Έψαχνα όλα αυτά τα χρόνια μια καλή αφορμή για να γράψω πέντε γραμμές για αυτό το διαμάντι και ποτέ δεν έβρισκα. Τελικά, το σκέφτηκα καλά και αποφάσισα ότι, στην τελική, δεν τη χρειάζομαι. Παρ’ όλα αυτά, βρήκα μία, μόλις τελείωσα το “Deadhouse Gates”, το δεύτερο δηλαδή βιβλίο του “Malazan Book of the Fallen”, και το έκανα ακούγοντας στο repeat το “Echoes of Battle” των Caladan Brood. Εκείνον τον υπέροχο δίσκο που κυκλοφόρησε κάποια στιγμή το 2013 και κατάφερε να δημιουργήσει ένα cult following, ανάμεσα στο οποίο ο γράφων έχει περίοπτη θέση.
Ο δίσκος αυτός ξεκίνησε στα αυτιά μου ως μία ακόμη αντιγραφή των Summoning, εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική αντιγραφή των Αυστριακών, μεταμορφώθηκε σε περίπτωση «ο μαθητής ξεπερνά τον δάσκαλο» και πλέον μπορώ να τον χαρακτηρίσω ως ένα από τα safe spaces μου. Για να το εξηγήσω λίγο περισσότερο, θα έλεγα ότι είναι ένας από τους πέντε δίσκους που κυκλοφόρησαν μετά το 2010 και, σε όποιο δευτερόλεπτο κι αν πατήσεις το “play”, ξέρω να σου πω ακριβώς σε ποιο σημείο του βρισκόμαστε.
Malazan: Book of the Fallen
Πριν δούμε τα του δίσκου, για όσους τον έχετε ακούσει και έχετε μία άποψη κοντά στη δική μου (με ίσως λιγότερη υπερβολή), να σας πω ότι η συγγραφική ικανότητα του Steven Erikson είναι αντάξιά του, τουλάχιστον. Η Αυτοκρατορία του Malazan λοιπόν, γεννήθηκε από δύο ανθρώπους, τον Kellanved και τον Dancer, που ξεκίνησαν από το νησί Malaz για να ενώσουν, με τη μαγεία και το ξίφος, έναν κόσμο βυθισμένο στο χάος. Το όραμά τους ήταν να επιβληθεί τάξη σε μια πραγματικότητα όπου οι θεοί, τα αρχαία όντα και οι άνθρωποι συνυπήρχαν σε μια εύθραυστη ισορροπία.
Στο πρώτο βιβλίο, το “Gardens of the Moon”, δεν βλέπουμε αυτή τη γέννηση, αλλά βιώνουμε τον απόηχο της. Η αυτοκρατορία είναι ήδη πανίσχυρη, όμως βρίσκεται σε κρίση. Ο αρχικός Αυτοκράτορας Kellanved και ο Dancer έχουν εξαφανιστεί υπό μυστηριώδεις συνθήκες, και στον θρόνο κάθεται η Αυτοκράτειρα Laseen. Οι Bridgeburners, μια από τις πιο ένδοξες μονάδες του Malazan στρατού, στέλνονται σε μια αποστολή που μοιάζει περισσότερο με παγίδα. Η σειρά δεν εξηγεί τίποτα ευθέως: τα ίχνη του παρελθόντος υπάρχουν μόνο σε κουβέντες στρατιωτών, σε ψίθυρους μαγείας, σε αναφορές για έναν “Emperor” που κανείς δεν τολμά να κατονομάσει.
