Το να μιλήσω με τον frontman μιας από τις αγαπημένες μου μπάντες, τους Moonspell, είναι μια από τις μεγαλύτερες τιμές για μένα. Αυτή δεν είναι μια τυπική συνέντευξη, αλλά η ιστορία των Πορτογάλων θρύλων του dark metal, όπως τη βιώνω εγώ, μέσα από τις απαντήσεις του Fernando Ribeiro. Η ιστορία ξεκινάει το 1989 στη Brandoa, όπου δημιουργείται μια μπάντα με το όνομα Morbid God. Το μουσικό τους στυλ είναι ωμό και γεμάτο ένταση. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως black metal, ωστόσο υπάρχουν διαφορές από τον παραδοσιακό ήχο του ιδιώματος.
Τρία χρόνια μετά, αλλάζουν το όνομά τους και επανασυστήνονται στο κοινό ως Moonspell (ένα πολύ καλύτερο όνομα, αν με ρωτάτε). Αυτή η αλλαγή δεν περιορίστηκε στο όνομα, αλλά ήταν μια συνολική μεταμόρφωση. Ο ήχος τους γίνεται πιο gothic, η μουσική τους πιο μελωδική, και η συνολική ποιότητα ανεβαίνει. Ο frontman Langsuyar (Fernando Ribeiro) υιοθετεί πιο ήπια φωνητικά, γεμάτα απόγνωση, ενώ τα καθαρά φωνητικά αποκτούν κυρίαρχο ρόλο. Επιπλέον, με τραγούδια όπως το “Trebaruna”, ενσωματώνουν και folk στοιχεία, προσθέτοντας ποικιλία στον ήχο τους.
Καλωσόρισες, Fernando, και πριν περάσουμε στην πρώτη ερώτηση, εκ μέρους του DEPART, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω θερμά. Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τη «γέννηση» των Moonspell, και είσαι μέρος αυτού του ταξιδιού σε όλη τη διάρκειά του. Φανταζόσουν τότε ότι οι Moonspell θα γίνονταν μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μπάντες του είδους; Σε συνέντευξή σου έχεις αναφέρει πως η φήμη δεν ήταν ποτέ στα σχέδιά σου, απλά συνέβη. Πιστεύεις ότι αυτή η προσέγγιση συνέβαλε στο να φτάσετε το θρυλικό status που διαθέτετε σήμερα;
Ευχαριστώ για τον χρόνο και τη στήριξή σας. Η απάντησή μου είναι: «Είναι πραγματικά οι Moonspell μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μπάντες;». Δυσκολεύομαι να συμβιβαστώ με αυτή την ιδέα. Πολλοί μας λένε πως είμαστε επιδραστικοί ή μεγάλο συγκρότημα, αλλά κάθε μέρα είναι ένας αγώνας, κάτι που αποτυπώνεται και στη μουσική που γράφτηκε από μπάντες που μας ακούν. Όσον αφορά τη σκηνή, πρέπει να παλέψουμε για κάθε εισιτήριο, κάθε νότα, κάθε δίσκο.
Αυτά τα 30 χρόνια ήταν σκληρός αγώνας, προσπαθώντας να αναπληρώσουμε την έλλειψη ταλέντου με σκληρή δουλειά. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Δεν θεωρώ πως οι Moonspell είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες μπάντες. Κάναμε καλή δουλειά παίζοντας τη μουσική μας και ψυχαγωγώντας τον κόσμο, αλλά δεν θα ισχυριστώ ότι αφήσαμε μια σημαντική κληρονομιά – αυτό το αφήνω στα περιοδικά και τους fans να το κρίνουν. Αν το πιστεύετε εσείς, σας ευχαριστώ, αλλά συχνά αμφισβητώ τη θέση μας στη σκηνή.
Το να γίνω διάσημος δεν ήταν ποτέ στα σχέδιά μου. Μερικές φορές, αστειευόμενος, λέω πως είμαι ένας φτωχός rockstar, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά στη φήμη του. Θεωρώ ότι το γεγονός πως είμαι μεγαλόσωμος και ξεχωρίζω στο πλήθος βοήθησε τους Moonspell όλα αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, η διασημότητα δεν ήταν ποτέ στόχος και παραμένει κάτι παράξενο για εμάς να θεωρούμαστε διάσημοι ή να εμφανιζόμαστε στα charts. Όταν χρησιμοποιείς όρους όπως «θρυλικοί», είναι δύσκολο να το αποδεχτώ. Εδώ, στο γραφείο μου, ετοιμάζοντας τα πράγματά μου για την Ελλάδα, νιώθω περισσότερο σαν ένας εργαζόμενος άνθρωπος με αποστολή να ψυχαγωγήσει, να ξεναγήσει το κοινό στη μουσική μας κληρονομιά. Αυτό θεωρώ σημαντικό. Νιώθω τυχερός και ευγνωμονώ όλους όσοι μας άκουσαν, είτε μας θεωρούν θρυλικούς είτε όχι.
Μίλησέ μας για το πώς έγινε η μετάβαση από τους Morbid God στους Moonspell.
Η αλλαγή από Morbid God σε Moonspell ήταν αρκετά εύκολη. Πρώτον, το όνομα Morbid God μπορούσε εύκολα να μπερδευτεί με άλλα, όπως Morbid Angel, Morbid Saint ή Morbid Death – υπήρχαν πολλοί “Morbid” εκείνη την εποχή. Επιπλέον, με τους Morbid God, θέλαμε να δημιουργήσουμε μια μπάντα από την Πορτογαλία που να ενσωματώνει σκοτεινές επιρροές από μπάντες παγκοσμίως, ιδιαίτερα από την Ελλάδα, όπως οι Rotting Christ, Varathron και Necromantia. Ο στόχος μας ήταν να γράψουμε ένα αποκρυφιστικό black metal τραγούδι με σατανικά στοιχεία.
