Ο Sebastian Svalland, το νεότερο μέλος των Katatonia, μοιράζεται τις σκέψεις του για την ένταξή του στην κληρονομιά της μπάντας, την προσέγγισή του στη μουσική και το πώς ο ατμοσφαιρικός ήχος της μπάντας αντηχεί στον σημερινό κόσμο. Από τις μουσικές του επιρροές έως την προσωπική σχέση με το “Nightmares as Extensions of the Waking State“, ο Sebastian προσφέρει μια ειλικρινή εικόνα για το τι σημαίνει να είσαι μέλος μιας τόσο σημαντικής μπάντας.
Sebastian (Svalland), σε καλωσορίζουμε στο DEPART και είμαστε πολύ χαρούμενοι που είσαι μαζί μας. Πώς πάνε τα πράγματα από την πλευρά σου αυτόν τον καιρό και πού σε βρίσκουμε αυτή τη στιγμή;
Sebastian Svalland: Είμαι στο σπίτι μου, στη Σουηδία, και χαλαρώνω. Χθες ήταν η Γιορτή της Μητέρας, οπότε το Σάββατο πήγα στη μαμά μου. Καταλήξαμε να πιούμε περίπου πέντε εκατομμύρια λίτρα κρασί, και το νιώθω ακόμα και σήμερα. Είμαι 35 ετών και δεν έχω περάσει hangover τα τελευταία πέντε χρόνια, γιατί συνήθως δεν πίνω. Μάλλον έχω χάσει τη φόρμα μο. Είμαι όμως έτοιμος, ας ξεκινήσουμε.
Πρώτα απ’ όλα, πώς νιώθεις που το όνομά σου συνδέεται πλέον επίσημα με μια ηχογράφηση ενός ιστορικού συγκροτήματος όπως οι Katatonia; Και πώς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία;
Ειλικρινά, είναι υπέροχο. Οι Katatonia ήταν ένα συγκρότημα που άκουγα πολύ πριν γίνω μέλος τους, οπότε το να συνδέεται το όνομά μου με μια από τις ηχογραφήσεις τους είναι λίγο σουρεαλιστικό. Όλο αυτό προέκυψε τυχαία, αλλά είμαι πραγματικά χαρούμενος γι’ αυτό. Το να παίζω με τα παιδιά είναι πολύ διασκεδαστικό, και το να παίζω τα τραγούδια ζωντανά είναι πάντα μια υπέροχη εμπειρία.
Όσο για το πώς ξεκίνησαν όλα, ο Jonas επικοινώνησε μαζί μου μέσω ενός κοινού φίλου και συναντηθήκαμε στη Στοκχόλμη. Φάγαμε και κουβεντιάσαμε λίγο, προσπαθώντας να γνωριστούμε. Ξέρεις, κάτι σαν: «Είσαι εντάξει τύπος; Μπορούμε να συνεργαστούμε;» Ήταν ένας χαλαρός τρόπος να σπάσει ο πάγος. Μετά παίξαμε σε μερικά φεστιβάλ και όλα πήγαν πολύ καλά. Ένιωσα ότι ήταν σωστό.
Όλα έγιναν πολύ φυσικά. Θα έλεγες ότι ένιωσες σαν να ήσουν ο επόμενος στη σειρά, ο φυσικός διάδοχος του θρόνου;
Ίσως, αλλά δεν θα το έθετα έτσι. Νομίζω πως έχει να κάνει περισσότερο με τη χημεία παρά με τη διαδοχή. Όταν είσαι σε μια μπάντα, το σημαντικότερο είναι να τα πηγαίνεις καλά και να απολαμβάνεις τον χρόνο που περνάς μαζί.
Θα βρίσκεστε σε tour buses, στριμωγμένοι σε στενούς χώρους, θα αντιμετωπίζετε μακρές μέρες και οξυθυμία. Αν δεν ταιριάζετε ως άνθρωποι, αυτό θα φανεί. Για μένα, αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά — αν όχι το πιο σημαντικό — στοιχεία του να είσαι σε μια μπάντα. Η ενέργεια της μπάντας εκτός σκηνής διαμορφώνει αναπόφευκτα το συναίσθημα που νιώθει το κοινό στη σκηνή. Όλα είναι συνδεδεμένα.