Η Αυτοκρατορία του Malazan δεν παρουσιάζεται ποτέ ως μονοδιάστατη αυτοκρατορία του δίπολου καλό vs κακό. Είναι ένας πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός με αμέτρητα πρόσωπα: σκληρό και ανελέητο στις μεθόδους του, αλλά με έναν παράδοξο πυρήνα ανθρωπιάς, ειδικά στους στρατιώτες που το υπηρετούν. Οι Bridgeburners, οι Bonehunters και άλλες στρατιωτικές μονάδες της σειράς ενσαρκώνουν αυτή τη διττότητα, κουρασμένοι, κυνικοί άνθρωποι που συνεχίζουν να πολεμούν, όχι για δόξα, αλλά για επιβίωση και αλληλεγγύη. Μέσα από αυτούς, η αυτοκρατορία του Erikson αποκτά ένα σύνολο από φωνές, μνήμες και χαμένες ελπίδες, που καθιστούν τον τίτλο “Book of the Fallen” όχι απλώς χρονικό μιας αυτοκρατορίας, αλλά μνημείο στους πεσόντες όλων των κόσμων.

Η αντίσταση απέναντι στην Αυτοκρατορία του Malazan, όπως παρουσιάζεται στο “Gardens of the Moon”, ενσαρκώνεται μέσα από μορφές που έχουν δει την ιστορία να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, ώσπου η νίκη και η ήττα να χάσουν το νόημά τους. Δύο από αυτές τις μορφές είναι ο Caladan Brood και ο Anomander Rake, ηγέτες διαφορετικής προέλευσης, ενωμένοι από μια κοινή αίσθηση ευθύνης απέναντι στον κόσμο που διαλύεται γύρω τους.
Ο Caladan Brood, άνθρωπος και ημίθεος μαζί, φέρει το βάρος ενός σφυριού που θα μπορούσε να καταστρέψει την ίδια τη γη, όμως επιλέγει να μην το σηκώσει. Ο Rake, από την άλλη, κυβερνά την αρχαία φυλή των Tiste Andii και κουβαλά μια λύπη που μοιάζει να ξεπερνά τον χρόνο. Ο ένας αντιπροσωπεύει τη γη, τη σταθερότητα και την πράξη που συγκρατείται, ο άλλος τον ουρανό, το σκοτάδι και την αποδοχή της θνητότητας. Μαζί στέκονται απέναντι στην ψυχρή μηχανή της Αυτοκρατορίας, όχι για να τη διαλύσουν, αλλά για να την εμποδίσουν να καταπιεί ό,τι έχει απομείνει από την ισορροπία των κόσμων.
City of Azure Fire
Η ιστορία της Αυτοκρατορίας του Malazan δεν τελειώνει με τις εκστρατείες, τις προδοσίες και τους θεούς που κινούν τα νήματα. Όπως κάθε δύναμη που αγγίζει τα άκρα της, έτσι κι εκείνη αφήνει πίσω της έναν κόσμο ραγισμένο από τα ίδια της τα επιτεύγματα. Η Darujhistan, το στολίδι της ηπείρου Genabackis, θα εξελιχθεί αργότερα στη θρυλική “City of Azure Fire”, μια πόλη που, παρότι δεν παρουσιάζεται έτσι στο “Gardens of the Moon”, κουβαλά ήδη τους σπορούς της μελλοντικής της μοίρας. Εκεί, η μαγεία και η ιστορία συγκρούονται με τέτοια ένταση που ο ίδιος ο αέρας φαίνεται να πάλλεται από κάτι αρχαίο και απρόβλεπτο.
Η ονομασία City of Azure Fire θα προκύψει χρόνια αργότερα, όταν οι πληγές του κόσμου ανοίξουν ξανά και το λεγόμενο Blue Fire, μια κοσμική ενέργεια που καίει και μεταμορφώνει, θα σαρώσει τα πάντα. Η πόλη θα γίνει το κέντρο μιας νέας εποχής, όπου τα όρια ανάμεσα σε θεούς, ανθρώπους και σκιές θα θολώσουν οριστικά. Όμως ακόμη και στο πρώτο βιβλίο, οι δρόμοι, οι ταβέρνες και τα τείχη της Darujhistan προδίδουν αυτό που πρόκειται να έρθει: μια ζωντανή καρδιά που πάλλεται κάτω από την επιφάνεια της Αυτοκρατορίας, έτοιμη να αναφλεγεί με το παραμικρό ρήγμα στη μαγεία του κόσμου.