Στη συνέχεια, συμμετείχαμε στο compilation album “The Birth of a Tragedy”, που περιλάμβανε το “Serpent Angel”. Η διεθνής underground σκηνή αντέδρασε πολύ θετικά, οπότε αποφασίσαμε να ανέβουμε επίπεδο. Για να το πετύχουμε, έπρεπε να σοβαρευτούμε. Έτσι, αλλάξαμε το όνομα σε Moonspell, κάτι που επηρέασε όχι μόνο το μέλλον μας αλλά και τα σχέδια και την αίσθηση της μουσικής μας.
Βρισκόμαστε στο 1995 και οι Moonspell ετοιμάζονται για το πρώτο τους full-length album. Για πολλές μπάντες, το πρώτο άλμπουμ είναι μια μικρή γεύση του ταλέντου τους. Το “Wolfheart”, όμως, είναι κάτι παραπάνω. Για πολλούς, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, αποτελεί το magnum opus των Moonspell.
Ήσουν μόλις 21 ετών όταν κυκλοφόρησε το πρώτο σας άλμπουμ. Είχες φανταστεί ποτέ ότι 27 χρόνια αργότερα θα απαντούσες σε ερωτήσεις ενός ελληνικού webzine; Πώς νιώθεις που το πρώτο σας άλμπουμ έχει πουλήσει δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα παγκοσμίως και τραγουδιέται από ανθρώπους που ίσως δεν είχαν καν γεννηθεί όταν κυκλοφόρησε;
Χεχε, όχι, δεν φανταζόμουν όταν ήμουν 21 ότι θα ετοιμάζω βαλίτσες για Ελλάδα ή ότι θα δίνω συνεντεύξεις σε ελληνικό webzine. Αυτό το ενδεχόμενο μου φαινόταν τότε πολύ μακρινό. Το ότι το “Wolfheart” πούλησε τόσες κόπιες δεν είναι σαν το παραμύθι της Σταχτοπούτας που πολλοί φαντάζονται. Ήταν πολύ δύσκολο να πουλήσει, γιατί ήταν ένας τολμηρός δίσκος. Ήμασταν έξι άνθρωποι με διαφορετικές ιδέες: ένας ήθελε folk, άλλος black metal, άλλος goth με σκοτεινά, βαμπιρικά θέματα. Ήταν πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε συμβιβασμό στο στούντιο, και κανείς δεν πίστευε σε αυτό το άλμπουμ.
Δεν έτρεξαν όλοι στα δισκάδικα μόλις κυκλοφόρησε, την Πρωταπριλιά του 1995. Αλλά βγήκαμε στον δρόμο και δουλέψαμε σκληρά. Κάναμε περιοδείες με τους Morbid Angel, τους Immortal, τους The Gathering, τους Tiamat και τους Crematory, όλα τα μεγάλα ονόματα των μέσων των ’90s. Μόνο όταν γυρίσαμε εξαντλημένοι, πεινασμένοι και εξαπατημένοι από την περιοδεία, ο Robert Kampf της Century Media μας είπε ότι πουλήσαμε 50.000 κόπιες. Για μένα, το “Wolfheart” θα είναι πάντα το ασχημόπαπο: από δίσκος που κανείς δεν ήθελε να αγοράσει, έγινε ένας από τους πιο αγαπημένους και μάλλον ο καλύτερος δίσκος των Moonspell.
Για τους Moonspell, το να φτάσουν στην κορυφή φάνηκε εύκολο, και το πέτυχαν με το πρώτο τους άλμπουμ. Το επόμενο βήμα ήταν να διατηρηθούν σε αυτό το επίπεδο, κάτι που πολλές μπάντες με εξαιρετικά ντεμπούτα δεν κατάφεραν. Οι Moonspell διέψευσαν όσους πίστευαν ότι το “Wolfheart” θα ήταν το μοναδικό καλό άλμπουμ τους. Την επόμενη χρονιά από την κυκλοφορία του, επέστρεψαν δυναμικά με το “Irreligious”.
Αυτό που πέτυχαν με αυτόν τον δίσκο φαινόταν σχεδόν ακατόρθωτο. Όταν κυκλοφόρησε το 1996, εντυπωσίασε με τη μοντέρνα προσέγγισή του. Σήμερα, παρά τα χρόνια που πέρασαν, παραμένει κλασικός, διατηρώντας τη φρεσκάδα και τη μοναδικότητά του.
Πολλοί θεωρούν το “Irreligious” ως τον δίσκο που σας απογείωσε και βοήθησε το gothic metal να εδραιωθεί στη metal κοινότητα. Αυτή είναι η επίδρασή του στη σκηνή, αλλά πώς επηρέασε τις δικές σας ζωές; Επίσης, αν κάνω λάθος διόρθωσέ με, αλλά έγραψες τους στίχους και στους δύο δίσκους. Οι στίχοι στο “Irreligious” φαίνονται πιο εκλεπτυσμένοι και, παρότι μεσολάβησε μόλις ένας χρόνος μεταξύ των δύο albums, ακούμε έναν αλλαγμένο Fernando Ribeiro. Είναι αλήθεια αυτό (και αν ναι, γιατί) ή είναι κάτι που μόνο εγώ παρατηρώ;
Ο Pedro, ο κιμπορντίστας μας, λέει: «Αν ένας εξωγήινος έρθει στη Γη και ρωτήσει “τι είναι το gothic metal;”, θα του δώσω το “Irreligious”, γιατί αυτό είναι». Δεν εφεύραμε κάτι νέο ούτε πειραματιστήκαμε. Θέλαμε κάτι πιο συγκροτημένο από το “Wolfheart”. Ακούγαμε μανιωδώς Type O Negative και Sisters of Mercy, ενώ οι metal επιρροές μας, όπως οι Bathory, Celtic Frost και Root, ενσωματώθηκαν στο gothic metal. Κρατώντας τη φόρμουλα απλή, καταφέραμε να γράψουμε τη δική μας σελίδα στο είδος, ειδικά με αυτόν τον δίσκο.
