Το “Puritanical Euphoric Misanthropia” από την πρώτη ημέρα που κυκλοφόρησε το ατένιζα σαν ένα βράχο που μαστιγώνεται από ορδές οργισμένων κυμάτων κι όμως αυτός στέκεται ατάραχος. Οργισμένες και απογοητευμένες ορδές οπαδών δεν αγκάλιασαν με ευγενικό τρόπο εκείνο το Μάρτιο του 2001 τον πέμπτο δίσκο των Dimmu Borgir που “τρώγονταν” για να βάλουν τους εαυτούς τους στο star system του metal.
Το τρένο των Borgir λίγο πριν αποχαιρετήσουμε τον 20ο αιώνα, τρέχει με δαιμονισμένο ρυθμό. Τη διετία ’97-’99 έχουν κυκλοφορήσει δυο υπερηχητικούς δίσκους περισσότερο σε αντίκτυπο και ανεπαίσθητα λιγότερο σε πωλήσεις. Οι ακτίνες του μαύρου άστρου τους ρίχνει δυνατές δέσμες πάνω στη μεταλλική κοινότητα. Όλη αυτή η άνοδος προκαλεί και τριγμούς στις τάξεις των Νορβηγών που αποχαιρετούν για διάφορους λόγους τα τρία από τα έξι μέλη (Astennu, Tjodalv, Nagash). Οι τρεις μουσικοί που θα έρχονταν για να καλύψουν το κενό, αναμένονταν να παίξουν τεράστιο ρόλο στο “Puritanical…”.
Λένε πως όταν δεν μπορείς να αναμετρηθείς με τους ανταγωνιστές σου, τους φέρνεις στο μέρος σου. Οι κακές γλώσσες τουλάχιστον αυτό λένε όταν βλέπουν τον Nicholas Barker να φεύγει από τους άτυπους αντιπάλους Cradle of Filth και να αναλαμβάνει το drum kit των Dimmu Borgir. Το ίδιο συνέβη και με τον Galder, τον ιδρυτή των Old Man’s Child που άρχισαν να ακούγονται ηχηρά λίγο μετά τα μέσα των 90’s. Αλλά αυτά δεν είναι παρά σπέκουλες.
Σχεδόν αμέσως διακρίνεις τη μεγάλη επιρροή των νέων "μεταγραφών" στο "Puritanical Euphoric Misanthropia"
Ο ίδιος ο Barker είπε πως έφυγε γιατί δεν τα πήγαινε καλά με τον Dani Filth με τον οποίο είχαν και μουσικές διαφορές. O Galder είναι παιδικός φίλος από το σχολείο των Shagrath και Silenoz. Ο τρίτος της παρέας είναι ο μπασίστας ICS Vortex ή αλλιώς Simen Hestnæs από τους Borknagar. Οι τρεις τους θα σφράγιζαν σε υπερθετικό βαθμό την ποιότητα του “Puritanical…”.
Πέρα από το επ’ ουδενί ολιγόλεπτο συμφωνικό intro αμέσως ή σχεδόν αμέσως διακρίνεις τη μεγάλη επιρροή των νέων “μεταγραφών”. Η χρήση του πεντάχορδου μπάσου από τον Vortex είναι εμφανής αλλά ο τύπος από το Όσλο κάνει αισθητή την παρουσία του με άλλο τρόπο και αυτός είναι τα καθαρά φωνητικά του που έρχονται σε αρμονική συνάρτηση με τα δαιμονισμένα του Shagrath.
Στην προηγούμενη κυκλοφορία των Dimmu Borgir παρέστη σαν guest τραγουδιστής. Σαν σταθερό μέλος που είναι στο “Puritanical Euphoric Misanthropia” ο ακροατής αφουγκράζεται τη σιγουριά που νιώθει. Για εμένα έφθασε σε επίπεδα που κάποια χρόνια μετά θα έπιανε και με τους Arcturus. Άξια παραδείγματα το “King of the Carnival Creation” και το “Hybrid Stigmata”.
