Μπορεί το DDF να μην είναι το πιο ασφαλές στοίχημα για κάποιον που θέλει να “βγάλει” ένα φεστιβάλ. Για τον Λεωνίδα, όμως, δεν είναι στοίχημα – είναι χρέος. Χρέος προς μια σκηνή που τον καθόρισε, μια κοινότητα που υπηρέτησε για δεκαετίες, και μια μουσική που δεν μπήκε ποτέ σε καλούπια. Ό,τι κι αν κοστίζει, αυτό το φεστιβάλ πρέπει να γίνεται.
Ξεκινάς ένα φεστιβάλ εναλλακτικής μουσικής σε μια εποχή που, αντικειμενικά, δεν ευνοεί τέτοιες κινήσεις — ειδικά όταν μιλάμε για τη μη mainstream σκηνή. Το βλέπεις σαν μια μορφή καλλιτεχνικής επίθεσης; Σαν μια δήλωση;
Λεωνίδας Σκιαδάς: Είναι ένα μεγάλο ρίσκο. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ ιδανική εποχή. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να κάνεις ένα καλό φεστιβάλ. Ακόμα και τότε που το underground ήταν huge, υπήρχε μεγάλο οικονομικό ρίσκο για όποιον το τολμούσε. Δεν είναι ότι τώρα είναι χάλια και τότε ήταν όλα ρόδινα, μάλλον ποτέ δεν ήταν. Πάντα υπήρχε ρίσκο, πάντα ήταν στοίχημα. Ακόμα και μια απλή συναυλία είναι στοίχημα, πόσο μάλλον το να στήσεις φεστιβάλ, που είναι σαφώς πιο δύσκολη υπόθεση. Πιστεύω ότι ανέκαθεν ήταν δύσκολο να το επιχειρήσει κάποιος, ειδικά όταν κινείται στο underground, όπου δεν υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε χορηγούς που θα του κάνουν τη ζωή πιο απλή.
Αυτό είναι, νομίζω, ένα από τα “προβλήματα” του DDOF, ότι είναι τόσο προσωποκεντρικό
Οπότε βασίζεσαι αποκλειστικά στο κοινό για να στηρίξει τη φάση και να καλυφθούν τα έξοδα μόνο από τα εισιτήρια. Αυτό είναι κάτι που δεν αντιμετωπίζουν οι διοργανωτές που ασχολούνται με πιο mainstream μουσικές. Και όταν λέω mainstream, δεν εννοώ την Kylie Minogue, μιλάω και για indie rock σχήματα, που μπορούν να φτάσουν σε ένα κοινό έξω από τον underground χώρο. Γιατί όταν σε ξέρει αυτός ο κόσμος, σε ξέρει και ο χορηγός. Κι αυτός, πολύ πιο εύκολα, θα δώσει τα χρήματά του για να συμμετέχει σε ένα event με μπάντες που αναγνωρίζει, γιατί καταλαβαίνει ότι υπάρχει αντίκτυπο. Οπότε, έτσι κι αλλιώς, το πράγμα παραμένει δύσκολο. Και νομίζω πως η μεγαλύτερη δυσκολία είναι αυτή: να βρεις χορηγούς που, όταν υπάρχουν, μπορούν πραγματικά να σου ελαφρύνουν το φορτίο. Εμείς, δυστυχώς, δεν έχουμε. Θα το θέλαμε πολύ, αλλά δεν γίνεται. Ο μόνος τρόπος για να τα βγάλουμε πέρα οικονομικά είναι η στήριξη του κόσμου.
Εφόσον ο κόσμος είναι ο βασικός αιμοδότης του φεστιβάλ, όταν στήνεις το line-up, πώς αποφασίζεις ποια μπάντα θα βάλεις; Το σκέφτεσαι με βάση το τι θέλει να ακούσει ο κόσμος, επειδή ξέρεις ότι πρέπει να βγει οικονομικά; Προφανώς, το να δουλεύεις στο μαγαζί σε βοηθάει πάρα πολύ να πιάνεις τον παλμό, επειδή μιλάς με τον κόσμο, συζητάς. Αλλά μπαίνει καθόλου και το προσωπικό σου γούστο στην εξίσωση; Έχει τύχει να πεις “όχι, αυτό δεν το βάζω”, επειδή δεν κολλάει στο όραμα που έχεις;»
Αφού ο κόσμος είναι ο βασικός αιμοδότης του φεστιβάλ, πώς αποφασίζεις ποιες μπάντες θα βάλεις στο line-up; Το σκέφτεσαι με γνώμονα τι θέλει να ακούσει το κοινό, ώστε να βγουν τα έξοδα, ή αφήνεις να περάσει και το προσωπικό σου γούστο; Έχει τύχει να πεις “αυτό δεν το βάζω”, γιατί δεν ταιριάζει στο όραμα που έχεις για τη διοργάνωση, ακόμα κι αν θα έφερνε περισσότερο κόσμο;
Αυτό είναι, νομίζω, ένα από τα “προβλήματα” – σε εισαγωγικά – του DDOF: ότι είναι τόσο προσωποκεντρικό. Με την έννοια ότι επιλέγω τις μπάντες καθαρά και μόνο με βάση το δικό μου γούστο. Σαφώς λαμβάνω υπόψη μου και την εμπορική απήχηση που έχουν κάποια συγκροτήματα – δεν γίνεται να μην το κάνεις αυτό. Γιατί, άπαξ και θες να κάνεις φεστιβάλ στην Τεχνόπολη, πρέπει να έχεις κάποια ονόματα που να μπορούν να φέρουν κόσμο, να φαίνεται η Τεχνόπολη αξιοπρεπής από πλευράς προσέλευσης.