Νομίζω ότι το “Irreligious” ήταν το σωστό album τη σωστή στιγμή, καθώς επηρέασε και τις δικές μας ζωές. Ζούσαμε ακόμα με τους γονείς μας, δεν είχαμε χρήματα, δουλειές ή μέλλον. Το “Wolfheart” ήταν τόσο επιτυχημένο, ειδικά στη Γερμανία και στη συνέχεια παγκοσμίως, που μας επέτρεψε να ονειρευτούμε έναν βιοπορισμό από τη μουσική. Αυτό, βέβαια, θα γινόταν πραγματικότητα λίγα χρόνια αργότερα, καθώς τότε ζούσαμε μόνο για τους Moonspell, περιοδεύοντας σε όλο τον κόσμο.
Με μόλις δύο άλμπουμ, οι Moonspell έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση του κοινού ως μία από τις σημαντικότερες μπάντες του ήχου τους. Από τον πρώτο τους δίσκο, το fanbase τους στην Ελλάδα συνεχώς μεγαλώνει (με αποκορύφωμα τη guest εμφάνιση του Fernando στο “Among Two Storms” των Rotting Christ), ενώ το συγκρότημα εργάζεται ήδη πάνω στον επόμενο δίσκο του.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντα ιδανικά για τους Moonspell. Έναν χρόνο πριν την κυκλοφορία του τρίτου τους άλμπουμ, ο αρχικός μπασίστας, Ares, προχώρησε σε δικαστική διαμάχη με τα υπόλοιπα μέλη, λόγω καλλιτεχνικών διαφορών. Αν και μια τέτοια διαμάχη θα μπορούσε να απειλήσει την ύπαρξη άλλων συγκροτημάτων, οι Moonspell εκμεταλλεύθηκαν αυτή την αναταραχή, δημιουργώντας το “Sin/Pecado”, έναν δίσκο που σηματοδότησε τη μετάβασή τους σε μια πιο πειραματική εποχή.
Το “Sin/Pecado” έλαβε ανάμεικτες κριτικές, τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό. Για εμένα, ήταν ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε νωρίς, καθώς το κοινό ίσως δεν ήταν έτοιμο για κάτι τέτοιο. Σήμερα, πολλοί ακούν τελείως διαφορετικά είδη από αυτά που παίζετε, αλλά εκτιμούν τον συγκεκριμένο δίσκο. Έπειτα από μια λαμπρή αρχή, έπρεπε να διαχειριστείτε την ανυπομονησία του κοινού. Σας ενόχλησε αυτό τότε;
Το “Sin/Pecado” είναι το πιο αμφιλεγόμενο άλμπουμ μας. Λες ότι κυκλοφόρησε νωρίς και ότι το κοινό δεν ήταν έτοιμο, αλλά δεν μπορούσαμε να το ελέγξουμε. Αυτό που μπορούσαμε να ελέγξουμε ήταν να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, να εκπροσωπήσουμε όσα ακούγαμε τότε και τις αλλαγές μας μετά τα πρώτα μας άλμπουμ, την ανάγκη μας να πειραματιστούμε και τη νεοαποκτηθείσα μας ωριμότητα. Αν θέλεις να το κάνεις αυτό, δεν μπορείς να πεις ψέματα στο κοινό ή στον εαυτό σου με μια προσέγγιση τύπου «ας κάνουμε το Irreligious pt. 2». Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να δημιουργήσουμε ένα δεύτερο Irreligious, ούτως ή άλλως ο τρίτος δίσκος είναι πάντα περίπλοκος για κάθε συγκρότημα.
Δεν πρέπει να περιορίζεις τον εαυτό σου επειδή φοβάσαι την ανταπόκριση του κοινού, γιατί αυτό υποτιμά τους ακροατές, κάνοντάς τους να φαίνονται ανίκανοι να αντέξουν την αλλαγή ή την εξέλιξη μιας μπάντας. Σε κάποιους άρεσε, σε άλλους όχι. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, πολλοί μας παρακαλούν να το παίξουμε ολόκληρο ζωντανά. Είχαμε την εύνοια του κόσμου με το “Irreligious” και μετά όλα αυτά άλλαξαν με την αντίδραση. Κάποιοι ήταν πολύ σκληροί μαζί μας, και αυτό δεν το ξεχνώ. Άλλαξε την οπτική μου για το να ασχολείσαι με τη μουσική. Αγαπώ τους φανς, τους συγχωρώ, αλλά το Sin είναι η απόδειξη ότι για να είσαι μουσικός, πρέπει να αποδέχεσαι ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν αγνώμονες.
Κάποιος θα πίστευε ότι αυτές οι κριτικές θα σταματούσαν τους Moonspell ή θα τους έκαναν να επιστρέψουν στον αρχικό τους ήχο από την εποχή των “Wolfheart” και “Irreligious”. Ωστόσο, οι Moonspell έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Ο επόμενος δίσκος τους ήταν ακόμη πιο πειραματικός και είχε τίτλο “The Butterfly Effect”.
