzy και ο Geezer διαφώνησαν έντονα για την κατεύθυνση των στίχων, ένα μικρό επεισόδιο, που όμως έδειχνε πως υπήρχαν ήδη βαθύτερα ρήγματα μεταξύ τους. Η επιτυχία έφερε στη μπάντα χρήματα, φήμη και μεγαλύτερη πίεση. Τα ναρκωτικά και το αλκοόλ είχαν γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς τους, δυσκολεύοντας τις σχέσεις και διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Η δημιουργική ανάσα που βρήκαν στο Clearwell Castle δεν έλυσε αυτά τα θέματα – απλώς καθυστέρησε τις συνέπειες. Η αίσθηση συντροφικότητας που ένιωσαν όσο δούλευαν στον δίσκο ήταν αληθινή, αλλά έμενε εύθραυστη.
Όταν άφησαν το κάστρο και μπήκαν στο στούντιο, η μπάντα άρχισε να τελειοποιεί τις ιδέες που είχαν γεννηθεί στα υπόγεια. Πέρασαν αρκετούς μήνες δουλεύοντας για να φτιάξουν ένα άλμπουμ με συνοχή και χαρακτήρα. Σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκους, η διαδικασία ήταν πιο αργή και προσεκτική, κάτι που δείχνει τόσο την πολυπλοκότητα της νέας μουσικής όσο και την ανάγκη τους να δημιουργήσουν κάτι που θα αντέξει στον χρόνο. Ήξεραν πως ο κόσμος περίμενε από αυτούς “βαρύ” ήχο, όμως καταλάβαιναν ότι αν ακολουθούσαν τυφλά τη συνταγή των προηγούμενων ετών, θα έμεναν στάσιμοι.
Με την κυκλοφορία του “Sabbath Bloody Sabbath”, ακόμα και μέσα όπως το Rolling Stone μίλησαν για ένα αναπάντεχο δημιουργικό βήμα, ενώ το Melody Maker αναγνώρισε πρώτη φορά ότι η μπάντα είχε φτάσει σε νέα επίπεδα στη σύνθεση των τραγουδιών. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιοι σημαντικοί κριτικοί άρχισαν να βλέπουν την καλλιτεχνική αξία των Black Sabbath. Οι φανς το αγκάλιασαν αμέσως, όμως η θετική αναγνώριση από περιοδικά που ως τότε ήταν αρνητικά είχε ιδιαίτερη σημασία. Για τον Iommi, αυτή η δικαίωση έδειχνε πως άξιζε το ρίσκο που πήραν. Παρ’ όλα αυτά, η επιτυχία του δίσκου δεν εξαφάνισε τις εσωτερικές εντάσεις που είχαν αρχίσει να βαραίνουν τη μπάντα.
Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, άρχισαν να φαίνονται πιο καθαρά οι αντιφάσεις στις σχέσεις της μπάντας. Από τη μία, είχαν καταφέρει να αποδείξουν πως μπορούσαν να εξελίξουν τον ήχο τους και να αφήσουν πίσω τις παλιές τους συνήθειες. Την ίδια στιγμή, όμως, τα προσωπικά και καλλιτεχνικά προβλήματα που υπήρχαν εδώ και καιρό άρχισαν να δυναμώνουν. Κάποια μέλη είδαν αυτό το άλμπουμ σαν την τελευταία πραγματικά ενωμένη στιγμή του συγκροτήματος, κάτι που αποτυπώθηκε και στην ένταση που κυριαρχούσε λίγο αργότερα, στις ηχογραφήσεις του “Sabotage”, με δικαστικές διαμάχες και κούραση να βαραίνουν όλους.
Ουσιαστικά, το “Sabbath Bloody Sabbath” ξεχωρίζει για δύο λόγους: α) για τη μουσική του και β) για όσα σημάδεψαν τη δημιουργία του. Η πορεία των Black Sabbath εκείνη την περίοδο δείχνει ότι η έμπνευση συχνά έρχεται μέσα από δυσκολίες, αλλαγές και πείσμα. Με όσα βίωσαν στο Κάστρο Clearwell, η μπάντα έφτιαξε έναν δίσκο που κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της. Η ένταση, η φιλοδοξία και το ιδιαίτερο περιβάλλον του κάστρου συνδέθηκαν με έναν ήχο που ακόμα και σήμερα θεωρείται σημείο αναφοράς.