Ό,τι και να πεις για την παραγωγή του τρίτου δίσκου των Dimmu Borgir στη Nuclear Blast θα είναι λίγο
Ο Galder με το που έρχεται στους Dimmu Borgir αρχίζει να γράφει και να δίνει ιδέες. Τα thrash/death α λα 80’s Kreator riff είναι δικά του και καταλήγει να έχει τεράστια συνεισφορά σε τρία με τέσσερα τραγούδια. Χωρίς να θέλω να μειώσω τους προηγούμενους δυο αλλά η μεγάλη διαφορά είναι στα τύμπανα για τον πέμπτο δίσκο της μπάντας από το Όσλο.
Ο Nicholas Barker έρχεται με φόρα και αμέσως αφήνει το στίγμα του. Όπου ακούγονται τα τύμπανά του είναι ένας ατελείωτος drumming οργασμός. Ξεχωρίζω τα “Blessings upon the throne of tyranny”, “Absolute Sole right” που ξεχωρίζουν και σαν συνθέσεις. Θα προσέξεις ότι ακούγονται μπροστά. Τόσο ο Barker όσο και το υπόλοιπο σχήμα υποστήριξαν αργότερα πως θα ήθελαν τα τύμπανα να είναι λίγο πιο πίσω και οι κιθάρες να φαίνονται περισσότερο.
Ό,τι και να πεις για την παραγωγή του τρίτου δίσκου των Dimmu Borgir στη Nuclear Blast θα είναι λίγο. Τα λόγια είναι περιττά και αχρείαστα ακόμα και αν παίξεις το δίσκο σε ένα pc με μικροσκοπικά ηχειάκια. Μετά τις δυο επισκέψεις των Νορβηγών στα Abyss Studios του Peter Tägtgren έρχεται η σειρά των ακόμα πιο φημισμένων στο extreme metal, Fredman Studio. Είναι η πρώτη νορβηγική black metal που περνάει τις πόρτες του. Εκεί γίνεται το έλα να δεις. Η παραγωγή για τα στάνταρντ του metal μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο με μια φράση: bigger than everything.
Ο Silenoz "σοκάρει" το μεταλλόκοσμο λέγοντας πως ακούει και πιο pop μουσική όπως οι The Cardigans
Στα ήδη μεγαλεπήβολα σχέδια της μπάντας με την εταιρεία έρχεται να προστεθεί και η χρησιμοποίηση μιας ζωντανής ορχήστρας! Αυτή θα είναι η The Gothenburg Opera Orchestra (Göteborgs Operans Orkester). Βολεύει τη μπάντα η συνεργασία με την συγκεκριμένη ορχήστρα που τους προτείνει ο παραγωγός Fredrik Nordström διότι όλοι τους βρίσκονταν στην ίδια πόλη, το Γκέτεμποργκ. Οι Borgir γράφουν τη μουσική και μέσω ενός μαέστρου (Gaute Storås) τις περνάνε στους μουσικούς της 14μελής ορχήστρας. Όπως ήταν φυσιολογικό ο πληκτράς τους (Mustis) κάνει βήματα στην άκρη για να δώσει χώρο.
Το αποθεωτικό αποτέλεσμα ακούγεται πιο ζωντανό από ό,τι έχει κάνει σε αυτό τον τομέα το νορβηγικό σχήμα καθώς επίσης και αναφορικά με την αντίστοιχη χρησιμοποίηση ζωντανής ορχήστρας του αντίπαλου δέος, τους Cradle of Filth στο “Damnation and a Day” της ίδιας χρονιάς. Η κλασσική μουσική δε συνευρίσκεται αρμονικά μόνο με το extreme metal αλλά και με την νορβηγίλα που ξεφυσούν μέσα από τα σωθικά τους οι Borgir.
Ο δρόμος της σύγκρισης με soundtrack αναφορές είναι μη αναστρέψιμος. Είναι φυσική συνέπεια των ακουσμάτων των βασικών μελών (Silenoz, Shagrath) πουπροτιμούσαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Ο Silenoz αποκαλύπτει πως τις ημέρες που περνούσαν στο στούντιο προτιμάει επικά soundtrack όπως το Gladiator και το Braveheart. “Σοκάρει” το μεταλλόκοσμο λέγοντας πως ακούει και πιο pop μουσική (The Cardigans).
