Η Molly Nilsson, όπως σε κάθε της συναυλία, δεν ήρθε για άλλη μία εμφάνιση στην Αθήνα, ήρθε για να φτιάξει μια μικρόκοσμο, σ’ ένα μέρος στο οποίο επιστρέφει πάντα με αγάπη, και το κοινό τής το ανάγνωρίζει. Έναν κόσμο όπου η μελαγχολία δεν είναι αδυναμία αλλά τρόπος επικοινωνίας. Το βράδυ της Πέμπτης 23 Οκτωβρίου, το Death Disco μετατράπηκε σε ένα τέτοιο καταφύγιο, γεμάτο προσμονή, φώτα χαμηλά και πρόσωπα που ήξεραν γιατί βρίσκονται εκεί, ή και ανακάλυψαν κατά τη διάρκεια. Η ατμόσφαιρα μέσα στο club ήταν πυκνή, σχεδόν ηλεκτρισμένη από την προσμονή. Γύρω μου, παρέες που μιλούσαν σιγανά, με βλέμματα που μαρτυρούσαν ότι η βραδιά είχε κάτι ιδιαίτερο.
The Boy
Πριν ανέβει στη σκηνή η Nilsson, τη βραδιά άνοιξε ο The Boy, προσφέροντας ένα ιδανικό προοίμιο. Μόνος του, με ένα laptop, ένα τύμπανο και μικρόφωνο, παρουσίασε ένα σετ που κινήθηκε ανάμεσα στο spoken word και στο ηλεκτρονικό πειραματισμό. Η εμφάνισή του έμοιαζε με μια χαρτογράφηση της καθημερινότητας στην μεγαλούπολη, η πραγματικότητα ενός millennial, που “περιφέρεται νοερά” μέσα στην πλήρη έλλειψη νοήματος και την αναζήτησή του. Σίγουρα πάντως, δε στάθηκε αδιάφορος και κατάφερε να κρατήσει το κοινό σε εγρήγορση.












Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Molly Nilsson
Λίγο μετά τις δέκα και κάτι, τα φώτα έσβησαν σχεδόν τελείως και ένα απαλό μωβ τύλιξε τη σκηνή. Η πολυαναμενόμενη φιγούρα της βραδιάς εμφανίστηκε, και αμέσως επέβαλε τη σιωπή που χρειάζεται η μουσική της. Χωρίς θεατρινισμούς, με άμεση απεύθυνση στο κοινό της, απλή και με βλέμμα στραμμένο στο βάθος, δημιούργησε εκείνη την ιδιαίτερη σύνδεση που κάνει κάθε συναυλία της να μοιάζει προσωπική.
Το setlist κινήθηκε ανάμεσα σε καινούρια κομμάτια από το “Amateur” (άλλωστε η παρουσίαση του δίσκου ήταν και ο στόχος) και σε κλασσικά αγαπημένα, υπενθυμίζοντάς μας τι την κατέστησε αυτό που είναι σήμερα. Κάθε τραγούδι λειτουργούσε σαν μικρή εξομολόγηση, οικεία, λιτή και πάντα ρομαντική. Στο “Pompeii”, η φωνή της είχε τη γνωστή, ψυχρή αλλά βαθιά ανθρώπινη χροιά που σε κάνει να ακούς ακόμα και τη σιωπή ανάμεσα στις νότες. Το κοινό, απολύτως συγκεντρωμένο, ανταποκρινόταν σχεδόν ενστικτωδώς: με μικρούς λικνισμούς και ταξιδιάρικα βλέμματα που συναντιόνταν στο σκοτάδι.
Η Molly Nilsson δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει. Δεν υπάρχουν υπερπαραγωγές, μόνο σταθεροί ρυθμοί, απλές φράσεις και φωτισμοί που αλλάζουν ανεπαίσθητα. Στο “A Slice of Lemon”, είπε χαμογελώντας: «Sometimes life tastes bitter, but it’s still life». Μια φράση που, αν ειπωθεί από άλλον, θα ακουγόταν κλισέ. Όμως από εκείνη ακούστηκε σαν εξομολόγηση.












Ο ήχος ήταν καθαρός και ισορροπημένος, με το synth να πλαισιώνει τη φωνή χωρίς να τη σκεπάζει. Το Death Disco, για ακόμα μια φορά, αποδείχθηκε ιδανικό για αυτό το είδος συναυλίας, αρκετά μικρό για να νιώθεις σαν να είσαι στον καναπέ του σπιτιού σου, αλλά και αρκετά μεγάλο για να συνδεθείς με τους “γείτονες, του απέναντι διαμερίσματος”. Τα φώτα, η ομίχλη και η απόλυτη προσήλωση του κοινού δημιούργησαν στιγμές που έμοιαζαν σχεδόν κινηματογραφικές. Η εγγύτητα που δημιουργεί ο ήχος της, ανάμεσα σε ανθρώπους αποξενωμένους είναι συγκινητική, οριακά πολιτική, γεγονός που τονίζει και η ίδια σε κάθε ευκαιρία.
Φυσικά στο τέλος, δε θα μπορούσε παρά να κλείσει με το τραγούδι που λίγο πολύ όλα μας έχουμε χορέψει και ίσως ταυτιστεί (ουπς), “I hope you die”. Εκεί το κατάμεστο υπόγειο της Ωγύγου, ήταν σαν να παίρνει μια άλλη διάσταση, και με τον τελευταίο στην μπάρα να κουνιέται στο ρυθμό, με βλέμματα άλλα ελαφρά βουρκωμένα, άλλα σπινθηρίζοντας από χαρά και κάποια λίγο νοσταλγικά. Πάντως ένα είναι σίγουρο, η Σουηδέζα εκ Βερολίνου ορμώμενη, δεν άφησε κανέναν δυσαρεστημένο παρά μόνο με προσμονή.
Βγαίνοντας από το Death Disco, η πόλη φαινόταν λίγο πιο ήσυχη, ίσως πιο ανάλαφρη. Οι μισοί σκεπτικοί, άλλοι χαμογελώντας και άλλοι κάπως μελαγχολικοί. Η μουσική της Molly Nilsson δεν θα σου δώσει εύκολες λύσεις, θα σου προσφέρει, όμως, μικρές ανάσες ειλικρίνειας. Και αυτό, σε ένα παρόν που όλα κινούνται βιαστικά, είναι από μόνο του σπάνιο.