Σίγουρα θα μπορούσα να ανοίξω σε άλλα παρακλάδια της μουσικής, να έχω κάποια πιο metal συγκροτήματα, γιατί έχω κόσμο που έρχεται στο μαγαζί και γουστάρει τέτοιον ήχο, και θα ήθελε να έρθει στο φεστιβάλ, αλλά δεν βρίσκει κάτι να τον τραβήξει. Ενώ, για παράδειγμα, αν ανοίγαμε και φέρναμε τους Paradise Lost, θα σου έλεγε ο άλλος «πάμε στο φεστιβάλ, έχει και τους Paradise Lost που τους ξέρουμε». Οπότε, ναι, ίσως γινόταν πιο προσιτό το φεστιβάλ και σε άλλο κόσμο, έλα όμως που δεν με ενδιαφέρει και τόσο.

Το φεστιβάλ αυτό, επιχειρηματικά, είναι τρέλα. Είναι βλακεία. Είναι λάθος. Από την αρχή του ήταν ένα λάθος από επιχειρηματική άποψη, και το ήξερα. Αλλά δεν με νοιάζει. Όταν ξεκίνησα το Open Air πριν από δύο χρόνια, είχα ήδη εμπειρία από πολλές διοργανώσεις αλλά σε πιο μικρή κλίμακα. Εκεί, η κατάσταση ήταν πιο ελεγχόμενη: ήξερες πάνω-κάτω τι κοινό θα έρθει, τι περιμένει, τι θέλει να ακούσει. Ένα Open Air όμως απαιτεί να απευθυνθείς και σε κόσμο έξω από τον στενό σου πυρήνα, γιατί χρειάζεται να μαζευτεί αρκετός κόσμος για να σταθεί. Οπότε, ναι, το επιδιώκω αυτό, θέλω να έρθει και νέο κοινό. Αλλά δεν είναι πιο σημαντικό από το να φτιάξω ένα φεστιβάλ για το οποίο θα είμαι περήφανος. Να φοράω το μπλουζάκι με τα ονόματα των συγκροτημάτων και να λέω: «κοίτα, ένα προς ένα τα γουστάρω, χαίρομαι πραγματικά που είναι στο line-up». Δεν τα διάλεξα επειδή θα φέρουν κόσμο. Το βασικό μου κριτήριο είναι να μου αρέσουν και να νιώθω ότι, ως σύνολο, το line-up έχει συνοχή και ουσία.
Ποιο θεωρείς ότι είναι το μεγαλύτερό σου κατόρθωμα σε booking του φετινού φεστιβάλ; Αυτό που λες «δεν το πιστεύω ότι κατάφερα να τους κλείσω»;
Ένα από τα πράγματα που με κάνουν πραγματικά περήφανο φέτος είναι ότι, μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας, κατάφερα να φέρω τόσο τον Peter Hook όσο και την Anne Clark. Είναι δύο ονόματα με τα οποία μιλάω εδώ και πέντε-έξι χρόνια – τους ήθελα ήδη από το πρώτο φεστιβάλ, αλλά ποτέ δεν έβγαιναν οι συνθήκες. Οπότε το ότι θα είναι φέτος και οι δύο μέσα σε ένα σαββατοκύριακο, είναι για μένα ένα πολύ μεγάλο deal.
Το χρωστάω στη σκηνή που με μεγάλωσε, και κάθε φορά θα προσπαθώ να τη σπρώχνω ένα σκαλοπάτι πιο πάνω
Παρ’ όλα αυτά, αυτό που με «αρρωσταίνει» πιο πολύ – και στο λέω όπως το νιώθω – είναι η εμφάνιση της Anja Huwe με τους X-Mal Deutschland. Ήταν κάτι που έμοιαζε τελείως άπιαστο. Έχουν διαλυθεί από το ’89, αν δεν κάνω λάθος, και δεν υπήρχε ποτέ κάποια σοβαρή σκέψη για reunion. Κάποια στιγμή, όμως, βλέπω ότι η Anja – η οποία είχε σταματήσει τελείως τη μουσική, γιατί είχε στραφεί αλλού – βγάζει προσωπικό άλμπουμ. Μιλάω με έναν άνθρωπο που την ξέρει και μου λέει: «κοίτα να δεις, υπάρχει πιθανότητα να κάνει live με τους X-Mal». Και λέω: «όπα, τα πράγματα είναι σοβαρά. Το θέλω. Είμαι τεράστιος fan, θεωρώ ότι είναι το καλύτερο γερμανικό συγκρότημα της εποχής του». Οπότε, αυτό είναι για μένα το μεγάλο κατόρθωμα. Αν και, ειλικρινά, το καμάρι μου είναι συνολικά το line-up, γιατί κάθε συγκρότημα ξεχωριστά έχει τη δική του σημασία. Οκ, το καθένα είναι δύσκολο να το φέρεις μόνο του, αλλά το πιο δύσκολο είναι να καταφέρεις να έχεις όλα αυτά μαζί σε ένα σαββατοκύριακο.