Το φαινόμενο της πεταλούδας αναφέρεται στη θεωρία που υποστηρίζει ότι μια μικρή αλλαγή σε ένα μη γραμμικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει τεράστιες επιπτώσεις στο μέλλον. Ένα εξαιρετικό όνομα για τον συγκεκριμένο δίσκο, αν με ρωτάς. Ποια απόφαση που πήρατε θεωρείς το "butterfly effect" για την πορεία των Moonspell;
Και πάλι, ήταν το πνεύμα της εποχής και η αντίδραση στο “Sin”, που μας οδήγησε σε ένα πιο αντιδραστικό σημείο. Ωστόσο, οι δοκιμές που κάναμε για να εξελιχθούμε ως μπάντα δεν ήταν πολύ διαφορετικές. Συνδέονταν άμεσα με το κλίμα της εποχής, καθώς ακούγαμε πολλή ηλεκτρονική μουσική, όπως Nine Inch Nails, Nitzer Ebb και Laibach. Ταξιδεύαμε σε όλη την Ευρώπη, ανακαλύπταμε νέους ήχους, και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 1999 υπήρχε αυτή η παγκόσμια ανησυχία για το Υ2Κ, τον υποτιθέμενο “ιό” που θα κατέρρεε τα συστήματα υπολογιστών.
Αποφάσισα να γράψω για το «φαινόμενο της πεταλούδας» (Butterfly Effect), μια δημοφιλή επιστημονική θεωρία που εισήγαγε ο Edward Norton Lorenz. Ξέρεις, η ιδέα ότι «όταν μια πεταλούδα κουνάει τα φτερά της στην Ιαπωνία, μπορεί να προκαλέσει σεισμό στη Νότια Αμερική». Είναι μια ιδανική μεταφορά για το πώς τα μικρά γεγονότα μπορούν να επηρεάσουν τα μεγαλύτερα. Όπως συμβαίνει με τους πολέμους – είτε πρόκειται για παγκόσμιους είτε, για παράδειγμα, για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κάτι που φαίνεται μικρό μπορεί να μας επηρεάσει όλους. Αυτό είναι το θέμα με το φαινόμενο της πεταλούδας: δεν έχει αποδειχθεί πρακτικά, αλλά είναι μια ισχυρή συμβολική έννοια.
Ο Fernando Ribeiro συχνά αναφέρει πως μέσω της μουσικής οι Moonspell δεν εκφράζουν μόνο τους εαυτούς τους, αλλά και την εποχή στην οποία ζουν
Το “Butterfly Effect” είναι ένα ενδιαφέρον και τρελό άλμπουμ. Περάσαμε υπέροχα ηχογραφώντας το όλοι μαζί στο Λονδίνο. Από την άλλη, δεν νιώσαμε καμία υποχρέωση να φτιάξουμε κάτι «ευχάριστο», αλλά επιλέξαμε έναν πιο θορυβώδη και ενοχλητικό ήχο. Αντιμετωπίστηκε με ανάμικτες αντιδράσεις, αλλά σήμερα ο κόσμος μας παρακαλάει να το παίξουμε ζωντανά. Από τη μια σκέφτεσαι, «τι πρόβλημα έχει ο κόσμος;» (γελάει), και από την άλλη, όλες οι επανεκδόσεις μέσω της Napalm Records και της Alma Mater Records έχουν ξεπουλήσει.
Ο επόμενος δίσκος είναι ο αγαπημένος μου, καθώς τον θεωρώ ένα παζλ με τα καλύτερα στοιχεία από τις προηγούμενες δουλειές τους. Ο πέμπτος δίσκος των Moonspell, “Darkness and Hope”, ανεβάζει τη μουσική τους σε νέα ύψη. Ισορροπεί ανάμεσα στη vampiric/gothic ατμόσφαιρα των “Wolfheart” και “Irreligious” και στους πειραματισμούς των “Sin/Pecado” και “The Butterfly Effect”. Τα στοιχεία του ήχου που δημιούργησαν σε αυτό το άλμπουμ παρέμειναν και σε μετέπειτα δουλειές τους, αποδεικνύοντας ότι αποτέλεσαν τα κλειδιά της παγκόσμιας επιτυχίας του συγκροτήματος. Το “Darkness and Hope” είναι ίσως η πιο σημαντική κυκλοφορία της μπάντας από την Πορτογαλία.
Το “Darkness and Hope” φαίνεται να ακολουθεί μια φόρμουλα που δίνει έμφαση σε πιο ξεκάθαρα και catchy στοιχεία του goth. Ένα γλυκόπικρο άλμπουμ που παραμένει διαχρονικό. Τι σας οδήγησε, μετά από τόσο έντονο πειραματισμό, να επιλέξετε αυτόν τον τρόπο έκφρασης;
Το “Darkness and Hope” το αποκαλούμε «άλμπουμ της συμφιλίωσης», αλλά για να είμαι ειλικρινής, είναι το άλμπουμ που μου αρέσει λιγότερο. Νομίζω ότι διστάσαμε λίγο, πηγαίνοντας στη Φινλανδία, όπου το gothic metal ήταν ξανά δημοφιλές, ιδιαίτερα μέσω των HIM. Προσπαθήσαμε να στηριχθούμε σε αυτό, σε συνδυασμό με τη δημοφιλία των Moonspell, κυρίως λόγω των “Irreligious” και “Sin”.
Έχει κάποιες πολύ καλές στιγμές, όπως τα “How We Became Fire”, “Nocturna” και το ομότιτλο κομμάτι, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα καλός δίσκος. Ξέρω ότι για κάποιους είναι το αγαπημένο τους, αλλά πάντα το ένιωθα ως ημιτελές έργο. Δοκιμάσαμε κάτι που δεν ήταν αυθεντικά Moonspell. Όπως προανέφερα, ήταν το «άλμπουμ της συμφιλίωσης», αλλά για μένα ήταν απλώς ένα ζέσταμα για ένα από τα καλύτερα άλμπουμ μας, το “Antidote”.
