Ναι, κατανοώ πλήρως πως σε ό,τι αφορά τον Νόλαν στερούμαι αντικειμενικότητας. Βλέπετε η αισθητική του Αμερικανού σκηνοθέτη ταυτίζεται πλήρως με τη δίκη μου. Συγχρόνως, εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο, έχει «καλλιεργηθεί» ένα τεράστιο hype γύρω από το φιλμ. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, δε λειτουργεί πάντα ευεργετικά. Ωστόσο, στην περίπτωση του Οπενχάιμερ μάς είχαν δημιουργηθεί προσδοκίες για μία τουλάχιστον εξαιρετική ταινία, η οποία εν τέλει όχι απλά τις δικαίωσε, στα δικά μου μάτια, τις ξεπέρασε.
Η ταινία ξεδιπλώνεται μέσω γεγονότων που συμβαίνουν σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Η πρώτη, αφορά την ακρόαση του Στράους στη Γερουσία το 1958, γυρισμένη ασπρόμαυρα, για να κερδίσει μία θέση στο υπουργικό συμβούλιο. Η δεύτερη, τη διαδικασία που προκάλεσε ο Στράους στον Οπενχάιμερ το 1954, όταν η AEC αρνήθηκε να του ανανεώσει την άδεια ύψιστης ασφάλειας και τον κατηγόρησε σχεδόν ως σοβιετικό κατάσκοπο. Μία καταδίκη που επί της ουσίας τερμάτισε τη δημόσια ζωή του επιστήμονα. Και φυσικά μία τρίτη, που διηγείται τα γεγονότα γύρω από την κατασκευή της βόμβας, με κύριο άξονα τον Οπενχάιμερ
Ο Νόλαν κάνει τα πάντα σωστά κατά τη γνώμη μου. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας καταλαβαίνεις ότι η αφήγηση θα είναι μη γραμμική. O σκηνοθέτης επιλέγει αυτήν την προσέγγιση προκειμένου να χτίσει με τον τρόπο που θέλει τον ρυθμό, και όχι με αυτόν που ορίζουν τα ιστορικά γεγονότα. Επίσης, ο Nolan εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στον ψυχισμό του φυσικού και όχι στις πράξεις του. Τον ενδιαφέρει περισσότερο τι τον οδήγησε στις αποφάσεις που πήρε, παρά οι αποφάσεις αυτές καθαυτές. Για μια τόσο σημαντική στιγμή στην ιστορία του κόσμου, ο Nolan παίρνει το χρόνο του – και τον χρόνο που της αναλογεί – για να την αφηγηθεί όπως θέλει. Και τα αποτελέσματα είναι θεαματικά.
Κάθε πτυχή του Oppenheimer απλά κουμπώνει άψογα στη θέση της για να γίνει μια συναρπαστική κινηματογραφική εμπειρία, με το πιο συναρπαστικό στοιχείο του να είναι το μοντάζ της Jennifer Lame. Είναι μια εκπληκτική δουλειά που βοηθά στο να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε στο χρονοδιάγραμμα της ταινίας. Κυρίως όμως, βοηθά αυτό το τρίωρο έπος να μοιάζει περισσότερο με δίωρο, με σχεδόν μαγικό τρόπο.
Η άψογη παρουσίαση της ταινίας σε 70MM IMAX κάνει πραγματικά την κινηματογράφηση του Hoyte van Hoytema να ξεχωρίζει. Ενώ η μουσική του Ludwig Göransson ταιριάζει απόλυτα στον χρόνο που βασίζεται το έργο και περιγράφει η ταινία.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, ο Cillian Murphy ηγείται της ταινίας με μία συγκλονιστική ερμηνεία ως Oppenheimer. Ένας ηθοποιός που μπορεί να κάνει τόσα πολλά με το βλέμμα του, και συνολικά με το face acting. Εδώ το χρησιμοποιεί και πάλι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας με μεγάλη επιτυχία. Είτε πρόκειται για την αίσθηση της πίεσης του σφιχτού χρονοδιαγράμματος για την ολοκλήρωση της βόμβας, είτε για την ενοχή του υπεύθυνου για τη δημιουργία μιας τέτοιας δολοφονικής εφεύρεσης που βλάπτει αθώους ανθρώπους. Η διαδρομή του Murphy αντικατοπτρίζει εξαιρετικά το βαρύ τίμημα της δημιουργίας αυτής της καταστροφικής δύναμης, που ενδεχομένως να αφήνει το μέλλον του κόσμου να κρέμεται από μια κλωστή.