Συνήθως, όταν κάποιος είναι σε περιοδεία, είναι πιο εύκολο, ψάχνουν ημερομηνίες για να παίξουν, άρα είναι προσβάσιμο. Το δύσκολο είναι να βρεις 14 συγκροτήματα που όλα σ’ αρέσουν, όλα τα εκτιμάς, και να μπορείς να πεις «είναι όλα εδώ». Αυτό για μένα είναι το πραγματικό επίτευγμα. Αλλά το «κρυφό μου highlight», είναι η Anja Huwe.
Τι θεωρείς ότι πήρες ως εμπειρία από το DDF του 2023 το οποίο το εφάρμοσες σε αυτό του 2025;
Με δίδαξε πρώτον: μην κάνεις φεστιβάλ τον Ιούλιο στην Ελλάδα. Αν θες να κάνεις μια συναυλία, κάνε τη. Ο κόσμος θα έρθει στις 9, θα δει το live στις 10, θα έχει δροσίσει λίγο, οπότε είναι ΟΚ. Αλλά φεστιβάλ, όχι. Πλέον οι θερμοκρασίες είναι τρελές. Ο Ιούλιος είναι καταστροφή από πλευράς καιρού.
Την προηγούμενη φορά ολόκληρος ο μήνας είχε καύσωνα, και εκείνο το Σαββατοκύριακο που κάναμε το φεστιβάλ, είχε 45 βαθμούς. Ήταν ήδη πειρακτωμένα τα πάντα, έσκασε και το 45άρι, και ήταν καταστροφή. Και το λέω με την έννοια ότι 200 άτομα που είχαν αγοράσει εισιτήριο, δεν ήρθαν. Το είδα μετά, δεν έκαναν check-in. Και λες, απίστευτο, 200 άτομα είχαν πληρώσει και τελικά δεν ήρθαν. Φίλοι μου που ανυπομονούσαν για το φεστιβάλ, μου είπαν: «Φίλε, δεν μπορούσα να βγω απ’ το σπίτι. Είδα τη θερμοκρασία και είπα όχι. Δεν πάω πουθενά». Αυτό ήταν το πρώτο δίδαγμα.
Από εκεί και πέρα… δεν μαθαίνω απ’ τα λάθη μου. Το συνέχισα. Παρόλο που, αν το δεις επιχειρηματικά, δεν είναι κάτι που θα έκανε ένας νοήμων άνθρωπος. Το ρίσκο είναι τεράστιο, το περιθώριο κέρδους σχεδόν μηδενικό. Επιχειρηματικά, είναι λάθος. Αλλά παρ’ όλα αυτά – ξέρεις τι; – ίσως κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται για άλλους λόγους. Ναι, το οικονομικό είναι σημαντικό, είναι απαραίτητο για να επιβιώσει ένα event, να συνεχίσει, να ξαναγίνει. Αλλά ίσως δεν είναι αυτό το βασικό. Ειδικά όταν μιλάμε για ανθρώπους σαν εμένα, που δεν το κάνουν για τα λεφτά. Δεν είναι ότι είπα «βρήκα ένα κόλπο να βγάλω λεφτά». Νιώθω πως, με κάποιο τρόπο, το χρωστάω στη σκηνή.

Αυτή τη σκηνή που στηρίζουμε μέσα απ’ το Death Disco, και που υπηρετώ από τις αρχές του ’90. Μια σκηνή που μου έχει δώσει πίσω πράγματα. Ο κόσμος μας στηρίζει, το μαγαζί, τα events, τα πάρτι. Και το ένιωθα σαν υποχρέωση. Να μην αφήσω να βαλτώσει μια κατάσταση. Να προσπαθώ, κάθε φορά, να το πηγαίνω ένα σκαλοπάτι πιο πάνω.
Και νομίζω ότι με το πρώτο φεστιβάλ αυτό έγινε. Ξαφνικά η Ελλάδα απέκτησε ένα event που άρχισε να το κοιτάει κόσμος από το εξωτερικό και να λέει «μα τι γίνεται εκεί πέρα;». Θυμάμαι τότε – αλλά και φέτος – που πήγαινα σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, και άφηνα flyers σε τραπέζια, σε χώρους. Και έβλεπα να σχηματίζονται πηγαδάκια, να τα πιάνουν και να λένε: «αυτοί, κι αυτοί, κι αυτοί… πού; Στην Ελλάδα; Απίστευτο».