Μετά την τριλογία πειραματισμών, οι Moonspell αποφάσισαν να στραφούν σε έναν πιο εσωστρεφή και σκοτεινό ήχο. Τελετουργικό, επιθετικό και σύνθετο, το “The Antidote” θεωρείται από πολλούς fans ως μια επιστροφή στις ρίζες της μπάντας μέσα από μια διαφορετική οπτική. Ο δίσκος παραμένει χαρακτηριστικός για την απειλητική και λεπτεπίλεπτη ατμόσφαιρά του.
Το “The Antidote” περιγράφεται τέλεια από τον στίχο “And in each of your wounds I will plant a seed of belief”. Τι σε οδήγησε σε αυτή την επιθετική στροφή; Ήθελες έναν δίσκο που να αποτελεί επιστροφή στις ρίζες σας;
Το “The Antidote” είναι ένας δίσκος που εξερευνά το φόβο. Ο φόβος είναι επιθετικό συναίσθημα, αλλά δε θεωρώ ότι επιστρέφουμε στις ρίζες μας. Είναι ένα tribal άλμπουμ, κάτι που δεν είχαμε δοκιμάσει πριν. Είναι πιο απλό, σκοτεινό και γεμάτο κρουστά. Μου άρεσε ιδιαίτερα το concept του, καθώς συνεργαστήκαμε με τον συγγραφέα José Luis Peixoto. Ήταν ένα άλμπουμ, ένα βιβλίο, και για εμάς, ως μπάντα, είναι από τις καλύτερες κυκλοφορίες μας. Ο Hiili Hiilesmaa, που έκανε την παραγωγή στο “The Antidote” και στο “Darkness and Hope”, μας είπε: «Δεν είναι πια ροκ εν ρολ ούτε απλή διασκέδαση. Είναι οι Moonspell να διεισδύουν στο δηλητήριο του σκότους». Αγαπώ πολύ αυτόν τον δίσκο, και σίγουρα θα παίξουμε κάποια τραγούδια του στην Ελλάδα.
Η συμφωνία της μπάντας με τη Steamhammer ανέδειξε έναν πιο επιβλητικό ήχο, προσεγγίζοντας ευρύτερο κοινό και ενισχύοντας το όνομα των Moonspell.
Το “Memorial” φαίνεται να είναι ο δίσκος που σας έφερε σε ακόμη μεγαλύτερο κοινό, μια έκρηξη μετά από μακρόχρονη συσσώρευση. Με δύο video clips να παίζονται σε κάθε heavy metal TV show, είχατε συνειδητοποιήσει την αλλαγή που ερχόταν για το status της μπάντας;
Το “Memorial”. Χμ, μεγαλύτερο κοινό, δύο βίντεο κλιπ, κάθε μεγάλο metal show. Ωραίες εποχές, τότε που υπήρχαν πολλά heavy metal shows. Δεν θα έλεγα ότι νιώθαμε κάποια ανασφάλεια. Το “Memorial” ήταν το άλμπουμ με το οποίο επιστρέψαμε στις ρίζες μας, σαν φόρο τιμής στη μουσική των ’90s, από μπάντες όπως οι Samael και οι Root. Έχει πιο επιθετικό ήχο και μερικά εξαιρετικά τραγούδια, όπως τα “Blood Tells” και “Finisterra”. Εξαίρεση αποτελεί ίσως το “Luna”, ένα κομμάτι που σχεδόν δεν παίζαμε ζωντανά, καθώς μοιάζει ξένο σε σχέση με τα υπόλοιπα του δίσκου.
Γενικά, είναι ένα άλμπουμ με σαφή κατεύθυνση και στάση, που αναδείχθηκε άλμπουμ του μήνα σε πολλά μουσικά περιοδικά. Για μένα, είναι επίσης ένα καλό σημείο γνωριμίας με ένα μεγαλύτερο κοινό, κάτι που δεν είχα αντιληφθεί εκείνη την περίοδο. Όπως λέω συχνά, δεν εκφράζουμε μόνο τους εαυτούς μας μέσω της μουσικής, αλλά και την εποχή που ζούμε. Το “Memorial” είχε αυτόν τον χαρακτήρα: δημιουργία και διατήρηση μνήμης, ειδικά αυτής της μουσικής των ’90s, ντυμένης με πιο επιθετικό ύφος. Τα βίντεο κλιπ ήταν μια ωραία εμπειρία, αλλά για εμάς ήταν απλώς ένα ακόμα βήμα στην πορεία της μπάντας.
Οι Moonspell δεν ξέχασαν ποτέ τις ρίζες τους, κάτι που είναι δεδομένο. Και ποιος καλύτερος τρόπος υπάρχει για να το υπενθυμίσουν στο κοινό τους από την επανηχογράφηση των πρώτων τριών κυκλοφοριών τους σε έναν δίσκο με τίτλο “Under Satanae”;
Η επιλογή να ηχογραφήσετε εκ νέου το πρώιμο υλικό σας ήταν μια προσπάθεια να το παρουσιάσετε στο νέο κοινό ή θέλατε απλώς να επιστρέψετε στις μέρες εκείνες και να ξαναζήσετε εκείνα τα άλμπουμ;
Το “Under Satanae” μας έδωσε την ευκαιρία να ξαναδουλέψουμε το “Under the Moonspell”, καθώς δεν ήμασταν ικανοποιημένοι ούτε με τις τότε ικανότητές μας ως μουσικοί ούτε με την παραγωγή του άλμπουμ. Πιστεύαμε πως αυτά τα κομμάτια άξιζαν μια σωστή παραγωγή, σε ένα καλό στούντιο, με μια συγκροτημένη μπάντα. Εκείνη την περίοδο δεν ήμασταν ακόμα πλήρως οργανωμένοι, προσπαθούσαμε, αλλά αγαπώ πολύ τις νέες ηχογραφήσεις του “Under Satanae”.
