Οι Fontaines D.C. μοιάζουν να διέπονται από μια έντονη αίσθηση αντίθεσης σε ό,τι κάνουν. Από τη μία έχουν καταφέρει να κερδίσουν άπαντες, από την άλλη το έχουν πετύχει χωρίς να ακολουθήσουν την οδό των ηχητικών πειραματισμών ή των μουσικών ακροτήτων. Οι Ιρλανδοί έχουν συνειδητά επιλέξει έναν δρόμο πιο απλό, αφήνοντας στην άκρη κάθε στοιχείο περιττού εντυπωσιασμού. Οι Fontaines D.C. βασίζονται σε άμεσες μελωδίες και απλούς στίχους για να εκφραστούν, χωρίς να καταφεύγουν σε περίπλοκες δομές ή πειραματισμούς. Τα κομμάτια τους μένουν μαζί σου ακριβώς επειδή οι μελωδίες τους είναι καθαρές και απέριττες. Οι στίχοι βγάζουν ό,τι ζουν και βλέπουν γύρω τους, χωρίς «γιρλάντες» ή επιτηδευμένες υπερβολές. Αυτή η απλότητα και η αλήθεια στη μουσική τους είναι που της δίνει ξεχωριστό χαρακτήρα.
Ο Grian Chatten, frontman και βασικός τους στιχουργός, ενσαρκώνει αυτήν τη λογική. Η απλή φωνητική του προσέγγιση ταιριάζει με το άμεσο στιλ σύνθεσης των τραγουδιών τους. Τραγούδια όπως το “Jackie Down The Line” αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι Fontaines D.C. μπορούν να φτιάξουν κάτι που σου κολλάει χωρίς να κάνουν θόρυβο. Ένα riff, ένας ρυθμός και μια μελωδία που δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, αλλά σου μένει. Ο Chatten τραγουδάει όπως μιλάει σε φίλο, χωρίς τίποτα να μπαίνει ανάμεσα σε ό,τι θέλει να πει. Αυτή η αμεσότητά τους είναι που κάνει τα κομμάτια να ακούγονται στο κεφάλι σου ακόμα και αφού τελειώσουν.
Ο τρόπος που δουλεύουν οι Fontaines D.C. έχει μια σταθερότητα που δύσκολα βρίσκεις αλλού. Από το ντεμπούτο τους, το “Dogrel”, μέχρι το “Romance”, βλέπεις μια μπάντα που προχωράει βήμα-βήμα, χωρίς να γκρεμίζει ό,τι έχει ήδη χτίσει με τον ήχο της. Η πορεία τους δεν είναι αυτή μιας μπάντας που κυνηγάει απεγνωσμένα τις σύγχρονες τάσεις. Αντίθετα, κάθε άλμπουμ έρχεται σαν φυσική συνέχεια, με μελωδίες που σου μένουν και στίχους που έχουν κάτι να πουν.

Ακόμα και μέσα σε αυτές τις φαινομενικά απλές δομές, οι Fontaines D.C. καταφέρνουν να ξεχωρίσουν χωρίς να γίνονται προβλέψιμοι. Εκεί που άλλες μπάντες φορτώνουν τα τραγούδια τους με ηλεκτρονικά, περίπλοκα εφέ, jazz μέρη και λίγη electronica, οι Fontaines D.C. κρατούν τα πράγματα απλά. Κομμάτια όπως το “Boys in the Better Land” ή το “A Hero’s Death” στηρίζονται στα απολύτως απαραίτητα: κιθάρες, τύμπανα και, γενικά, έναν ήχο που παραμένει λιτός. Και παρότι φαίνεται απλοϊκό, ίσως να είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Άλλωστε, αυτό που μας έμενε ανέκαθεν από τη μουσική ήταν η απλή, αλλά εμπνευσμένη, μελωδία και όχι τα κάθε είδους ηχητικά στολίδια.
Κι ενώ η μουσική τους μένει απλή, οι ίδιοι αποφεύγουν να κολλήσουν ταμπέλες στον εαυτό τους. Οι Fontaines D.C. δεν κάθονται να ασχοληθούν με το αν θα τους πεις post-punk ή κάτι άλλο. Στην αρχή τους έβαζαν δίπλα σε μπάντες του είδους, αλλά οι ίδιοι δεν μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να φορέσουν ταμπέλες που δεν τους ταιριάζουν. Με κάθε δίσκο, και ειδικά με το “Romance”, δείχνουν πως αυτό που τους νοιάζει είναι να γράφουν τραγούδια που έχουν λόγο να υπάρχουν. Για αυτό και αφήνουν τον ήχο τους «ανοιχτό», για να μην ορίζεται κάποιο στυλ. Κάθε νέο άλμπουμ προσθέτει κάτι διαφορετικό, με τα κομμάτια να ξεχωρίζουν για τη δύναμή τους, ανεξάρτητα από το πώς θα τα περιγράψει κανείς. Και τελικά, αυτό που μας μένει είναι η ποιότητά τους, όχι το πού ανήκουν μουσικά.
Οι Fontaines D.C. γράφουν τραγούδια που θες να τα ακούς ξανά. Πίσω από την απλότητα, κρύβονται κάθε φορά λεπτομέρειες και πολλή δουλειά. Το “I Love You” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, ένας ρυθμός που μένει και στίχοι γεμάτοι πολιτικές και πολιτισμικές αναφορές που βγαίνουν αβίαστα μέσα στο κομμάτι.
Αυτό που ξεχωρίζει τελικά στους Fontaines D.C. είναι ότι δεν παζαρεύουν τίποτα από την αλήθεια τους. Επέλεξαν να κάνουν τη δική τους διαδρομή, χωρίς να χαμηλώσουν τον πήχη για να μπουν στο ρεύμα. Όσο η φήμη τους μεγαλώνει, οι ίδιοι δείχνουν ότι η ουσία παραμένει το ζητούμενο. Και ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό: ότι εξακολουθούν να γράφουν τραγούδια που μιλάνε αληθινά, χωρίς να υπολογίζουν αν αυτός ο δρόμος είναι ο εύκολος ή ο δύσκολος.