Είμαι οπαδός των Katatonia από το 2005 ή το 2006, και αυτό με φέρνει σε κάτι που πάντα μου έκανε εντύπωση. Η μπάντα συνδέεται εδώ και καιρό με τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπινων συναισθημάτων: την αγωνία, την κατάθλιψη, το φόβο και το θυμό. Ως Sebastian, πώς προσεγγίζεις προσωπικά αυτά τα συναισθήματα; Και πώς τα μεταφέρεις στο παίξιμό σου και στη δημιουργική σου διαδικασία;
Είναι κάτι διαφορετικό, πραγματικά. Μπορεί να φαίνομαι αρκετά χαρούμενος και ίσως χαζοχαρούμενος κάποιες φορές, αλλά νομίζω πως όλοι κουβαλάμε κάποιο βαθμό σκοταδιού μέσα μας, ακόμα κι αν δεν φαίνεται. Ίσως κάποιο μέρος του είναι πολύ σκοτεινό για να το δείξουμε ή ίσως απλά δεν βγαίνει στην επιφάνεια. Όμως, είναι εκεί. Πάντα.
Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που εκτιμώ πραγματικά στους Katatonia. Υπάρχει χώρος στη μουσική για βαθύτερα και βαρύτερα συναισθήματα. Η προσέγγισή μου είναι απλώς να μένω πιστός σε αυτό. Προσπαθώ να παίζω με τρόπο που νιώθω ο εαυτός μου, γιατί θέλω να είμαι αυθεντικός.
Έχεις παίξει σε μπάντες που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από progressive death metal μέχρι industrial και doom. Κάθε μία έχει τη δική της δημιουργική γλώσσα και τις δικές της απαιτήσεις. Κοιτώντας αυτά τα κεφάλαια — από τους Letters from the Colony, στους Lindemann και στους In Mourning — πώς σε έχουν διαμορφώσει αυτές οι εμπειρίες, όχι μόνο ως κιθαρίστα, αλλά και ως ερμηνευτή και συνεργάτη; Και πώς νιώθεις ότι σε έχουν προετοιμάσει για τον ρόλο σου στους Katatonia — μια μπάντα με τόσο ξεχωριστό, συναισθηματικά φορτισμένο ήχο;
Νομίζω πως όλα όσα κάνεις σου δίνουν κάτι — προφανώς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι σαφές τι έχω πάρει από κάθε μπάντα με την οποία έχω παίξει. Αν κοιτάξεις τα διαφορετικά στυλ — progressive, industrial, doom — μπορείς να φανταστείς το είδος των ιδεών και επιρροών που έχω αποκομίσει στην πορεία μου. Τελικά, όλα ήταν θετικά. Κάθε πρότζεκτ, κάθε φανατικό κοινό, κάθε ήχος — όλα έχουν προσθέσει στην εμπειρία μου και με έχουν βοηθήσει να διαμορφώσω τον τρόπο που εκφράζομαι. Ο δρόμος δεν ήταν πάντα ευθεία, αλλά σίγουρα μου έχει δώσει κάτι πολύτιμο.