Αν σκεφτόμουν να επανηχογραφήσω κάποιο άλλο δίσκο, ίσως θα έλεγα το “Sin”, καθώς και τότε είχα θέματα με την παραγωγή του. Παρόλα αυτά, το “Under Satanae” ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Νοσταλγήσαμε τις παλιές μέρες και θελήσαμε να ξανακάνουμε τα τραγούδια όπως τους άξιζε. Νομίζω πως το “Under Satanae” εξέπληξε πολλούς και είχε ισχυρό αντίκτυπο. Ήταν μια σπουδαία επιστροφή στις ρίζες, σεβόμενοι το παρελθόν, αλλά βελτιώνοντας τα τραγούδια σημαντικά κατά τη γνώμη μου.
Το “Memorial” αποτέλεσε τον προάγγελο για τις μελλοντικές κυκλοφορίες των Moonspell. Το “Night Eternal” φαινόταν να τους περνά στην αιωνιότητα. Ένα ατμοσφαιρικό και εκλεπτυσμένο άλμπουμ, γεμάτο νυχτερινή μαγεία, που ισορροπεί τέλεια τη γλυκιά και την άγρια πλευρά της μπάντας.
Το “Night Eternal” κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά το “Memorial”. Η αποκαλυπτική ατμόσφαιρα του δεύτερου μεταμορφώθηκε σε ένα νυχτόβιο, μαγικό, ηλεκτρισμένο "πλάσμα". Θα μπορούσες να μας δώσεις κάποιες λεπτομέρειες για τη διαδικασία ηχογράφησης του “Night Eternal”;
Το “Night Eternal” έχει την ατμόσφαιρα του “Irreligious”, αν θεωρήσεις ότι το death metal μπορεί να αποκτήσει γοτθικά στοιχεία. Είναι ένα σκοτεινό, επίμονο άλμπουμ με εξαιρετικά τραγούδια. Η ηχογράφησή του με τον Tue Madsen ήταν από μόνη της μια σπουδαία εμπειρία, ενώ η μπάντα βρισκόταν σε μια φάση επιστροφής στους οπαδούς της. Ήταν, επίσης, το πρώτο μας άλμπουμ σε συνεργασία με τον Seth Siro Anton από την Ελλάδα, ο οποίος δημιούργησε ένα υπέροχο εξώφυλλο.
Επικεντρωθήκαμε τόσο στα κομμάτια όσο και στο θέμα της Αποκάλυψης, καθώς μας απασχολούσε η πιθανότητα να μην έχουμε πλανήτη να ζήσουμε στο μέλλον, δεδομένων των καταστάσεων. Η ιδέα της «αιώνιας νύχτας» (Night Eternal), ενός σκοταδιού που δεν τελειώνει, αντικατοπτρίζει αυτόν τον φόβο. Φυσικά, δεν αναφέρομαι σε νύχτες που βγαίνεις με φίλους για ποτά (γελάει), αλλά σε εκείνες τις νύχτες που μοιάζουν ατελείωτες και θες να ξεφύγεις. Έχουμε υπέροχες αναμνήσεις από αυτόν τον δίσκο, τον θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μας.
Οι Moonspell έχουν περάσει από πολλές αλλαγές μεταξύ των κυκλοφοριών τους. Το “Darkness and Hope” διαφέρει αισθητά από το “Memorial”, ενώ το “Night Eternal” απέχει έτη φωτός από το πρώτο τους άλμπουμ, “Wolfheart”. Παρά τις αναπόφευκτες αλλαγές, παραμένουν κοινά στοιχεία, όπως η χαρακτηριστική προφορά του Fernando Ribeiro, που ενισχύει τη gothic ατμόσφαιρα.
Το “Alpha Noir” αποτελεί το κύριο άλμπουμ, και αν έπρεπε να διαλέξω, θα έλεγα ότι οριακά υπερέχει του αδελφικού του δίσκου, “Omega White”. Η αλληλουχία και η συνοχή του είναι εξαιρετικά δυνατές. Ωστόσο, τα δύο μέρη είναι αλληλένδετα, το ένα αναγκαίο για την ύπαρξη του άλλου. Συνολικά, ο δίσκος ωθεί τα όρια της gothic μουσικής, επαναπροσδιορίζοντας γνωστά στοιχεία με φρέσκια και εντυπωσιακή προοπτική.
Εδώ έχουμε δύο δίσκους που, αν συνδυαστούν, δημιουργούν ένα νέο άλμπουμ. Εννοώ ότι τα συναισθήματα που λαμβάνει κανείς όταν ακούει τον έναν ξεχωριστά διαφέρουν εντελώς από αυτά που προκύπτουν όταν ακούγονται μαζί, ως ένα σύνολο. Μπορείς να μας εξηγήσεις τη σκέψη πίσω από αυτήν την κυκλοφορία;
Alpha Noir/Omega White: Είναι σαν την ελληνική αλφάβητο, η αρχή και το τέλος. Σαν να διχοτομούμε τους Moonspell στα δύο, διαχωρίζοντας το heavy metal στοιχείο από το gothic. Ακόμα αναρωτιέμαι αν ήταν καλή ιδέα ή όχι (γελάει). Ίσως έπρεπε να κυκλοφορήσουμε πρώτα το “Alpha Noir” και μετά το “Omega White”, γιατί το δεύτερο αντιμετωπίστηκε κάπως σαν μπόνους άλμπουμ και «χάθηκε στη μετάφραση». Ακόμα και στα προωθητικά υλικά, είναι κρίμα, γιατί περιέχει πανέμορφα τραγούδια. Σκεφτόμαστε να το επανεκδώσουμε και να κάνουμε ένα μικρό τουρ με τα πιο μελωδικά κομμάτια του. Ήταν συνολικά μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, με το κόνσεπτ του διαχωρισμού της φύσης του ήχου: ένα άλμπουμ για το στάδιο (Alpha Noir) και ένα για την ηρεμία του δωματίου σου (Omega White).