Και αυτό είναι που μου δίνει ικανοποίηση. Το να εντυπωσιάζεται κόσμος απ’ έξω για κάτι που γίνεται εδώ. Δεν ξέρω αν ο κόσμος στην Ελλάδα το έχει καταλάβει – ίσως γιατί δεν έχουν επαφή με το τι παίζει έξω. Αλλά, για παράδειγμα, το φετινό line-up έχει εφτά συγκροτήματα που είναι headliners σε μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού.
Εφτά headliners; Δηλαδή ποιοι; Ποια είναι αυτά τα ονόματα που έξω γεμίζουν σκηνές και φέτος θα τους δούμε στην Τεχνόπολη;
Ο Peter Hook, για παράδειγμα, έπαιζε πέρυσι στο Whitby, ένα πολύ δυνατό φεστιβάλ στην Αγγλία. Τη φετινή του θέση στο φεστιβάλ παίρνουν οι Fields of the Nephilim. Η Anja Huwe ήταν headliner στο Grauzone στο Βέλγιο, ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, και στο Wave-Gotik-Treffen στη Λειψία, που είναι ίσως το μεγαλύτερο του είδους. Οι Anna Clark ήταν headliner στο M’era Luna, που είναι ίσως το πιο μεγάλο γερμανικό φεστιβάλ της dark σκηνής. Οι Cold Cave είχαν παίξει headliners στο κεντρικό stage της Λειψίας πέρυσι. Και οι Corpus Delicti είχαν headline θέση σε μεγάλο φεστιβάλ στο Βέλγιο, το οποίο δεν υπάρχει πια, αλλά τότε ήταν πολύ ισχυρό.
Τέλος, οι Chameleons, που δεν είναι κλασικά “φεστιβαλικό” συγκρότημα, είχαν εμφανιστεί στην αμερικανική περιοδεία των Twin Tribes ως βασικοί co-headliners. Οι Twin Tribes, έτσι κι αλλιώς, είναι αυτή τη στιγμή ίσως το πιο hot όνομα της dark scene παγκοσμίως. Όλα αυτά τα ονόματα, να τα φέρεις μαζί σε ένα line-up, είναι πραγματικά κατόρθωμα, και για μένα μεγάλη ικανοποίηση.
Οπότε, το να μαζευτούν όλα αυτά τα συγκροτήματα σε ένα σαββατοκύριακο είναι ήδη τεράστιο κατόρθωμα. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, προσπάθησα να προσέξω και άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, έχω φτιάξει τη σειρά των εμφανίσεων έτσι ώστε να αποφεύγονται σημαντικά conflicts ανάμεσα στα stages. Δηλαδή, κάποιος που θέλει να δει τους Corpus Delicti, θέλω να μπορεί να δει και ολόκληρο το set της Anna Clark, και των Chameleons επίσης, γιατί ξέρω ότι αυτό το κοινό τέμνεται. Οπότε το έχω μπαλαντζάρει έτσι ώστε να μην υπάρχουν τέτοιες συγκρούσεις. Τα όποια conflicts είναι του τετάρτου, όχι κάτι παραπάνω. Αλλά ακόμα κι εκεί, όσο μπορούσα, προσπάθησα να το ρυθμίσω για να το αποφύγουμε. Οπότε, ναι – και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Τι θυσίες και τι κόπο απαίτησε από μέρους σου το να χτίσεις ένα τέτοιο event; Και ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος σε σχέση με αυτό;
Ο οικονομικός δεν με πειράζει — είναι κάτι που έχω αποδεχτεί. Δηλαδή, το γνωρίζω ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα και ξέρω ότι κατά 90% δεν θα καλύψει τα έξοδα του, αλλά δε με νοιάζει. Είναι κάτι που, όπως είπα πριν, θέλω να το προσφέρω στην ελληνική σκηνή. Από ’κει και πέρα, ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι οι καιρικές συνθήκες στην Αθήνα. Ευτυχώς τώρα φαίνεται ότι όλα θα είναι νορμάλ. Δηλαδή, βλέπω και το forecast τέλος πάντων για την άλλη βδομάδα — θα είναι μια χαρά, μέχρι 30 βαθμούς θερμοκρασία, λογικά δεν θα έχουμε καταποντισμούς. Βέβαια, στην εποχή μας ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να σκάσει ο Τρίτος Παγκόσμιος με αυτά που συμβαίνουν.

Με ρώτησες και κάτι ακόμη: ποια είναι η μεγαλύτερή μου θυσία. Η αλήθεια είναι πως δεν νιώθω ότι κάνω κάποια θυσία. Το αντίθετο, όλη αυτή η προσπάθεια μου δίνει απίστευτη χαρά και ικανοποίηση. Ανυπομονώ να φτάσει η στιγμή που θα δω αυτό το φεστιβάλ να γίνεται πραγματικότητα. Είναι κάτι που οργανώνω εδώ και χρόνια. Με τον Peter Hook και την Anne Clark, για παράδειγμα, βρισκόμαστε σε επαφή εδώ και πέντε χρόνια. Πέντε ολόκληρα χρόνια. Και τώρα, επιτέλους, έφτασε η στιγμή να βρίσκονται στο ίδιο φεστιβάλ. Να υλοποιηθεί κάτι που για μένα ήταν όνειρο. Είναι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω αν ο κόσμος μπορεί να το αντιληφθεί πλήρως, αλλά για μένα έχει τεράστια σημασία. Νιώθω πραγματικά υπερήφανος που όλο αυτό παίρνει σάρκα και οστά, μια ιδέα που σχεδίασα, φαντάστηκα, και τελικά βλέπω να πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια μου.