Ο ήχος των Katatonia είχε πάντα έναν ισχυρό συναισθηματικό πυρήνα, μια ατμόσφαιρα με την οποία οι οπαδοί συνδέονται σε βαθιά προσωπικό επίπεδο. Ως κάποιος που τώρα εντάσσεται πλήρως σε αυτή την κληρονομιά, πώς συνδέθηκες αρχικά με τη μουσική τους, είτε ως ακροατής είτε ως μουσικός; Και πώς έχει εξελιχθεί αυτή η σύνδεση τώρα που συμβάλλεις ενεργά στη διαμόρφωση του παρόντος και του μέλλοντος της μπάντας; Σε πιο προσωπικό επίπεδο, έχεις κάποιο αγαπημένο άλμπουμ των Katatonia;
Η πρώτη φορά που άκουσα τους Katatonia νομίζω πως ήταν με το “The Great Cold Distance”. Μου τους σύστησε ένας φίλος μου, ο τραγουδιστής των Letters from the Colony. Τώρα δουλεύει στα Fascination Street Studios με τον Jens Bogren. Όταν ήμασταν πιο μικροί, ακούγαμε πολύ τις παραγωγές του Jens, και είχε δουλέψει σε εκείνο το άλμπουμ των Katatonia. Μου το έβαλε να το ακούσω και θυμάμαι που σκέφτηκα: «Ουάου, αυτός ο ήχος είναι απίστευτος». Η παραγωγή έχει αυτόν τον διαχρονικό χαρκατήρα — δεν μοιάζει να ανήκει σε συγκεκριμένη εποχή. Απλά αντέχει στον χρόνο.

Από εκεί ξεκίνησαν όλα για μένα. Τα τραγούδια σε αυτόν τον δίσκο είναι τόσο ισορροπημένα και εύκολα προσβάσιμα — απλά πατάς “play” και χάνεσαι μέσα τους. Με τον καιρό, φυσικά, γνώρισα καλύτερα το ρεπερτόριό τους. Μου αρέσει πολύ το “Dead End Kings” και το “The Fall of Hearts” είναι άλλο ένα που θεωρώ εξαιρετικό. Με εκπλήσσει το πόσες λίγες μπάντες μπορούν να εξελιχθούν στιλιστικά όπως οι Katatonia και να συνεχίζουν να ακούγονται σαν τον εαυτό τους. Η φαρέτρα τους μοιάζει ανεξάντλητη, αλλά η ταυτότητά τους παραμένει ανέπαφη.
Μου είναι δύσκολο να διαλέξω ένα αγαπημένο άλμπουμ. Ίσως να μπορούσα να ονομάσω ένα αγαπημένο τραγούδι, αλλά ακόμα και αυτό αλλάζει. Για παράδειγμα, ζήτησα να παίξουμε το “Dead Letters” σε μια πρόσφατη συναυλία, απλά γιατί δεν το είχα παίξει ποτέ ζωντανά και μου αρέσει πολύ. Οπότε, ίσως αυτό είναι το αγαπημένο μου αυτή τη στιγμή… Aν με ρωτήσεις ξανά σε μερικούς μήνες, μπορεί να είναι διαφορετικό. Αυτή είναι η ομορφιά του.
Για μένα, το “Discouraged Ones” είχε πάντα μια ξεχωριστή θέση. Θυμάμαι την πρώτη φορά που το άκουσα σε ένα λεωφορείο την περίοδο του Πάσχα — ο ήλιος έδυε, το discman έπαιζε — και ένιωσα σαν να χαράχτηκε στη μνήμη μου.
Sebastian Svalland: Ναι, είναι πολύ καλό. Νομίζω πως κάθε δίσκος έχει κάτι τέτοιο — κάτι που μπορείς να νιώσεις πραγματικά. Υπάρχει πάντα μια στιγμή, ένας ήχος σε κάθε άλμπουμ που σε αγγίζει με συγκεκριμένο τρόπο.