Και κάπως έτσι μπαίνουμε στο πρώτο κομμάτι του δίσκου και καταδυόμαστε μουσικά στον κόσμο του Malazan. Οι στίχοι μιλούν για τη City of Azure Fire, τη μεταμορφωμένη Darujhistan, εκεί όπου το Blue Fire άλλαξε για πάντα την ισορροπία των κόσμων. Το “pale blue fire of glittering spires ablaze” είναι η ίδια η καρδιά της πόλης όπως την ξέρουμε από τα βιβλία: οι σπείρες της μαγείας, οι δρόμοι των μάγων, τα φαντάσματα που ψιθυρίζουν στα τείχη. Οι “temples and taverns where secrets are whispered” είναι οι ίδιοι χώροι όπου στήθηκαν οι συμμαχίες και οι προδοσίες που σφράγισαν το Malazan Empire.
Για να μπορέσεις όμως να στήσεις έναν τέτοιο σύμπαν μουσικά, πρέπει να γίνεις αφηγηματικός. Επιβάλλεται η μουσική σου αφήγηση να μην είναι γραμμική, αλλά να ακολουθεί το νήμα του μύθου, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον κόσμο του Malazan. Εύστοχα, λοιπόν, οι Caladan Brood ξεκινούν με πλήκτρα, στήνοντας το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα εμφανιστεί ο βάρδος για να αρχίσει την ιστορία. Οι κιθάρες, βαθιά επηρεασμένες από τους Summoning, ξεπροβάλλουν σαν προεικόνιση του μέλλοντος, ένα πέρασμα μέσα από τα χρόνια και τις θύμησες του Malazan, μέχρι να επανέλθουν ta τα brutal φωνητικά των Shield Anvil και Mortal Sword, αναλαμβάνοντας τον ρόλο των αφηγητών που τραγουδούν τις χαμένες ψυχές της City of Azure Fire.
Στο ρεφρέν, το γνώριμο μοτίβο του “Echoes of Battle” παορυσιάζεται: επικά καθαρά φωνητικά, πλαισιωμένα από διακριτικά brutal δεύτερα. Είναι μια αντίθεση που δεν μοιάζει τυχαία, αλλά λειτουργεί σαν αντανάκλαση της διπλής φύσης της Darujhistan, μιας πόλης όμορφης και άγριας, ζωντανής και στοιχειωμένης. Και ύστερα έρχεται το grand finale: τα χάλκινα κορυφώνουν, τα κρουστά χτυπούν σαν τύμπανα τελετής, και η αίσθηση είναι πως κάτι κοσμικό πρόκειται να συμβεί, σαν να ανοίγουν οι πύλες της ίδιας της Darujhistan Fire για να υποδεχθούν κάποιον πολύ σημαντικό.
Echoes of Battle
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο “Echoes of Battle”. Από τους πρώτους κιόλας στίχους, οι Caladan Brood στήνουν ένα σκηνικό βαρύ: “There is a deep pathos here, a monumental sorrow. Blood has stained this ground, the very land itself a barrow.” Πρόκειται για τον ίδιο τόνο που κυριαρχεί σε όλη τη σειρά του Steven Erikson, τη συνειδητοποίηση ότι η ιστορία δεν γράφεται από ήρωες, αλλά από νεκρούς. Στο πρώτο βιβλίο, αυτή η ιδέα είναι παντού: οι στρατιώτες της Αυτοκρατορίας, οι Bridgeburners, πολεμούν σε έναν πόλεμο που δεν κατανοούν πια, για έναν θρόνο που έχει αλλάξει χέρια, και για έναν Αυτοκράτορα που ίσως δεν υπάρχει καν. Οι νίκες τους μοιάζουν με ήττες, και η πίστη τους είναι το μόνο που τους κρατά όρθιους.
