Το L.A. Confidential είναι από εκείνα τα φιλμ που εμφανίζονται σπάνια: τίμια, στιβαρά, απαλλαγμένα από θόρυβο, με δημιουργική στόχευση που δεν φωνάζει “κοίτα με”. Και ίσως γι’ αυτό ακριβώς δεν βρέθηκε ποτέ στην κορυφή των κινηματογραφικών ιεραρχιών. Αλλά άμα κάποιος ρίξει μια πιο καλή ματιά, θα δεί ότι πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα του neo-noir είδους.
Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του James Ellroy, που είχε χαρακτηριστεί ως «αμετάφραστο» σεναριακά λόγω της πολυπλοκότητάς του
Η σκηνοθεσία του Curtis Hanson είναι χειρουργική. Δεν υπερθεματίζει. Δεν αποδομεί, ούτε προσπαθεί να ξεπεράσει την εποχή του. Αντιθέτως, αγκαλιάζει την αισθητική και τη θεματολογία του παραδοσιακού film noir, τη μεταφέρει στα ’50s και τη φορτίζει με μια αφήγηση που μοιάζει με σταδιακή διάλυση του μύθου της αμερικανικής αστυνομίας. Δεν είναι απλώς φόρος τιμής· είναι μια αθόρυβη διάλυση του star system και της θεσμικής νομιμοφροσύνης.
Στην καρδιά του L.A. Confidential βρίσκονται τρεις άνδρες. O βίαιος Bud White (Russell Crowe), ο φιλοδοξος Ed Exley (Guy Pearce) και ο κυνικός Jack Vincennes (Kevin Spacey). Ο καθένας εκπροσωπεί έναν διαφορετικό τύπο εξουσίας: ο πρώτος με τα χέρια, ο δεύτερος με τον νόμο, ο τρίτος με την εικόνα. Η σταδιακή τους σύγκλιση –αλλά και ταυτόχρονη αποδόμηση είναι η ανατομία ενός συστήματος που στηρίζεται στην απάτη, τη σιωπή και τη δημόσια εικόνα.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του James Ellroy, που είχε χαρακτηριστεί ως «αμετάφραστο» σεναριακά λόγω της πολυπλοκότητάς του. Το γεγονός ότι ο Hanson και ο Brian Helgeland κατάφεραν να συμπυκνώσουν το χαοτικό σύμπαν του Ellroy σε μια στιβαρή, παρακολουθήσιμη και εξαιρετικά καλογραμμένη ταινία είναι από μόνο του κατόρθωμα. Το σενάριο τιμήθηκε με Όσκαρ – μαζί με την Kim Basinger, που ενσάρκωσε την απόλυτη femme fatale με μια ερμηνεία που συνδύαζε έλεγχο και ραγισμένη ευθραυστότητα.
Το Λος Άντζελες των ’50s δεν είναι εδώ ένας κόσμος ονείρων· είναι ένα εργαστήριο κατασκευής εικόνας.
Το L.A. Confidential βγήκε στις αίθουσες τη χρονιά που κυκλοφόρησε και ο Τιτανικός. Η σύγκριση ήταν άνιση. Η παραγωγή του Hanson έχασε τη λάμψη του box office και τη δυναμική των βραβείων – παρ’ όλα αυτά, άντεξε. Όχι γιατί βρήκε το κοινό της με καθυστέρηση, αλλά γιατί δεν φτιάχτηκε ποτέ για να λειτουργήσει ως προϊόν εποχής. Ήταν μια παλιομοδίτικη, άψογα κατασκευασμένη ταινία που ήθελε απλώς να πει μια ιστορία. Kαι αυτό το έκανε καλύτερα από σχεδόν όλες τις “μεγάλες” παραγωγές της δεκαετίας του ’90.
Η φωτογραφία του Dante Spinotti, με τις σκοτεινές αντιθέσεις, δημιουργεί έναν κόσμο αισθητικά θαυμάσιο και ηθικά νοσηρό. Το Λος Άντζελες των ’50s δεν είναι εδώ ένας κόσμος ονείρων· είναι ένα εργαστήριο κατασκευής εικόνας, ένας τόπος όπου τα εγκλήματα θάβονται κάτω από το χαμόγελο των stars και την επιφάνεια της λάμψης. Το ίδιο το σύστημα Δικαιοσύνης παρουσιάζεται ως θέατρο: εξαρτημένο από τη δημοσιότητα, τις τηλεοπτικές εκπομπές, τις εφημερίδες. Ένα reality show πριν εφευρεθεί ο όρος.

Αυτό όμως που καθιστά το L.A. Confidential αριστούργημα, είναι το πώς καταφέρνει να παραμείνει φρέσκο, μοντέρνο, καίριο, ακόμα και σήμερα. Οι θεματικές του —θεσμική διαφθορά, τοξική αρρενωπότητα, ψευδαισθήσεις δημοσιότητας— δεν ανήκουν στο 1953. Ανήκουν στο 2025. Και ίσως αυτό να είναι το μεγάλο του “λάθος”: είναι υπερβολικά επίκαιρο για να ανήκει αποκλειστικά στην εποχή του. Το τέλος του δεν κλείνει κύκλους· απλώς επιβεβαιώνει ότι οι κύκλοι συνεχίζουν να περιστρέφονται με άλλους παίκτες. Οι ήρωες δεν σώζουν τον κόσμο· επιβιώνουν μέσα του.
Το L.A. Confidential δεν έχει την cult λάμψη του Fight Club, ούτε τη στιλιστική επιθετικότητα του Se7en. Δεν έγινε θρύλος στα memes, ούτε αγαπημένο rerun στο streaming. Κι όμως, όποιος το βλέπει, το κουβαλάει για πάντα. Είναι το φιλμ που δεν σου φωνάζει “είμαι αριστούργημα”, αλλά απλώς είναι. Ίσως ο μεγαλύτερος έπαινος για μια noir ταινία είναι να την ξεχνάς και να τη θυμάσαι ταυτόχρονα. Να μένει στο σκοτάδι που τόσο αγάπησε, χωρίς να διεκδικεί την προσοχή σου.