Για μια ακόμα φορά το παλιό και κραταιό του σκοτεινού εναλλακτικού χώρου συνδυάζεται με το νέο και το «φρέσκο». Έχεις Anne Clarke, έχεις και Eddie Dark, Peter Hook και Buzz Kull. Θεωρείς ότι ένα φεστιβάλ τέτοιου ύφους οφείλει να τιμήσει τις ρίζες του χρονικά για να τιμηθεί; Ή ακόμα και με ονόματα του τώρα θα μπορούσε να γίνει χαμός;
Κοίτα, φυσικά και μπορούν. Υπάρχουν συγκροτήματα – και καινούργια μάλιστα – που θα μπορούσαν να κάνουν χαμό και να κάνουν το φεστιβάλ πάρα πολύ επιτυχημένο. Νομίζω ότι ο συνδυασμός αυτών των δύο είναι ιδανικός. Και το σημαντικό για μένα είναι, ειδικά σε αυτό το φεστιβάλ, να φέρνω συγκροτήματα που έχουν χρόνια να εμφανιστούν.
Δηλαδή, το προηγούμενο φεστιβάλ είχε συγκροτήματα που ήταν πολύ φρέσκα και “της μόδας”, να το πω έτσι – όπως οι Lebanon Hanover και She Past Away – που είναι στην κορυφή της σκηνής από τα νεότερα σχήματα. Αλλά αυτά τα συγκροτήματα έρχονται συχνά. Είναι ονόματα που υπάρχουν πάντα μέσα στις περιοδείες τους ή υπάρχει ζήτηση στην Ελλάδα για αυτά τα groups.
Τώρα, το ότι έρχεται ο Peter Hook, η Anne Clark, και οι X-Mal Deutschland – η Anja Huwe με τους X-Mal Deutschland – είναι άλλη φάση. Οι δύο πρώτοι έχουν να έρθουν πάρα πολλά χρόνια, και οι X-Mal Deutschland δεν έχουν έρθει ποτέ. Οπότε, σίγουρα, ο συνδυασμός νέων και παλιών συγκροτημάτων είναι απαραίτητος. Γιατί αυτή η σκηνή δεν θεωρώ ότι είναι κάτι “νοσταλγικό”, θεωρώ ότι είναι κάτι που συμβαίνει τώρα.
Έχει έρθει πολύς νέος κόσμος στη σκηνή, χάρη σε συγκροτήματα όπως οι She Past Away, οι Lebanon Hanover, οι Clan of Xymox και κάποια άλλα. Αλλά είναι σημαντικό και να βλέπουμε τα groups που αγαπήσαμε. Τα groups που ουσιαστικά μας έβαλαν σε αυτή τη σκηνή. Οι Joy Division, για παράδειγμα, ήταν από τα πρώτα ακούσματα που είχα στην dark σκηνή, και όχι μόνο εγώ. Οποιοσδήποτε νομίζω ότι ασχολείται λίγο με αυτή τη σκηνή, οι Joy Division είναι μέσα στα πρώτα 3–4 groups που θα ακούσει.
Δηλαδή, για σένα, το να έχεις φέτος τον Peter Hook και την Anne Clark στο φεστιβάλ κρύβει κάτι πολύ πιο προσωπικό από πίσω;
Ναι, είναι ακριβώς αυτό. Η παρουσία του μπασίστα των Joy Division, ο οποίος είναι, αντικειμενικά, ο μοναδικός άνθρωπος που δικαιούται αυτή τη στιγμή να παίζει τα τραγούδια τους, έχει για μένα τεράστια σημασία. Και το κάνει με εξαιρετικό τρόπο. Γιατί, καλώς ή κακώς, είναι ένας από τους συνθέτες. Και επειδή το μπάσο είχε πάντα πολύ καθοριστικό ρόλο στους Joy Division, θα έλεγα πως σχεδόν το 50% των συνθέσεων βασιζόταν στον Peter Hook, είναι μεγάλη υπόθεση να τον έχεις στο line-up. Είναι κάτι που κουβαλάει όλη τη βαρύτητα της ιστορίας τους.

Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα. Δεν θέλω να μπω σε συγκρίσεις, προφανώς, το να έβλεπε κανείς τους Joy Division τότε, θα ήταν μια εμπειρία ανεπανάληπτη. Όμως, τεχνικά, δεν ήταν δα και οι πιο δεξιοτέχνες μουσικοί. Αν ακούσεις τα bootlegs της εποχής, γιατί επίσημες ηχογραφήσεις δεν υπάρχουν πολλές, θα καταλάβεις: είναι γεμάτα ατέλειες, λάθη. Τώρα όμως, αυτό που βλέπεις είναι ένα συγκρότημα άρτιο. Ο Peter Hook, και φωνητικά, αποδίδει ακριβώς αυτό που πρέπει. Οπότε, ναι, είναι απολύτως σωστή η επιλογή.