Κι όμως, πίσω από το αίμα και τον χαλασμό, υπάρχει κάτι βαθύτερο. “The echoes of battle ring cold through the ages. The moon shines on old dunes, awakening ancient hatreds”. Αυτές οι φράσεις θυμίζουν την έρημο Raraku και τα γεγονότα του “Deadhouse Gates”, τη θρυλική “Chain of Dogs”, τη φρικτή πορεία του Coltaine μέσα από τη φωτιά και τη σκόνη. Εκεί, ο Erikson έγραψε ένα από τα πιο σπαρακτικά κεφάλαια της σύγχρονης φαντασίας: μια ατελείωτη πορεία θυσιών, όπου η νίκη είναι απλώς μια άλλη μορφή ήττας. Το τραγούδι αντλεί από εκεί την καρδιά του, αλλά το πνεύμα του είναι πιο ευρύ.
“Empires built upon the bones of those who stood beside us”, αυτή είναι ίσως η πιο Malazan φράση που θα μπορούσε να ειπωθεί εκτός των βιβλίων. Η Αυτοκρατορία είναι, ουσιαστικά, μια τραγωδία εν κινήσει: ένα σύστημα που στηρίζεται στις θυσίες των λίγων για την ψευδαίσθηση της σταθερότητας των πολλών. Οι Caladan Brood πιάνουν την ηθική ουσία του έργου του Erikson χωρίς να χρειαστεί να την εξηγήσουν. Το κάνουν με μουσική, με ρυθμό που θυμίζει πορεία στρατού και με μελωδία που χτίζει πάνω σε αυτό το αίσθημα του “monumental sorrow”, του πένθους που γίνεται συλλογικό, σχεδόν ιερό.
Wild Autumn Wind
Ήδη από το “Gardens of the Moon” δείχνει τα σημάδια της φθοράς της παρακμάζουσας Αυτοκρατορίας του Malazan. Στο “Wild Autumn Wind” ο άνεμος που φυσά “across the plains” κουβαλά τη σκόνη αιώνων, τη μνήμη από τις κατακτήσεις του Kellanved, τα πεδία των Bridgeburners και τα ερείπια των πόλεων που η Αυτοκράτειρα Laseen άφησε πίσω της. Οι στίχοι “The bones of beasts and the bones of kings. Become dust in the wake of the hymn” θυμίζουν την αντίληψη του Erikson ότι στο τέλος όλοι -θεοί, στρατιώτες, αυτοκράτορες- μοιράζονται την ίδια μοίρα. Είναι το ίδιο μήνυμα που υποβόσκει στα “Deadhouse Gates”, όπου η ατέλειωτη αλυσίδα θυσιών του Coltaine αποδεικνύει πως κάθε δόξα καταλήγει σε σκόνη.

Το “Wild Autumn” περιγράφει την ατμόσφαιρα του ίδιου του κόσμου: έναν πλανήτη κουρασμένο από πολέμους, όπου οι αυτοκρατορίες θάβουν η μία τα ερείπια της άλλης και οι θεοί παρακολουθούν τη ματαιότητα των έργων των ανθρώπων. Ο “Wild Autumn Wind” είναι ο άνεμος της αλλαγής, της παρακμής και της λήθης, ο ίδιος άνεμος που φυσά πάνω από τη Darujhistan στο τέλος του πρώτου βιβλίου, όταν όλα δείχνουν πως ένας ακόμη κύκλος μεγαλείου και καταστροφής έχει ολοκληρωθεί. Μέσα σε αυτόν τον άνεμο, η μουσική των Caladan Brood γίνεται ένας ύμνος στη ματαιότητα και στο μεγαλείο του να είσαι απλώς θνητός μέσα σε έναν κόσμο που ξεχνά τα πάντα.