Κάτι ακόμα που αξίζει να σταθούμε είναι το πώς παρουσιάζει ο Νόλαν τον Οππενχάιμερ. Είναι σημαντικό γιατί ουσιαστικά δείχνει την πρόθεση του δημιουργού και το πόρισμα του, απέναντι σε ένα υπαρκτά ιστορικό πρόσωπο. Ο Cillian Murphy φέρνει στο πανί έναν λαμπρό φυσικό με το ταμπεραμέντο ενός καλλιτέχνη. Αυτό το χτίζει περίτεχνα, κινούμενος μπρος-πίσω στο χρόνο. Από το ξεκίνημα του Οπενχάιμερ ως νεαρού επιστήμονα, μοναχικού και συνεπαρμένου, ηλεκτρισμένου από τις νέες εξελίξεις στην κβαντομηχανική. Του νεαρού αριστερού που δεν έγινε ποτέ μέλος του κομμουνιστικού κόμματος αλλά ο αντιφασισμός του γαλβάνιζε την επιθυμία του να αναπτύξει τη βόμβα πριν από τους Ναζί, κατευθύνοντας το έργο εκατοντάδων επιστημόνων.
Επί της ουσίας ο Νόλαν δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση. Τοποθετεί όλα τα «πιεστήρια» στο πανί και αφήνει τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Για παράδειγμα, συγκρίνοντας το τρίτο μέρος της τριλογίας του Batman, όπου ο Νόλαν παρομοιάζει τον Bane με επαναστάτη, εδώ, μέσω του Οπενχάιμερ, τον βλέπουμε να εξυμνεί τους επαναστατικούς αγώνες. Ναι, σίγουρα τα γεγονότα καθιστούν τον Οππενχάιμερ ως έναν τραγικό ήρωα, ωστόσο, αν ήμουν Αμερικανός, δεν είμαι σίγουρος ότι δε θα έπαιρνα το μέρος του Στράους.
Θα μπορούσα να γράψω ξεχωριστά πράγματα σχεδόν για κάθε ηθοποιό του cast, καθώς όλοι προσδίδουν στο φιλμ κάποιο καταλυτικό στοιχείο. Από την αγένεια του Matt Damon ως Leslie Groves, τη δολοπλοκία του Robert Downey Jr. ως Lewis Strauss, μέχρι τη στωικότητα του Kenneth Branagh στον ρόλο του Niels Bohr. Βέβαια, μην ξεχάσουμε τον Gary Oldman. Ενώ εμφανίζεται μόνο δύο λεπτά στην ταινία, του είναι υπεραρκετά για να μας χαρίσει έναν villain Harry Truman. Τέτοιον που μπροστά του ακόμα και ο Thanos θα έμοιαζε με μητέρα Τερέζα.
Κλείνοντας, έχοντας δει και τις δύο ταινίες που απαρτίζουν το φαινόμενο Βarbenheimer, θα ήθελα να σημειώσω το εξής. Στην Barbie, έχουμε ένα μήνυμα πάνω στο οποίο ο θεατής χτίζει μία ιστορία η οποία κινείται βάσει αυτού και σε πολλές περιπτώσεις κυλάει σχεδόν εκβιαστικά σε επίπεδο πλοκής. Ακόμα και αν αυτό το μήνυμα έχει «θετικό» πρόσημο. Στο Oppenheimer έχουμε μία ιστορία – πραγματική ή μη- στην οποία ο θεατής έχει το περιθώριο να εξετάσει και στη συνέχεια να επιλέξει τα μηνύματά στα οποία θέλει να σταθεί. Ανεξάρτητα από τη χαοτική διαφορά του ταλέντου που διακρίνω μεταξύ των δύο συντελεστών, η μία ταινία διαθέτει λογικό ειρμό, η άλλη είναι ένα χαοτικό συνονθύλευμα σκηνών που απλά σώζεται από το μήνυμα της.