Υπάρχουν ταινίες που γράφτηκαν σε χρυσό χαρτί, υπάρχουν άλλες που έγιναν franchise, και υπάρχουν και πολύ λίγες που απέκτησαν status ιερότητας. Το Back to the Future είναι μια τέτοια περίπτωση. Δεν χρειάζεται reboot, remake, prequel, spin-off, ούτε animated σύμπαν. Χρειάζεται μόνο το ίδιο της το όνομα και μία DeLorean να μας πάει πίσω στο 1985. Γιατί αυτή η ταινία, όσο κι αν μοιάζει με παιδική περιπέτεια, είναι ένα μάθημα σκηνοθετικής αφήγησης. Και ο λόγος που κανείς δεν πρέπει να το αγγίξει είναι απλός: Zemeckis δεν ξαναβγαίνει
Πώς να βελτιώσεις κάτι που στηρίζεται στην άρνηση της επανάληψης;
Ας είμαστε ειλικρινείς. Αν σήμερα κάποιος επιχειρούσε να γράψει ένα σενάριο με έναν έφηβο να ταξιδεύει στο παρελθόν, όπου η ίδια του η μητέρα τον ερωτεύεται και πρέπει να επιστρέψει στο παρόν προτού αλλάξει τα πάντα… θα τον απέλυαν. Κι όμως, ο Zemeckis το έκανε να λειτουργήσει. Σε κάνει να γελάς, να αγωνιάς και να ξεχνάς πόσο θεότρελο είναι το premise. Η σκηνοθεσία του είναι χορογραφημένη αφήγηση, με κάθε πλάνο να εξυπηρετεί το επόμενο και κάθε ατάκα να επιστρέφει σε άλλες τρεις σκηνές με νέο νόημα. Αν υπάρχει σήμερα ένας “ρυθμός” στο εμπορικό σινεμά που να οφείλεται κάπου, είναι στην τριλογία του Back to the Future.
Ο Robert Zemeckis ανήκει σε εκείνη τη γενιά των σκηνοθετών που μεγάλωσαν με τον Spielberg αλλά δεν έγιναν αντιγραφή του. Ενώ ο Spielberg κοιτούσε τον θαυμασμό, ο Zemeckis κοιτούσε την αφήγηση. Δεν στήνει ποτέ ένα πλάνο για να εντυπωσιάσει. Το κάνει για να πει κάτι που δεν θα μπορούσε να πει με λόγια. Στο Back to the Future, ο τρόπος που ο Doc κοιτάζει το ρολόι ή που ο Marty σηκώνει το τηλέφωνο, ο ήχος της κιθάρας, το ρολόι στο σκυλί — όλα είναι προετοιμασία για κάτι άλλο που έρχεται. Είναι αφηγηματικός κινηματογράφος στην πιο ατόφια του μορφή. Και αυτό δεν μπορεί να αναπαραχθεί.

Για να το πούμε απλά: το Back to the Future είναι ένα προϊόν μιας συγκεκριμένης εποχής, ενός συγκεκριμένου σκηνοθέτη και μιας συγκεκριμένης αφηγηματικής λογικής που δεν υπάρχει πια. Η ιδέα ενός reboot ακούγεται στα αυτιά κάθε σεναριογράφου σαν βλασφημία: πώς να βελτιώσεις κάτι που στηρίζεται στην άρνηση της επανάληψης;Ο Zemeckis, μαζί με τον σεναριογράφο Bob Gale, έχει δηλώσει επανειλημμένα πως όσο είναι ζωντανός δεν θα επιτρέψει reboot.
O Robert Zemeckis είναι ο σκηνοθέτης που στηρίζεται στην αφήγηση.
Και καλά κάνει. Γιατί το Back to the Future είναι τριλογία με μια ξεκάθαρη αρχή, με μια ξεκάθαρη μέση και με ένα ολοκληρωτικό τέλος. Δεν αφήνει κενά, δεν ψάχνει να πει κάτι παραπάνω. Είναι στρογγυλή, όπως το loop του χρόνου που απεικονίζει. Και κάθε προσπάθεια να ξανανοίξεις αυτή την ιστορία θα είναι είτε fan service, είτε nostalgia porn, είτε Netflix remake που κανείς δεν ζήτησε.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να υπάρξουν σύγχρονες χρονοταξιδιάρικες περιπέτειες. Αλλά αν κάποιοι σεναριογράφοι θέλουν να τιμήσουν το Back to the Future, τότε πρέπει να το κάνουν όχι αντιγράφοντάς το, αλλά μαθαίνοντας από τον Zemeckis: να γράφουν με ακρίβεια, να σκηνοθετούν με σεβασμό στην αφήγηση, να κόβουν τα περιττά και να κρατούν μόνο όσα οδηγούν κάπου. Όχι να κολλάνε ένα hoverboard και μερικές αναφορές στο 1985 και να νομίζουν πως έφτιαξαν κάτι “meta”.
Το μέλλον μπορεί να είναι ανοιχτό, αλλά μερικές πόρτες καλό είναι να μην ανοίγουν ξανά. Η DeLorean μάς πήγε εκεί που χρειαζόταν. O Marty ήταν ο κατάλληλος πρωταγωνιστής μαζί με τον Doc που ήταν ο σωστός μέντορας. Και ο Zemeckis φρόντισε να μας επιστρέψει, σώους και αβλαβείς, πίσω στην αφήγηση.