To Walk the Ashes of Dead Empires
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το “To Walk the Ashes of Dead Empires” είναι ένα οργιαστικό όραμα καταστροφής που μεταφέρει τον ακροατή στα θεμέλια του ίδιου του κόσμου του Malazan. Οι στίχοι του περιγράφουν έναν ουρανό που φλέγεται, βουνά που συντρίβονται και θεούς που καταρρέουν μέσα σε στάχτες, μια αναπαράσταση των Πολέμων των Tiste φυλών και της διάρρηξης των πρωταρχικών κόσμων, πολύ πριν την άνοδο της Malazan Empire. Η αναφορά στο “call of T’iam” συνδέει άμεσα το κομμάτι με τη δράκονισσα Tiam, πηγή όλης της μαγικής ενέργειας των warrens, ενώ η εικόνα του “son of shadows” και της “mother darkness” (και ίσως μία από τις καλύτερες στιγμές ενός γενικά υπέροχου δίσκου) αγγίζει την καρδιά της κοσμογονίας: τις εσωτερικές ρήξεις ανάμεσα στους Tiste Andii, Liosan και Edur, και την εγκατάλειψη του φωτός από την ίδια τη δημιουργό τους.
Παρότι, όμως, το τραγούδι μιλά για θεούς, η ατμόσφαιρά του είναι απροσδόκητα ανθρώπινη. Εκεί όπου το “Gardens of the Moon” έδειχνε θεότητες να παρεμβαίνουν στον ανθρώπινο πόλεμο, το “To Walk the Ashes of Dead Empires” αντιστρέφει τη ματιά: παρουσιάζει τους ίδιους τους θεούς σαν στρατιώτες, καταδικασμένους να πεθάνουν, να ξαναγεννηθούν και να επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Η φράση “Landscapes bathed in colours pale, dressed in blood and broken maille” θα μπορούσε να περιγράφει οποιοδήποτε πεδίο μάχης στο Malazan, αλλά εδώ αποκτά σχεδόν υπερβατική διάσταση, ολόκληρη η Ιστορία γίνεται ένα απέραντο πεδίο μετά τη μάχη, όπου “the cost of war” δεν μετριέται πια σε ζωές, αλλά σε κόσμους.
A Voice Born of Stone and Dust
Λίγο πριν το τέλος φτάνουμε στο αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου και το “A Voice Born of Stone and Dust”. Εδώ οι Caladan Brood αφιέρωνουν χρόνο στους T’lan Imass, ίσως το πιο τραγικό έθνος του Malazan. Οι στίχοι του τραγουδιού αφηγούνται την ιστορία του ξυπνήματος των αρχαίων προγόνων της ανθρωπότητας που, υπό τον First Sword Onos T’oolan, θυσίασαν τη θνητότητά τους για να γίνουν αθάνατοι πολεμιστές. Οι “warriors of bone” που “march” δεν είναι μεταφορά: είναι κυριολεκτικά στρατοί από αποστεωμένα πλάσματα, δεμένα με το Tellann, τη φλόγα της μαγείας που τους καταδίκασε να περιπλανώνται αιώνια.
Οι T’lan Imass εμφανίζονται στο “Gardens of the Moon” να ακολυοθούν τη θέληση του First Sword. Εκεί ο Erikson τοποθετεί τους αθάνατους αυτούς πολεμιστές όχι ως τέρατα, αλλά ως τραγικά σύμβολα της μνήμης και της ενοχής: πλάσματα που δεν μπορούν να πεθάνουν γιατί κάποτε φοβήθηκαν τον θάνατο. Οι Caladan Brood, μέσα από τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του “We march, we march”, αποτυπώνουν τη μηχανική, άψυχη κίνηση ενός στρατού που δεν έχει πια ψυχή, μόνο σκοπό. Το “we cry to the blood-red sun in a voice born of stone and dust” είναι η κραυγή ενός είδους ζητά απλώς μια τελική ανάπαυση. Όπως και στα βιβλία, έτσι και στο τραγούδι, οι T’lan Imass υπενθυμίζουν ότι ακόμη και η αθανασία, αν δεν συνοδεύεται από νόημα, καταλήγει να είναι μια κατάρα.