Οι Katatonia είχαν πάντα έναν βαθιά ατμοσφαιρικό ήχο και, με μια τόσο μακρά ιστορία — ακόμα και από την εποχή των CD — φέρουν μια συγκεκριμένη κληρονομιά. Ως ακροατής, πάντα ένιωθα πως υπάρχουν ξεχωριστές εποχές: από το “Brave Murder Day” και το “Discouraged Ones” μέχρι τον πιο εκλεπτυσμένο ήχο που ακολούθησε μετά τη συμμετοχή του Steven Wilson. Τώρα που είσαι επίσημα μέλος της μπάντας, ποια στοιχεία της μουσικής σου ταυτότητας ελπίζεις να φέρεις σε αυτή τη νέα εποχή; Και πώς ισορροπείς αυτό με το σεβασμό σε έναν ήχο που χτίστηκε μέσα σε δεκαετίες;
Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως το άλμπουμ είχε γραφτεί κυρίως πριν εμπλακώ, οπότε δεν συνέβαλα πολύ σε αυτό που έχει ήδη κυκλοφορήσει. Όμως, κοιτώντας μπροστά, όσον αφορά το τι θα μπορούσα να προσφέρω, θα έλεγα ότι η μουσική μου ταυτότητα είναι πολύ riff-driven. Αυτό αποτελεί μεγάλο μέρος του τρόπου που γράφω.
Αν προσφέρω κάτι, πιθανότατα θα κλίνει περισσότερο προς αυτή την riff-based προσέγγιση — όχι ακριβώς όπως τα συγκροτήματα με τα οποία έχω παίξει στο παρελθόν, αλλά φυσικά φιλτραρισμένη μέσα από τον τρόπο που κατανοώ τον ήχο των Katatonia. Δεν ξέρω ακόμα πώς θα είναι αυτό, αλλά είμαι ενθουσιασμένος που θα το εξερευνήσω. Ταυτόχρονα, ξέρω ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρότυπο σε αυτό το συγκρότημα. Οι μέχρι τώρα κυκλοφορίες τους μιλάνε από μόνες τους. Οπότε, αν σκεφτώ κάτι καλό και ταιριάζει, τέλεια. Αν όχι, δεν πειράζει. Σημασία έχει να διατηρηθεί αυτό το επίπεδο.
Ανέφερες την τάση σου να γράφεις με βάση τα riff, αλλά πρέπει να πω πως, όταν άκουσα το νέο άλμπουμ ξανά και ξανά, αυτό που μου έμεινε δεν ήταν τα riff. Στα αυτιά μου, είναι πιο χτισμένο πάνω σε ambient ηχοτοπία, σχεδόν κινηματογραφικό, που μερικές φορές θυμίζει την ατμόσφαιρα της τζαζ της Νέας Υόρκης. Είναι σαν να κάθεσαι σε ένα καφέ, μία βροχερή μέρα και να βλέπεις τον κόσμο να περνάει, χαμένος στις σκέψεις σου. Ήταν αυτό το είδος της διάθεσης που επιδιώκατε ή είναι απλώς η προσωπική μου ερμηνεία του δίσκου;
Νομίζω πως το υπέροχο σε αυτό το άλμπουμ — και σε πολλά άλμπουμ των Katatonia — είναι η βαθιά ατμοσφαιρικότητα του. Όπως είπα και νωρίτερα, αυτό ήταν πάντα μέρος της ταυτότητας της μπάντας. Ο βαθμός μπορεί να διαφέρει, αλλά η ατμόσφαιρα υπάρχει πάντα. Αυτό που μου αρέσει προσωπικά είναι όταν η μουσική γίνεται οπτική μόνο με το άκουσμα. Είναι κάτι πολύ δυνατό και νομίζω πως ο Jonas είναι ιδιαίτερα καλός στο να δημιουργεί τέτοια μουσική. Ειλικρινά, ο τρόπος που το περιέγραψες — να κάθεσαι σε ένα καφέ, να κοιτάς τη βροχή, χαμένος στις σκέψεις σου — δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι λάθος με αυτή την ερμηνεία. Είναι μια πολύ οπτική, συναισθηματική εμπειρία και μου αρέσει πολύ.