Η Anne Clark, από την άλλη, ήταν επίσης ένα από τα πρώτα ακούσματα που είχα ποτέ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια κασέτα που μου είχε γράψει ένας φίλος. Μου την έδωσε λέγοντάς μου «κοίτα, υπάρχει κι αυτό, πάρε να το ακούσεις». Και τη θυμάμαι ακόμη, αυτή την κασέτα. Είχε μέσα X-Mal Deutschland και Anne Clark, μεταξύ άλλων. Θα έλεγα ότι εκεί άρχισε το δεύτερο μουσικό μου βήμα. Ουσιαστικά, το line-up του φεστιβάλ ξεκινάει από μια κασέτα που άλλαξε χέρια, κάπου στα ’90s. Τότε, λοιπόν, ξεκίνησε και η επαφή μου με αυτά τα συγκροτήματα – και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα τα ανακάλυπτα. Μπορεί να έγινε τότε, μπορεί λίγο αργότερα, αλλά θα συνέβαινε. Γιατί αυτή ήταν η φυσιολογική ροή των πραγμάτων: μια κασέτα από έναν φίλο, έναν γνωστό, έναν ξάδερφο, κάποιον μεγαλύτερο. Κάπως έτσι λειτουργούσε.
Στο DDF του 2023 είχες βγάλει δήλωση ότι δε θα γίνουν ανεκτές συμπεριφορές μισαλλοδοξίας και ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή θα υπάρχουν άτομα για να απομακρύνουν όποιον σπάσει αυτόν τον κανόνα. Ταυτόχρονα έχει ζήσει τη νύχτα και τη σκοτεινή σκηνή επί πολλά έτη. Έχουν γίνει βήματα σχετικά με τον εναγκαλισμό της διαφορετικότητας και την ασφάλεια των ατόμων στο ελληνικό γίγνεσθαι ή έχουμε δρόμο μπροστά μας;
Έχουμε ακόμα δρόμο, και γι’ αυτό θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη αυτή η διευκρίνιση. Γιατί το φεστιβάλ μας, όπως και ο dark χώρος γενικότερα, είναι ένας πολύ προσβάσιμος χώρος για άτομα διαφορετικά. Δηλαδή, ανέκαθεν αυτός ο χώρος ήταν καταφύγιο για ανθρώπους διαφορετικούς – και εμφανισιακά, και στον τρόπο σκέψης. Δεν ξέρω αν συνεχίζει να ισχύει στον ίδιο βαθμό, αλλά κάποτε το νιώθαμε πολύ έντονα: ότι δεν είμαστε το ίδιο με τους άλλους, ότι υπάρχει μια mainstream σκηνή και ότι εμείς είμαστε κάποιοι άλλοι άνθρωποι που σκεφτόμαστε αλλιώς. Αυτή η διαφορετική σκέψη εκφραζόταν – και συνεχίζει να εκφράζεται – μέσα από το ντύσιμο, τις επιλογές μας, τον τρόπο ζωής.
Οπότε, ναι, ακόμα συμβαίνει αυτό. Ο χώρος του darkwave, του post-punk, του gothic γενικότερα, είναι ένας χώρος που προσελκύει τέτοια άτομα, είναι ένας ασφαλής χώρος γι’ αυτά. Και θέλουμε να παραμείνει έτσι. Παρόλο που, και στη σημερινή εποχή, υπάρχουν άνθρωποι που το διαφορετικό θα το κατακρίνουν, θα το λοιδορήσουν, θα το κοροϊδέψουν, και μπορεί να φτάσουν και στο σημείο να πιστεύουν ότι “τους παίρνει” να κάνουν κάτι πιο δραστικό γι’ αυτό.
Δεν το επιτρέπουμε. Το κόβουμε από τη ρίζα, όσο μπορούμε. Και θέλω να είναι απολύτως σαφές, και το επαναλαμβάνω και τώρα: το φεστιβάλ είναι απόλυτα ασφαλές για οποιονδήποτε διαφορετικό άνθρωπο. Να μην έχει κανέναν φόβο. Αν υπάρξει έστω και υποψία ότι μπορεί να γίνει κάτι εις βάρος του, θα υπάρξει άμεση και αποφασιστική δράση από το φεστιβάλ.
Είναι τελικά τόσο ριζωμένες οι προκαταλήψεις, ώστε να πρέπει να διεκδικούμε ακόμη και το αυτονόητο, το δικαίωμα όλων να αισθάνονται ασφαλείς σε έναν πολιτιστικό χώρο;
Δυστυχώς, ναι, φαίνεται πως χρειάζεται ακόμη να το διεκδικούμε. Και είναι απογοητευτικό αυτό, γιατί στη σκηνή μας, τέτοια ζητήματα ήταν αυτονόητα. Υπήρχαν πάντα extreme εμφανίσεις, υπήρχαν πάντα άνθρωποι που εξέφραζαν διαφορετικότητα χωρίς να λογοδοτούν. Το LGBTQ+ ήταν ανέκαθεν μέρος του χώρου. Από τις απαρχές του, ήδη από τα πρώτα clubs στο εξωτερικό – όπως το Bat Cave στο Λονδίνο – η αποδοχή δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση. Γι’ αυτό και σήμερα δεν ανεχόμαστε ούτε υπόνοια αποκλεισμού ή τοξικής συμπεριφοράς. Τις κόβουμε από τη ρίζα. Το φεστιβάλ πρέπει να είναι ασφαλές για όλους.