Στο "Puritanical Euphoric Misanthropia" γινόμαστε μάρτυρες μερικών από των πιο εμπνευσμένων στιγμών των Dimmu Borgir
Ο Silenoz εκτός από κιθαρίστας κρατάει και την στιχουργική πένα στους Dimmu Borgir. Το “Puritanical Euphoric Misanthropia” συνεχίζει στον τίτλο το συμβολισμό των τριών λέξεων. Αν πονοκεφαλιάζεις με το πως οι λέξεις δένονται μεταξύ τους, έρχεται ο Sven Atle Kopperud (Silenoz) να σου τα εξηγήσει ωραία: “Ο τίτλος περιγράφει την ανθρωπότητα. Έχεις από θρησκευτικής πλευράς τη λέξη puritanical. Οι θρησκευόμενοι για να επιβιώσουν εξάρτιονται από την ευφορία και αυτό που δημιουργούν στο τέλος είναι η μισανθρωπία”. Ευτυχώς που στο τέλος λέει πως “Έχει περιθώρια για πολλές εξηγήσεις ο τίτλος”.
Το ίδιο συμβαίνει και στο κύριο μέρος, στα τραγούδια. Οι στίχοι φτύνουν μισανθρωπία και είναι σατανικοί. Έχουν μεταφορικό ύφος και άφθονη συμβολικότητα, δίνοντας χώρο στον ακροατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
How unfortunate I am!
Cursed to spend time, on a battle already won.
Στο “Puritanical Euphoric Misanthropia” γινόμαστε μάρτυρες μερικών από των πιο εμπνευστικών στιγμών των Dimmu Borgir. Ακούμε τμήματα των καλύτερων ερμηνειών της καριέρας του Shagrath. Είναι ενδεχομένως ο τελευταίος δίσκος όπου η συνάθροιση των μουσικών που έπαιξαν, έδωσε και έδειξε στο αποτέλεσμα το 100% των δυνατοτήτων της. Μετά από ένα τέτοιο τόλμημα, ανάξιο το ζητούμενο και λίγη σημασία έχει αν ακούγονται σαν black metal. Με αυτό το δημιούργημα οι Dimmu Borgir έχουν αφήσει ήδη πίσω τους τη στάμπα του νορβηγικού black metal σχήματος. Δεν ξεφεύγουν μόνο καθ’ αυτό τον τρόπο αλλά και σε σχέση με τα υπόλοιπα σχήματα του χώρου.
Το "Puritanical Euphoric Misanthropia" δεν είναι μόνο πολλά σκαλοπάτια πάνω σε ατμόσφαιρα και παραγωγή
Η αντιπαλότητα των οπαδών λίγο πριν το 2000 ήταν αυτή ανάμεσα σε αυτούς των Cradle of Filth και των Dimmu Borgir. Ήταν το αντίστοιχο δίλημμα “Maiden ή Metallica”. Οι Borgir προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν το συμφωνικό και majestic black metal που είχαν ξεκινήσει να αναπτύσσουν από το “Enthroned Darkness Triumphant”. Το “Puritanical…” θεωρείται η φυσική εξέλιξη του “Spiritual Black Dimensions”.
Στέκεται ανάμεσα στο παρελθόν τους και στην δίψα τους για να πειραματιστούν σε μεγάλο βαθμό. Σε σχέση με τους “αντιπάλους” τους Cradle of Filth που στηρίζουν πειστικά το concept και το image τους, οι Νορβηγοί εμφανίζονται έντονα μπερδεμένοι. Θέλουν να περάσουν ένα γοτθικό ή βλάσφημο σεξισμό (;;) στο εξώφυλλο με το γυμνό γυναικείο σώμα “αγκαλιασμένο” με πυκνά συρματοπλέγματα. Αποτυγχάνουν οικτρά γιατί εκτός του ότι είναι άγαρμπα “κομμένο”, είναι λες και το έχουν δανειστεί από κάποιο παλιό τεύχος του Playboy.
Η κατάσταση σε ένα από τα πιο ιδιαίτερα άλμπουμ του μοντέρνου extreme metal, βαδίζει σαστισμένα και στο συνθετικό επίπεδο. Οι διακυμάνσεις των ιδεών είναι κατακλυσμιαίες. Από σκοτεινό και νοσηρά απειλητικό μετατρέπεται σε γαλήνιο και “ειρηνικό”, όσο μπορώ να χαρακτηρίσω έτσι ένα τέτοιο δίσκο. Το “Puritanical…” δεν είναι μόνο πολλά σκαλοπάτια πάνω σε ατμόσφαιρα και παραγωγή. Είναι και σε περιπλοκότητα. Η progressive στάση με την οποία γράφουν τα τραγούδια, τους οδηγεί σε λαβυρινθώδη αποτελέσματα και μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις. Ίσως να ήταν και αναγκαίο κακό.