Οι Katatonia πάντα έμοιαζαν ριζωμένοι στην αστική ατμόσφαιρα — λιγότερο στη φύση και περισσότερο στο βάρος της σύγχρονης ζωής: ψυχολογικό, κοινωνικό και ακόμη πνευματικό. Ωστόσο, αυτός ο δίσκος με εξέπληξε. Σε κάποια σημεία, ακούγεται σχεδόν χαλαρωτικός. Ήταν αυτή μια σκόπιμη αλλαγή ή απλώς έτσιο εξέλαβα εγώ;
Νομίζω πως αυτά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν. Ο καθένας ερμηνεύει τη μουσική διαφορετικά — και αυτό βρίσκω τόσο όμορφο σε αυτήν. Αν ένιωσες ότι αυτό το άλμπουμ είναι ήρεμο, τότε μια χαρά. Κάποιος άλλος μπορεί να το ακούσει και να πει: «Αυτό είναι το πιο σκοτεινό πράγμα που έχω ακούσει ποτέ». Ή ακόμα και: «Τι κάνουν αυτοί οι τύποι; Πηγαίνετε σπίτι, γέροι». Και αυτό είναι επίσης αποδεκτό. Το θέμα είναι πως αν δημιουργείς μουσική με συγκεκριμένη ατμόσφαιρα και οι άνθρωποι την βιώνουν με διαφορετικούς τρόπους, ακόμα και συναισθηματικά, αυτό είναι φοβερό. Σημαίνει πως η μουσική είναι ζωντανή.
Πιστεύεις ότι το εξώφυλλο του "Nightmares as Extensions" αντικατοπτρίζει αυτό που θα βιώσουν οι ακροατές όταν πατήσουν το “play”, είτε σε CD, βινύλιο ή Spotify; Ή υπάρχει κάποια σκόπιμη αντίθεση μεταξύ της εικόνας και της μουσικής;
Αυτά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολο να οριστούν. Πιστεύω πως είναι ένα όμορφο έργο τέχνης — μπορείς να το κοιτάξεις, να νιώσεις κάτι και να το αφήσεις να σε αγγίξει όπως θέλει. Όταν όμως πρόκειται για οπτικά στοιχεία όπως αυτό, μου είναι δύσκολο να τα αναλύσω ή να τα εξηγήσω. Είμαι αρκετά ευθύς άνθρωπος και μου αρέσουν οι σαφείς ορισμοί. Γι’ αυτό, όταν τα πράγματα είναι ανοιχτά σε ερμηνείες, τείνω να τα αφήνω όπως είναι.
Μερικές φορές τα εξώφυλλα των άλμπουμ ταιριάζουν απόλυτα με τη μουσική και άλλες φορές όχι — και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Για παράδειγμα, υπάρχει ο δίσκος των King Gizzard, “Murder of the Universe”, με μια αγελάδα στο εξώφυλλο. Το κοιτάς και σκέφτεσαι, «Τι στο καλό είναι αυτό;». Όμως αυτή είναι η ομορφιά του — είναι αφηρημένο και απρόβλεπτο. Σε αυτή την περίπτωση, δεν ήξερα καν ότι ο Jonas συνεργαζόταν με τον καλλιτέχνη. Όταν μου το έδειξε για πρώτη φορά, γέλασα λίγο, γιατί σε ένα προηγούμενο άλμπουμ που έκανα με άλλο συγκρότημα, είχαμε επίσης ένα ελάφι στο εξώφυλλο. Νομίζω ότι και οι In Flames το έκαναν κάποια στιγμή. Ναι, ήταν εντελώς τυχαίο, απλά μια αστεία σύμπτωση. Συνολικά, όμως, νομίζω ότι είναι ωραίο και ταιριάζει με τον δικό του τρόπο.
