Το 1999, οι In Flames κυκλοφόρησαν το “Colony” και, χωρίς πολλά λόγια, άνοιξαν νέο κεφάλαιο τόσο για τους ίδιους όσο και για το μελωδικό death metal γενικά. Η heavy σκηνή τότε προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στο σκληρό και το πιο «στρωτό», και το Colony έπιασε αυτή την τάση από νωρίς. Ήταν το σημείο όπου η μπάντα βρήκε έναν ήχο πιο σφιχτό, πιο άμεσο και σίγουρα πιο ανοιχτό σε κοινό πέρα από το κλασικό fanbase. Δεν έγινε παντού χαμός, δεν έσπασε ρεκόρ. Όμως, από εκεί και πέρα, τίποτα δεν ήταν τυχαίο στην πορεία τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι In Flames είχαν ήδη αποκτήσει φήμη ως μία από τις μπάντες που διαμόρφωσαν το λεγόμενο Gothenburg sound — μια μελωδική εκδοχή του death metal που συνδύαζε thrash riff με μια ασυνήθιστη αίσθηση αρμονίας. Δίσκοι όπως τα “The Jester Race” και “Whoracle” είχαν ήδη εδραιώσει τη θέση τους στην ευρωπαϊκή metal σκηνή. Με το “Colony”, όμως, η μπάντα προχώρησε σε μια ουσιαστική αλλαγή εσωτερικής δυναμικής. Ο Björn Gelotte άφησε τα ντραμς και πήρε κιθάρα, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Jesper Strömblad για να δημιουργήσουν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους κιθαριστικούς πυρήνες της εποχής. Ο Daniel Svensson ανέλαβε τα τύμπανα και ο Peter Iwers μπήκε στο σχήμα ως μπασίστας, συμπληρώνοντας το line-up που έβαλε τις βάσεις για το επόμενο βήμα των In Flames.

Αυτή η αναδιάρθρωση δεν ήταν απλώς οργανωτική. Σήμανε την έναρξη μιας διαφορετικής προσέγγισης στη σύνθεση: πιο πολυεπίπεδης, πιο ρυθμικής και, κυρίως, με ξεκάθαρη στόχευση στη μελωδία ως μέσο που τραβάει το ευρύ κοινό. Κομμάτια όπως το “Embody the Invisible” ήταν φτιαγμένα για να κάνουν άμεση εντύπωση: καθαρή παραγωγή, συμμετρική δομή και κιθάρες με ήχο που μένει. Αντί να συνεχίσουν με τις μεγάλες και σύνθετες φόρμες των πρώτων τους δίσκων, οι In Flames επέλεξαν μια πιο άμεση και μετρημένη γραφή. Αυτό δε σημαίνει ότι απλοποίησαν τη μουσική τους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι την έκαναν πιο συμπυκνωμένη.
Η σημασία του “Colony” φαίνεται πιο καθαρά αν κοιτάξουμε τη θέση του μέσα στη δισκογραφία των In Flames. Ένωσε την επιθετικότητα των πρώτων τους δίσκων με τις πιο «στιλιζαρισμένες» κατευθύνσεις που θα ακολουθούσαν στο “Clayman” και αργότερα στο “Reroute to Remain”. Το ενδιαφέρον είναι πως το “Colony” δεν απομάκρυνε το βασικό τους κοινό· αντίθετα, το βοήθησε να προσαρμοστεί. Αν και οι πιο παραδοσιακοί fans δυσανασχέτησαν με τα καθαρά φωνητικά ή το ακουστικό ιντερλούδιο στο “Pallar Anders Visa”, οι περισσότεροι τελικά ακολούθησαν. Tο “Colony” λειτούργησε ως προπύργιο αλλαγής, ακόμα και για όσους δεν ενθουσιάστηκαν με τα επόμενα βήματα.
Στο metal ακούγεται συχνά μια επαναλαμβανόμενη αφήγηση: ότι οι In Flames «ξεπουλήθηκαν» μέσα στη δεκαετία του 2000. Όμως τέτοιες απόψεις δεν λαμβάνουν υπόψη πόσο μεθοδικά ξεκίνησε αυτή η πορεία. Το “Colony” δεν ήταν μια τυχαία εξέλιξη· λειτουργούσε σαν προσχέδιο. Τραγούδια όπως το “Ordinary Story” έδειχναν καθαρά μια διάθεση για πειραματισμό: περάσματα με spoken word, αλλαγές στο tempo και ρεφρέν σχεδιασμένα να μιλάνε σε περισσότερο κόσμο. Η μπάντα δεν εγκατέλειψε τις ρίζες της· απλώς δούλεψε πάνω τους με νέο τρόπο. Ο ήχος του Gothenburg παρέμεινε, αλλά πέρασε μέσα από ένα πιο συνειδητό, πιο προσιτό φίλτρο.