Αφού διαμόρφωσαν την ταυτότητα της μπάντας για τα επόμενα χρόνια, οι Moonspell τόλμησαν να βουτήξουν στη gothic-rock νοοτροπία. Παραμένοντας μια μπάντα που παίζει atmospheric metal, ήταν προφανές ότι είχε έρθει η ώρα να αποτίσουν φόρο τιμής στα συγκροτήματα που επηρέασαν τη gothic πλευρά τους. Και, αν με ρωτάτε, το έκαναν με έναν από τους καλύτερους δίσκους τους.
Το “Extinct” είναι ένα άλμπουμ που κανείς δεν περίμενε. Ένα γράμμα αγάπης στο old-school goth από μια κορυφαία μπάντα του atmospheric metal. Τι σας έκανε να πείτε: «Ας υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας πόσο αγαπάμε τα αγαπημένα μας goth-rock άλμπουμ»;
Το “Extinct” είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ μας. Συνεργαστήκαμε εξαιρετικά με τον Jens Bogren (σ.σ. παραγωγός). Έχει έντονο old-school goth στοιχείο, όπως στο “Funeral Bloom”, και γενικά είναι ένα πολύ ατμοσφαιρικό άλμπουμ με εξαιρετικά τραγούδια. Δεν υπήρχε συγκεκριμένο κόνσεπτ, απλά γράψαμε τραγούδια χωρίς κάποια κεντρική ιδέα. Όλα κύλησαν ομαλά. Καμιά φορά οι μπάντες δεν βρίσκονται στα καλύτερά τους στο στούντιο, αλλά στο Extinct ήμασταν στα καλύτερά μας. Ο παραγωγός κατάλαβε απόλυτα τι θέλαμε, ενώ κι εμείς ήμασταν σίγουροι και αποφασισμένοι να φτιάξουμε έναν δίσκο που θα αποτυπώνει το «τέλος των πραγμάτων». Την εξαφάνιση και τη θλίψη που τη συνοδεύει – όχι μόνο για τα ζώα, αλλά και για εμάς. Ένα μπαρ που συχνάζαμε, οι μουσικές που ακούγαμε, τα συναισθήματά μας. Το 2015 ήταν μια χρονιά αλλαγών· ο κόσμος διαφοροποιήθηκε ριζικά. Ο δίσκος δεν αφορά μόνο τον θάνατο, αλλά την ολοκληρωτική εξαφάνιση.
Μια Κυριακή, γύρω στις 10:20 το πρωί, η Λισαβόνα συνταράχθηκε από έναν ισχυρό σεισμό, που εκτιμήθηκε στα 8.5 με 9 Ρίχτερ. Το γεγονός αυτό άλλαξε για πάντα τη ζωή της πορτογαλικής πρωτεύουσας, καθώς ακολούθησαν φωτιές και τσουνάμι. Το 1755, η καταστροφή αυτή σημάδεψε την ιστορία, και οι Moonspell αποφάσισαν να αφιερώσουν το 12ο τους άλμπουμ στο γεγονός, τραγουδώντας στα πορτογαλικά. Πέρα από την εισαγωγή της μητρικής τους γλώσσας, το άλμπουμ φέρνει και νέες μουσικές ιδέες. Οι Moonspell κυκλοφόρησαν ένα εντυπωσιακό και φρέσκο έργο, αποδεικνύοντας πως παραμένουν δημιουργικοί και γεμάτοι ενέργεια.
Αυτό το άλμπουμ αναφέρεται σε μια καταστροφή του 1755, που άλλαξε τις ζωές όσων επέζησαν. Σήμερα ζούμε μια άλλη τρομερή καταστροφή, την πανδημία Covid-19. Πόσο επηρέασε αυτό την Πορτογαλία συγκριτικά με τον σεισμό του 1755 και, ειδικότερα, τους Moonspell;
Το “1755” είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα πρότζεκτ των Moonspell. Η ιδέα αυτή γεννήθηκε στο Λύκειο, με αφορμή τον σεισμό που χτύπησε την Πορτογαλία και κυρίως τη Λισαβόνα την 1η Νοεμβρίου 1755, καταστρέφοντας το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Οι συνέπειες ήταν άμεσες και επηρέασαν ευρύτερα τον κόσμο. Παράλληλα, ο σεισμός προκάλεσε θρησκευτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν τον Θεό.
Ήταν ένα γεγονός που επηρέασε τη διακυβέρνηση πολλών κρατών, ενώ ανέδειξε ιδέες όπως η ελευθερία και η Δημοκρατία. Η Napalm Records μας πρότεινε να κάνουμε ένα EP για να μπούμε στο κλίμα, αλλά αρνηθήκαμε, θέλοντας να κυκλοφορήσουμε έναν ολοκληρωμένο δίσκο. Ο σεισμός υπήρξε καταλυτικός για την Πορτογαλία, οδηγώντας στο τέλος της Ιεράς Εξέτασης, βελτιώσεις στις συνθήκες ζωής και την ανοικοδόμηση της πόλης. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αποθέωση του Διαφωτισμού και του αθεϊσμού. Για τη μπάντα, το 1755 ήταν επίσης καθοριστικό, με περιοδείες σε όλο τον κόσμο και εξαιρετική ανταπόκριση από το κοινό. Προσανατολιζόμαστε να κυκλοφορήσουμε και άλλα άλμπουμ εξ ολοκλήρου στα πορτογαλικά.