Προσωπικά, το εξώφυλλο μου θύμισε πολύ την Πριγκίπισσα Mononoke, συγκεκριμένα το Δάσος των Πνευμάτων, και τον ελάφι-θεό που συμβολίζει την καταστροφή και την αναγέννηση στον κύκλο της φύσης. Υπήρχε κάποια σύνδεση μεταξύ αυτής της εικόνας και των θεμάτων του άλμπουμ ή είναι απλώς δική μου συσχέτιση;
Όχι, δεν νομίζω. Δεν ξέρω, αλλά μου αρέσει που και οι δύο είμαστε nerds και παρακολουθούμε anime. Και ναι, είναι πολύ καλό anime, και καταλαβαίνω τι εννοείς. Δεν πιστεύω ότι ο Jonas ξέρει τι είναι η Princess Mononoke, όμως καταλαβαίνω απόλυτα την αναφορά σου. Για να είμαι ειλικρινής, όταν ήμουν νεότερος, πίστευα πως όσοι έβλεπαν anime ήταν σπασίκλες, με την αρνητική έννοια. Έλεγα: «Τι στο διάολο είναι αυτό;» Αλλά μετά κάθισα και είδα μερικά και σκέφτηκα: «Ω… αυτό είναι καταπληκτικό». Οπότε ναι, είναι σίγουρα σαν μια πόρτα που πρέπει να περάσεις, οπότε καταλαβαίνω απόλυτα τον συσχετισμό με την Πριγκίπισσα Mononoke.

Όσο για το τι λέγαμε πριν, σήμερα είμαι περήφανος που μου αρέσει το anime. Μπορεί κάποιοι να το κοροϊδεύουν ή να με αποκαλούν σπασίκλα, αλλά δεν με νοιάζει. Αυτό που σου αρέσει είναι αυτό που σου αρέσει, αρκεί να μην βλάπτει κανέναν. Είναι αστείο το πόσο συχνά κρίνουμε κάτι χωρίς να του δώσουμε πραγματική ευκαιρία. Αυτή η μικροπρεπής τάση υπάρχει σε πολλούς. Όπως και σε κάθε μορφή τέχνης, υπάρχουν πολλά υπέροχα πράγματα εκεί έξω — αν είσαι ανοιχτός να τα δεχτείς. Έτσι, η σύνδεση που ανέφερες έχει νόημα, ακόμα κι αν δεν είναι άμεση.
Αφού ανέφερα τον Hayao Miyazaki, ο οποίος συχνά κριτικάρει τον σύγχρονο κόσμο όχι ως κάτι κακό, αλλά με μια ήσυχη αντίσταση, ειδικά σε γεωπολιτικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, πρέπει να πω ότι τώρα ζούμε σε μια εξαιρετικά τεταμένη γεωπολιτική περίοδο. Θα έλεγες ότι κάποια από αυτή την πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται στο νέο άλμπουμ ή στόχευες να δημιουργήσεις κάτι που να ξεπερνάει σκόπιμα την παρούσα στιγμή;
Ειλικρινά, είναι δύσκολο να απαντήσω σε αυτό. Ένας λόγος είναι ότι δεν ασχολούμαι με τους στίχους όπως οι περισσότεροι. Τείνω να ακούω τα φωνητικά περισσότερο ως όργανο παρά ως μήνυμα — έτσι πάντα προσεγγίζω τη μουσική. Οπότε, το να βάζω τη μουσική σε λέξεις ή να ερμηνεύω βαθύτερα νοήματα στους στίχους δεν μου έρχεται φυσικά.
Ίσως χάνω κάτι επειδή δεν εμβαθύνω περισσότερο στους στίχους, όμως για μένα το σημαντικό είναι πώς νιώθω τη μουσική. Μπορώ να πω ότι κάτι μου δίνει συγκεκριμένη αίσθηση, αλλά πέρα από αυτό δεν αναλύω.
Γι’ αυτό δεν μπορώ να πω με ειλικρίνεια αν αυτό το άλμπουμ είναι μια κριτική για την κατάσταση του κόσμου. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο κόσμος είναι κάπως χαοτικός αυτή τη στιγμή, και η μουσική, τουλάχιστον για μένα, είναι ένας χώρος για να ξεφύγω από όλα αυτά. Δεν έχει να κάνει με το να αγνοείς την πραγματικότητα, αλλά με το να βρίσκεις έναν χώρο όπου μπορείς να αναπνεύσεις. Φυσικά, ξέρω ότι δεν έχουν όλοι αυτό το προνόμιο, και για μερικούς η μουσική δεν μπορεί να διορθώσει τίποτα. Όμως για μένα, είναι μια μορφή απόδρασης.