Και ενώ το “Colony” συχνά έμενε στη σκιά του “Clayman”, παραμένει χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς μια μπάντα μπορεί να εξελιχθεί χωρίς να διαλυθεί. Δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι στο “Colony” που να αλλάζει τους κανόνες του είδους, όμως ως σύνολο το άλμπουμ έδωσε το παράδειγμα. Έδειξε ότι το μελωδικό death metal δεν χρειάζεται να μένει σε περιορισμένο κοινό· μπορεί να σταθεί παγκοσμίως, αν παρουσιαστεί με καθαρό στόχο.

Τα όσα ακολούθησαν μετά το “Colony” το επιβεβαιώνουν. Οι περιοδείες των In Flames μεγάλωσαν, η παραγωγή τους ανέβηκε επίπεδο και η παρουσία τους σε φεστιβάλ σε Ευρώπη και Ιαπωνία έγινε σταθερή. Από πρωτοπόροι της σκηνής, εξελίχθηκαν σε υπολογίσιμους παίκτες μέσα στη μουσική βιομηχανία. Παράλληλα, η στροφή τους έδωσε ώθηση σε πολλές άλλες μπάντες να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση, χρησιμοποιώντας μελωδικές δομές και καθαρά ρεφρέν, χωρίς να αφήσουν πίσω τους τις heavy ρίζες.
Ειρωνικά, τα ίδια στοιχεία που έκαναν το “Colony” σημείο καμπής, είναι αυτά που αργότερα το κατέστησαν αμφιλεγόμενο στους πιο απαιτητικούς ακροατές. Στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν ευρύτερο κοινό, οι In Flames πυροδότησαν μια γενικότερη κρίση ταυτότητας στο μελωδικό death metal. Για κάθε ακροατή που αγκάλιασε τη νέα προσβασιμότητα, υπήρχε κι ένας που νοστάλγησε την παλιότερη σκληρότητα. Παρ’ όλα αυτά, με ψύχραιμη ματιά, το “Colony” δείχνει μια μπάντα που ήξερε πολύ καλά τι κάνει και είχε το θάρρος να ρισκάρει την πορεία της για να μείνει ενεργή και ουσιαστική.
Όσον αφορά την κληρονομιά του άλμπουμ, το θέμα δεν είναι τόσο τα επιμέρους κομμάτια όσο οι αποφάσεις γύρω από τη δομή. Πρόκειται για την αλλαγή ρόλων μέσα στη μπάντα, τις παραγωγικές επιλογές που στόχευαν το ραδιόφωνο και τον έλεγχο της συνολικής εικόνας. Το “Colony” συνδέθηκε με το ρεύμα του μελωδικού death metal, όμως συνέβαλε και στην αλλαγή της κατεύθυνσής του. Η επιτυχία κομματιών όπως τα “Zombie Inc.” ή “Coerced Coexistence” δεν οφείλεται μόνο στην ποιότητα της εκτέλεσής τους. Αυτά τα τραγούδια δείχνουν πόσο προσεκτικά είχε σχεδιάσει η μπάντα την κατεύθυνση που ήθελε να ακολουθήσει σε ένα ιδίωμα που, πολλές φορές, εξαντλεί τις δυνατότητές του γρήγορα.
Το “Colony” δεν ήταν ποτέ ο πιο εντυπωσιακός δίσκος των In Flames. Δεν ήθελε να σοκάρει, ούτε να διχάσει. Ήταν όμως εκείνος που έδειξε πώς μια μπάντα μπορεί να αναδιατάξει τον εαυτό της χωρίς να χάσει τον έλεγχο. Μέσα από συνειδητές επιλογές στη σύνθεση, την παραγωγή και τη δυναμική μεταξύ των μελών, το άλμπουμ έθεσε ένα διαφορετικό πλαίσιο για το πώς το μελωδικό death metal μπορεί να κινηθεί μπροστά χωρίς να σπάσει. Και αυτό ακριβώς έκανε, ήσυχα, και χωρίς τυμπανοκρουσίες.