Το “Hermitage” δεν είναι ένας τυπικός δίσκος των Moonspell. Παρόλο που μοιάζει με ανακλαστική διέξοδο, εξερευνά νέες κατευθύνσεις με σημαντική αλλαγή στα τύμπανα και ανανεωμένη έμφαση στα ατμοσφαιρικά πλήκτρα. Οι Moonspell ανέκαθεν ξεχώριζαν για την ικανότητά τους να τονίζουν τις αντιθέσεις και να ανθούν μέσα από εκπλήξεις. Σε αυτό το σημείο της καριέρας τους, τολμούν ξανά, τιμώντας το παρελθόν τους με φρέσκια ματιά.
Το “Hermitage”, κατά την άποψή μου, είναι ένα άλμπουμ όπου κυριαρχεί η βαθιά θλίψη. Από την άλλη, η μουσική σας δεν είχε ποτέ στόχο να είναι πρόσχαρη. Έχεις πει -και συμφωνώ- ότι το “Darkness and Hope” είναι το άλμπουμ σας με τη μεγαλύτερη θλίψη, ενώ το “Hermitage” το πιο βαθύ. Μπορείς να μας εξηγήσεις καλύτερα αυτή τη διαφοροποίηση;
Χμ, το “Hermitage”, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα στενάχωρο άλμπουμ. Σαν να ρωτάει: «Τι μπορεί να σε κάνει χαρούμενο;». Νομίζω ότι η θλίψη προκύπτει ως σκέψη, και μπορείς να δεις τη δημιουργική γραμμή από το “Extinct”, το “1755”, μέχρι την καταστροφή στο “Hermitage”. Ο δρόμος του ερημίτη είναι να απομακρυνθεί από τα εγκόσμια, να πάει στην έρημο, να σκεφτεί, να αντιμετωπίσει τον πειρασμό και, ίσως, να μην επιστρέψει ποτέ. Περισσότερο, πιστεύω ότι αυτό το άλμπουμ σχετίζεται –δυστυχώς– με την εποχή της πανδημίας και την απομόνωση.
Παρ’ όλα αυτά, όταν ξεκίνησα να γράφω τους στίχους το 2018, έβλεπα περισσότερο την απόσταση μεταξύ των ανθρώπων: διαφωνίες, τσακωμούς, περισσότερο μίσος παρά αγάπη. Αναζητούσα τη σωτηρία, που για μένα ήταν η απομάκρυνση από την πόλη, η φυγή στην εξοχή, στις σπηλιές. Αυτό είναι το “Hermitage”. Όπως κάθε δίσκος των Moonspell, αντικατοπτρίζει το πνεύμα της εποχής. Εκείνη την περίοδο ακούγαμε πολύ progressive rock, όπως Pink Floyd, κι έτσι προέκυψε ένα όμορφο, διαλογιστικό άλμπουμ με μερικές σκληρές στιγμές. Το μήνυμά του δηλώνει ότι, ορισμένες φορές, ο κόσμος είναι τόσο απογοητευτικός που το μόνο που θέλουμε είναι να αποσυρθούμε στο ερημητήριο.
Η ιστορία των Moonspell είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ήχο του atmospheric metal. Με το μοναδικό τους μουσικό πρίσμα, τόλμησαν να διευρύνουν τους ορίζοντες της μουσικής που υπηρετούν και των fans τους. Τριάντα χρόνια μοναδικής σύζευξης σκότους και φωτός, ισορροπώντας όπως το φεγγάρι στον νυχτερινό ουρανό. Και ποιος καλύτερος τρόπος να εξερευνήσει κανείς την ιστορία τους από τις δύο επερχόμενες συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
Fernando, σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου. Αν έπρεπε να κρατήσεις μία στιγμή από τα 30 χρόνια των Moonspell, αυτή που σε εμπνέει να συνεχίζεις, τόσο ως άτομο όσο και ως καλλιτέχνης, ποια θα ήταν;
Εγώ ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Η στιγμή που θα επέλεγα για τα τριάντα χρόνια των Moonspell –δύσκολη ερώτηση, γιατί το συγκρότημα είναι σαν μια μεγάλη ταπισερί, με πολλά νήματα. Ωστόσο, αυτό που με κινεί ως άτομο και ως καλλιτέχνη είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Προσωπικά, θα ήθελα να δω το τέλος. Να δω αν το φωτάκι στο τέλος του τούνελ δεν είναι τρένο και αν δεν πήγαν μάταια τριάντα χρόνια από τη ζωή μου. Η περιέργεια, λοιπόν, είναι ένα από τα στοιχεία που με κινητοποιούν, ενώ η πιθανότητα δημιουργίας νέας μουσικής καθορίζει την καλλιτεχνική μου πλευρά.
Από όλες τις στιγμές, εκείνη που όρισε τη ζωή μου ως επαγγελματία μουσικό ήταν στην τουρνέ για το “Irreligious”. Τότε ακόμα ζούσα με τους γονείς μου, παρότι βρισκόμασταν στα charts της Γερμανίας. Θυμάμαι να παίζει μια διαφήμιση στην τηλεόραση ότι θα εμφανιζόμασταν στο Coliseum, ένα από τα μεγαλύτερα venues της Λισαβόνας. Ήμουν στο τραπέζι με τον πατέρα μου και με κοίταξε με ένα ύφος που έλεγε «είσαι τόσο διάσημος, αλλά ακόμα τρως από το φαγητό μου, ζεις σπίτι μου και πληρώνω τους λογαριασμούς σου». Αυτό ήταν για μένα ένα μεγάλο «ξύπνημα». Μερικούς μήνες μετά, αποφάσισα να αφοσιωθώ μόνο στη μουσική και μετακόμισα στο πρώτο μου διαμέρισμα.
Τα λέμε στην Ελλάδα! Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη και ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Moonspell (OW) | Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | ReverbNation | SoundCloud | Spotify | Tidal | X/Twitter | YouTube