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της συνέντευξης, θα ήθελα να ρωτήσω κάτι πιο προσωπικό. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του άλμπουμ, υπήρχαν καλλιτέχνες — μουσικοί ή άλλοι — που ενέπνευσαν τη δημιουργική σου διαδικασία; Και τώρα που το άλμπουμ είναι έτοιμο και κυκλοφορεί, τι υπάρχει στη playlist ή στη watchlist σου; Προς ποιο είδος τέχνης τείνει ο Sebastian όταν δεν δημιουργεί μουσική; Τι καταναλώνει και τι τον συγκινεί;
Για μένα είναι πάντα διαφορετικό. Ένα από τα καλύτερα συναισθήματα που γνωρίζω είναι να ανακαλύπτω ένα συγκρότημα που καταλαμβάνει εντελώς το μυαλό μου. Όταν ακούω ένα τραγούδι και νιώθω πως πρέπει να το ακούσω ξανά και ξανά, αυτή η εμμονή δεν συμβαίνει συχνά, αλλά όταν συμβαίνει, είναι το καλύτερο μου. Έχει συμβεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια και μία από τις πιο πρόσφατες ήταν με τους Radiohead. Ειλικρινά, δεν περίμενα να μου αρέσουν. Είχα την ίδια άποψη με πολλούς άλλους: «Radiohead; Αυτοί δεν είναι οι “Creep”;» Όμως μετά άκουσα πιο προσεκτικά και με εντυπωσίασε το πόσο καλοί είναι. Όταν άκουσα το “Kid A”, κατάλαβα: «Αυτός είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος».

Μια άλλη μπάντα που λατρεύω είναι οι Karnivool από την Αυστραλία. Πάντα μου αρέσουν. Ειλικρινά, αυτή την περίοδο είμαι λίγο εκνευρισμένος γιατί παίζουν στο Brutal Assault στην Ευρώπη και θα ήθελα πολύ να είμαι στο lineup για να τους δω ζωντανά. Είναι εξαιρετικοί.
Η playlist μου είναι αρκετά τυχαία. Βάζω τραγούδια που μου αρέσουν, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνω ακριβώς το γιατί. Κάποια κομμάτια συνήθως δεν θα τα ξανακούγα, αλλά κάποια στιγμή με άγγιξαν με τον σωστό τρόπο. Έτσι, η επιλογή εξαρτάται πολύ από τη διάθεσή μου. Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του άλμπουμ, δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε συγκεκριμένος καλλιτέχνης που επηρέασε τη δουλειά μου. Τώρα, αυτό που ακούω αλλάζει ανάλογα με τη μέρα και τη διάθεσή μου.
Σε καταλαβαίνω απόλυτα και σε ευχαριστώ θερμά που αφιέρωσες χρόνο να μιλήσεις μαζί μας. Ήταν μεγάλη μας αρά. Ελπίζουμε να σε δούμε ξανά σύντομα στην Αθήνα. Τα τελευταία λόγια είναι δικά σου.
Θα ήθελα πολύ να παίξω στην Αθήνα. Το να έρχεσαι από τη Σουηδία σε μια όμορφη χώρα όπως η Ελλάδα, όπου φοράς σορτς, νιώθεις το καλοκαίρι και βλέπεις υπέροχα τοπία, ακούγεται σαν παράδεισος. Θα ήθελα να δώσω μια συναυλία εκεί, να φάω καλό φαγητό, να απολαύσω ένα ποτό και να βουτήξω στη θάλασσα. Μακάρι να γίνει!
Σε ευχαριστώ και εγώ πολύ για τον χρόνο σου. Να προσέχεις και ήταν μεγάλη μου χαρά που μιλήσαμε.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Sebastian SvallandKatatonia (OW) | Facebook | Instagram | X/Twitter | Spotify | YouTube | Bandcamp | Deezer | SoundCloud