Όμως, εξίσου σημαντικό είναι να σταθούμε και στο καθαρά μουσικό σκέλος. Παρότι στο epic black metal οι εκτεταμένες συνθέσεις και οι πυκνές ενορχηστρώσεις αποτελούν σχεδόν κανόνα, τα πιο κλασικά στοιχεία του heavy metal συχνά απουσιάζουν. Η γνώριμη δομή -κουπλέ, ρεφρέν, κουπλέ, ρεφρέν, σόλο, ρεφρέν- σπάνια βρίσκει θέση σε αυτό το είδος, κι αυτό είναι απολύτως λογικό: πρόκειται για μια μορφή που υπηρετεί σύντομα αφηγηματικά σχήματα και τη λειτουργικότητα της σκηνής. Το epic black metal, αντίθετα, χτίζει κόσμους, χρειάζεται χρόνο, επαναλήψεις και ατμόσφαιρα.
Οι Caladan Brood, ωστόσο, καταφέρνουν κάτι σπάνιο, παντρεύουν τη μεγαλοπρέπεια του επικού με τη δομή του παραδοσιακού metal χωρίς να χάνουν την ταυτότητά τους. Το “A Voice Born of Stone and Dust” είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: ένα κομμάτι που διαθέτει catchy ρεφρέν, φυσική ροή και ένα εκρηκτικό σόλο που εισάγει ιδανικά το outro, αποδεικνύοντας ότι η αφήγηση και η στιβαρή τραγουδοποιία μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς να αλληλοαναιρούνται.
Book of the Fallen
Το “Book of the Fallen” που κλείνει το “Echoes of Battle” είναι μια ωδή στους απλούς στρατιώτες, τους κουρασμένους, τους διψασμένους και χαμένους, αυτούς που βαδίζουν χωρίς ελπίδα μέσα στην έρημο της Seven Cities. Το κομμάτι αφηγείται τη φρίκη της μάχης του Y’Ghatan, όπως μας τη δίνει και ο Eriksson στο “Deadhouse Gates”, μια από τις πιο σπαρακτικές και φρικιαστικές σκηνές στη λογοτεχνεία του γανταστικού. Εκεί, οι δυνάμεις του Coltaine και οι Malazan πολεμούν μέχρις εσχάτων μέσα σε μια φλεγόμενη πόλη, εγκλωβισμένοι σε μια φωτιά που καταπίνει τα πάντα. Οι στίχοι “The fires of Y’Ghatan burn in the night, the shadows of a fallen god” μεταφέρουν τη στιγμή που οι φλόγες γίνονται σύμβολο ματαιότητας, καθώς οι άνθρωποι πολεμούν για κάτι που έχει ήδη χαθεί.

Οι “Soldiers of Empire Malazan” που “fight for the seat of the highborn” δεν είναι ένδοξοι κατακτητές, αλλά κουρασμένοι φαντάροι που έχουν ξεχάσει γιατί πολεμούν. Το “Still we ride, fight, and die” είναι το πιο ωμό Malazan σύνθημα, μια διατύπωση της σιωπηλής αξιοπρέπειας εκείνων που συνεχίζουν, όχι από πίστη ή καθήκον, αλλά επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή. Οι περιγραφές της ερήμου, των “blistering sands” και των “bloodstained dawns” παραπέμπουν απευθείας στην πορεία της Chain of Dogs, αλλά το τραγούδι κορυφώνεται στη μάχη του Y’Ghatan, όταν η φωτιά γίνεται καθαρτήριο και τάφος μαζί. Και το κλείσιμο, αχ αυτό το outro, επί της ουσίας κλείνει τον κύκλο που άνοιξε πριν από περίπου μία ώρα.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Caladan Brood