Aνέκαθεν, λοιπόν, ήταν ένας χώρος που δεχόταν τη διαφορετικότητα, μέσα σε αυτά τα πλαίσια παρεισέφρησαν και άνθρωποι που ήταν διαφορετικοί – αλλά από μία άλλη πλευρά. Δηλαδή, υπήρξαν ακροδεξιά στοιχεία στην goth σκηνή σε κάποια φάση. Yπήρχε μια άποψη ότι ένα μεγάλο μέρος της σκηνής αυτής ήταν φιλικά προσκείμενο προς την ακροδεξιά. Αυτό συνέβη κάπου πριν την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Πριν πάρει τα πάνω της η Χρυσή Αυγή, υπήρχε μια τέτοια αίσθηση, γιατί τότε είχε εμφανιστεί ένα παρακλάδι που είχε γίνει αρκετά δημοφιλές στην goth σκηνή – το neofolk και το apocalyptic folk, που εκφράστηκε με συγκροτήματα όπως οι Death in June, για παράδειγμα.

Και εγώ τους λάτρευα ηχητικά, και δεν σου κρύβω ότι ήταν από τα γκρουπ για τα οποία είχα αγοράσει τα περισσότερα βινύλια. Μετά τους Skeletal Family, ήταν το συγκρότημα με τη μεγαλύτερη παρουσία στη δισκοθήκη μου. Δηλαδή τα είχα όλα – σινγκλάκια, δεκάρια και τα λοιπά. Αλλά σε κάποια φάση ένιωσα ότι το να παίζουμε, έστω και αισθητικά, έστω και σαν ντύσιμο, το «κοίτα, φοράω έναν ρουχισμό που παραπέμπει σε ναζιστική νεολαία αλλά το κάνω προβοκατόρικα», κάπου άρχισε να μη μου αρέσει αυτό το κόλπο. Δηλαδή, οκ, είναι να το κάνεις προβοκατόρικα – αλλά είναι επικίνδυνα τα πράγματα.
Ποιο είναι θεωρητικά μιλώντας το Ιερό Δισκοπότηρο των ονομάτων που θα ήθελες να καλέσεις αλλά δεν καθίσταται δυνατό λόγω δυσχερειών;
Οι Cure. Οι Cure είναι αυτό που θα ήθελα να κάνω περισσότερο απ’ όλα. Δηλαδή… Κοίτα, για μένα οι Cure είναι αυτό απ’ όπου ξεκίνησα, κι αυτό που ακόμα και τώρα με κάνει να νιώθω ότι είναι κάτι έξω από αυτόν τον κόσμο. Οι Cure, δηλαδή ο Robert Smith, θεωρώ πως αν υπάρχει κάτι πιο κοντινό στον Θεό, είναι ο Robert Smith. Νομίζω ότι είναι κάτι άλλο. Και το πιστεύω ακόμα. Αυτός ο άνθρωπος είναι κάτι άλλο. Και, βέβαια, το τι πάει να πει “Θεός” είναι κάτι πολύ σχετικό. Αλλά θεωρώ ότι ό,τι κάνει ο Robert Smith είναι σωστό 100%. Ό,τι κι αν κάνει, όποιες επιλογές κι αν κάνει.
Τώρα, για παράδειγμα, στο τελευταίο Glastonbury, βγήκε μια pop καλλιτέχνιδα και ανέβηκε και ο Robert Smith μαζί της να πουν δύο τραγούδια των Cure. Και ο Robert έφαγε απίστευτο κράξιμο. Επειδή και καλά συμμετείχε σε live μιας pop καλλιτέχνιδας. Τον κράξανε όλοι οι fans: «Τι πας και κάνεις τώρα, στα γεράματα, με το πιτσιρίκι;» Όχι. Ο Robert ξέρει ακριβώς τι κάνει. Ξέρει πάρα πολύ καλά τι κάνει. Ξέρει ακριβώς πώς να παραμείνει relevant, πώς να τον μάθει η νεολαία, πώς να συνεχίζει να γεμίζει στάδια, και πώς να κάνει αυτό που θέλει, με τον τρόπο που πρέπει να το κάνει. Είμαι 100% μαζί του σε όποια επιλογή έχει κάνει.
Οπότε, ναι, έχω ένα άπειρο respect προς τον Robert Smith. Δεν θα τους κλείσω ποτέ, τους Cure. Γιατί, προφανώς, είναι ένα συγκρότημα “στο Θεό” – το ξέρουν όλοι. Και προφανώς οι μεγάλες εταιρείες διοργάνωσης δεν θα επιτρέψουν ποτέ να παίξουν σε κάποιον σαν εμένα. Ένα φεστιβάλ αυτού του μεγέθους δεν θα υπήρχε περίπτωση. Οπότε, ναι, είναι αυτός ο κρυφός μου πόθος που ξέρω ότι δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ.