Για τους Dimmu Borgir είναι σημαντικό να σκέφτεσαι αντισυμβατικά και να μην έχεις όρια
Έτσι λοιπόν ενώ ο ακροατής έχει όλη την καλή διάθεση και προσπαθεί να χωνέψει μια μελωδία, οι Dimmu Borgir βρίσκονται ήδη δέκα βήματα παρακάτω κανονιοβολώντας τον ασταμάτητα με νέες ιδέες. Έχουμε να κάνουμε με ένα ατελείωτο κυνηγητό του ακροατή με το συγκρότημα. Γι’ αυτό και το άτυπα ομώνυμο τραγούδι (Puritania) που το εντοπίζεις στη μέση του δίσκου, είναι ένα ευχάριστο διάλλειμα, σα να παίρνεις μια ανάσα ενόψει της εξαντλητικής (;;) συνέχειας. Είναι από τα πιο τεμπέλικα τραγούδια τους, minimal με επαναλαμβανόμενη μελωδία. Είναι προφανέστατα πειραματικό και σε φέρνει κατάματα με το industrial πρόσωπο των Dimmu Borgir. Εγώ το έχω φέρει στο μυαλό μου σαν ένα ιντερλούδιο.
Εν συντομία πρέπει να αναρωτηθείς σαν οπαδός των Borgir και του extreme metal: Ξεγυμνώνοντας το δίσκο από την εκπληκτική παραγωγή και την συμφωνική επίστρωση, θα σου μείνει ένα ορθό αποτέλεσμα; Θα σου μείνουν οι μελωδίες και τα riff στο μέγιστο βαθμό;
“Είναι από τους δυνατότερους μας δίσκους σε ένα μνημειώδες σημείο της καριέρας μας. Έθεσε τις βάσεις για τα επόμενα χρόνια. Επίσης μας έβαλε στο χάρτη του metal” λέει με χαρακτηριστικό τρόπο ο Silenoz, δίνοντας την εικόνα που έχει η μπάντα για το δίσκο. Το ‘Puritanical…” απέκτησε πολλούς φίλους και μια ολόκληρη γενιά νέων οπαδών των Dimmu Borgir.
Είναι φυσική εξέλιξη των πραγμάτων που διάλεξαν οι ίδιοι οι Dimmu Borgir για τον ήχο τους
Απέκτησε και πολλούς εχθρούς, fans του σχήματος των όχι τόσο χρονολογικά μακρινών εποχών του “Stormblåst” που ήδη είχαν αρχίσει να δυσφορούν με την ηχητική γραμμή που τράβηξε το “Spiritual Black Dimensions”. Ο διάδοχός του τελευταίου το 2001 ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ξεκινώντας ένα ασταμάτητο χλευασμό. Η κατακλείδα; Οι Dimmu Borgir ξεπουλήθηκαν.
“Δε ζητήσαμε ποτέ την άδεια (από την εταιρεία) για να κάνουμε κάτι σαν καλλιτέχνες. Για τους Dimmu Borgir είναι σημαντικό να σκέφτεσαι αντισυμβατικά και να μην έχεις όρια” είναι τα λόγια του Silenoz ίσως και προς όλους αυτούς που από μεγάλοι fans, βρέθηκαν στο απέναντι στρατόπεδο.
Σαν ζυγός που είμαι στο ζώδιο θα ισορροπήσω κάπου στη μέση για αυτό το καλλιτέχνημα που έκλεισε αυτό το μήνα τα είκοσί του έτη. Τα αυτιά μου γίνονται κόμποι με την πολυπλοκότητα των ιδεών που γέννησαν προ 20ετίας ο Shagrath, o Silenoz και οι υπόλοιποι. Σε σύγκρουση με αυτό δεν παύω να εκπλήσσομαι και να απολαμβάνω τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων που διάλεξαν οι ίδιοι οι Dimmu Borgir για τον ήχο τους.