Αν και, να σου πω την αλήθεια, ίσως και να είχα κι ένα πρόβλημα: θα έπρεπε να γνωρίσω τον Robert Smith. Κι αυτό θα ήταν πρόβλημα. Γιατί ένας κοινός θνητός με έναν Θεό δεν μπορούν να μιλήσουν. Δεν μπορούν να βρεθούν στον ίδιο χώρο. Ξέρεις, η σχέση μου με τους Cure είναι ότι ο Robert Smith είναι πάνω στη σκηνή και εγώ είμαι από κάτω και κοπανιέμαι. Δεν μπορώ να βρεθώ στον ίδιο χώρο, να του πω «Γεια σου, Robert, είμαι ο Λεωνίδας, χάρηκα». Δεν γίνεται να του πω τέτοιο πράγμα. Δηλαδή, υπήρχε κάποτε μια πιθανότητα να του πάρω συνέντευξη, γιατί τότε δούλευα στο “Pop & Rock”.
Ακόμα θυμάμαι το άγχος μου. Όλο εκείνο το διάστημα σκεφτόμουν μόνο το πώς θα καταφέρω να μη βάλω τα κλάματα όταν τον δω. Να μη πέσω στα πόδια του, να του λέω «Robert, σώσε μας». Σκεφτόμουν πως πρέπει να κρατήσω ένα επαγγελματικό προφίλ. Πρέπει να του μιλήσω κανονικά, σαν δημοσιογράφος. Τελικά, ευτυχώς ακυρώθηκε, γιατί είχε μια μόλυνση στο αυτί ο Robert. Ακυρώθηκαν όλες οι συνεντεύξεις. Ευτυχώς ακυρώθηκαν, γιατί το άγχος μου ήταν τόσο μεγάλο που, καλύτερα που δεν έγινε. Το φοβόμουν πάρα πολύ να πάρω αυτή τη συνέντευξη.
Να ελπίζουμε σε DDF 2026; Ή είναι νωρίς ακόμα για κάτι τέτοιο;
Φυσικά και υπάρχουν σκέψεις για το φεστιβάλ. Σαφώς και έχω στο μυαλό μου κάποια συγκροτήματα που θα ήθελα να έχω, αν γίνει του χρόνου, αλλά νομίζω πως δεν θέλω να εκβιάσω καταστάσεις. Είναι πολύ σημαντικό να παραμείνει η αρχή του φεστιβάλ: ότι το κάνουμε μόνο όταν υπάρχουν τα συγκροτήματα που με καλύπτουν 100%. Αν δεν υπάρχουν αυτά τα συγκροτήματα, δεν θα γίνει το φεστιβάλ.
Αυτό δεν είναι μια φάμπρικα που την κάνουμε έτσι κι αλλιώς. Δεν είναι απλώς ένα goth φεστιβάλ στην Αθήνα, που θα έχει τον κόσμο του όπως και να ’χει – γιατί σιγά-σιγά χτίζεται ίσως. Δεν με απασχολεί αυτό. Παρόλο που καταλαβαίνω ότι η συνέπεια σε ένα φεστιβάλ είναι πολύ σημαντικό πράγμα, όταν ξέρει κάποιος ότι γίνεται κάθε χρόνο, νομίζω πως αυτό υπολείπεται λίγο σε σχέση με την αρχή του φεστιβάλ. Και η αρχή είναι να γίνεται μόνο όταν το line-up είναι κάτι που με κάνει υπερήφανο.
Αν δεν το καταφέρω, δεν θα υπάρξει φεστιβάλ του χρόνου. Θα κάνουμε άλλα πράγματα, όπως πέρυσι που κάναμε το indoor φεστιβάλ, κάτι αντίστοιχο σίγουρα θα γίνει — είναι και πιο εύκολο. Αλλά το μεγάλο φεστιβάλ, που για μένα είναι πάντα ένα μεγάλο στοίχημα, μπορεί να περιμένει μέχρι να είναι οι συνθήκες αυτές που πρέπει να είναι. Διαφορετικά, δεν θα γίνει το φεστιβάλ. Δεν χρειάζεται.
Εισιτήρια:
- Ημερήσιο εισιτήριο (early bird): 48€
- Διήμερο εισιτήριο: 90€
Ηλεκτρονική προπώληση:
https://www.ticketmaster.gr/death-disco-open-air-festival-2025_sen_2007061.html
Με τον αέρα ενός φεστιβάλ που αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό και την υποστήριξη καλλιτεχνών με διεθνή απήχηση, το Death Disco Open Air Festival 2025 καθιερώνει για ακόμη μία χρονιά την Αθήνα ως πυρήνα της σκοτεινής μουσικής κουλτούρας στην Ευρώπη.
Είσαι έτοιμος για το πιο διαφορετικό φεστιβάλ του φθινοπώρου;