Οι Health διαμόρφωσαν τη διαδρομή τους χωρίς να στηριχτούν σε κάποιο αναγνωρίσιμο πρότυπο. Το τρίο από το Los Angeles σχηματίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και αποτελείται από τους Jake Duzsik, John Famiglietti και BJ Miller. Η αρχή έγινε μέσα στη noise σκηνή της πόλης, σε έναν χώρο με ελευθερία έκφρασης και θολά μουσικά όρια. Από τότε ακολούθησαν μια πορεία που στηρίχτηκε σε μια μουσική αστάθεια. Με τον καιρό, σε αυτήν, ενσωμάτωσαν στοιχεία από industrial, ηλεκτρονική μουσική, punk, metal και pop. Οι αλλαγές προέκυπταν οργανικά, μέσα από τη συνεχή επαφή με νέες τεχνολογίες και διαφορετικά ρεύματα. Ο στόχος τους δεν ήταν να χτίσουν κάτι εντυπωσιακό, τους ενδιέφερε να παραμείνουν ενεργοί μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν μένει ποτέ στάσιμο.
Αυτό που κάνει τους Health να ξεχωρίζουν είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τον ρόλο μιας μπάντας. Σπάνια εστιάζουν απλώς στην παραγωγή άλμπουμ. Συνήθως δημιουργούν κάτι μεγαλύτερο σε έκταση και λογική. Η παρουσία τους απλώνεται σε πολλά και διαφορετικά πολιτιστικά πεδία: από soundtrack για video games και underground κλαμπ μέχρι συλλογές remix και συνεργασίες με καλλιτέχνες που κυμαίνονται από metal τραγουδιστές έως hyperpop παραγωγούς. Και παρότι καταφέρνουν να είναι διαρκώς παρόντες, αποφεύγουν συνειδητά τον κορεσμό.
Μέρος αυτής της προσέγγισης ξεκινά από τον τρόπο με τον οποίο οι Health αντιλαμβάνονται την τεχνολογία. Από νωρίς κατάλαβαν ότι η κατανάλωση μουσικής μετακινήθηκε από το βινύλιο και το CD στις ψηφιακές πλατφόρμες και από τις συναυλιακές σκηνές στα κοινωνικά feeds. Αντί να αντιδράσουν σε αυτή την αλλαγή, την αξιοποίησαν με τον δικό τους τρόπο. Η μουσική τους είναι σχεδιασμένη ώστε να αντικατοπτρίζει την εποχή. Κάποιες φορές κινείται σε μινιμαλιστικά πλαίσια, άλλες γίνεται έντονη και πυκνή. Αυτή η αντίθεση ταιριάζει απόλυτα με τη διάσπαση προσοχής που χαρακτηρίζει το κοινό τους. Την ίδια στιγμή που πολλοί καλλιτέχνες επιμένουν να στηρίζονται σε παλιές φόρμες, οι Health προτιμούν να κινούνται σε τελείως διαφορετική λογική.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία των Health είναι το πώς δουλεύουν με άλλους καλλιτέχνες. Η συνεργασία για αυτούς είναι βάση για το πώς χτίζουν πολλά από τα κομμάτια τους. Είτε πρόκειται για noise θρύλους, είτε για ράπερ ή παραγωγούς club μουσικής, η προσέγγιση είναι πάντα ουσιαστική. Δεν περιορίζονται απλώς σε ένα κουπλέ ή μερικά φωνητικά. Μπαίνουν μαζί στη διαδικασία και φτιάχνουν κάτι που ενώνει δύο κόσμους. Τα κομμάτια λειτουργούν σαν μια κοινή γλώσσα όπου ο κάθε συνεργάτης ενσωματώνεται απόλυτα στον ήχο τους, χωρίς να χρειάζεται να ξεχωρίσει. Το ζητούμενο είναι να βγει ένα αποτέλεσμα που εκπροσωπεί και τους δύο χωρίς εγωκεντρισμό. Συχνά, η τελική μορφή του κομματιού σε κάνει να ξεχνάς ποιος έκανε τι.
Η διάθεση των Health να δουλεύουν ολιστικά φαίνεται και πέρα από τη μουσική. Ο John Famiglietti, που παίζει μπάσο και διαμορφώνει το οπτικό ύφος της μπάντας, έχει μετατρέψει το merch σε συνέχεια της αισθητικής τους. Τα σχέδιά στα μπλουζάκια τους μοιάζουν με αντικείμενα από ένα σκοτεινό και απρόσωπο «εταιρεικό» σύμπαν. Είναι ψυχρά, λιτά και αφήνουν μια έντονη εντύπωση. Αυτό γίνεται με απόλυτη επίγνωση, αφού αντί να ποντάρουν σε retro visuals, όπως κάνουν πολλοί σήμερα, ακολουθούν πιο αυστηρή κατεύθυνση. Η εικόνα τους μοιάζει με σήμα ενός μηχανισμού στον οποίο συμμετέχεις, χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Η συμμετοχή τους σε βιντεοπαιχνίδια έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο στην πορεία τους. Η δουλειά τους στο “Max Payne 3” άλλαξε τον τρόπο που σκέφτονται και δημιουργούν μουσική. Μέσα από αυτή τη διαδικασία έμαθαν να χρησιμοποιούν τον μινιμαλισμό σαν βασικό εργαλείο. Να βγάζουν ένταση από την επανάληψη. Να σκέφτονται με βάση τη δομή και όχι τη μελωδία. Οι συνεισφορές τους στα “GTA V” και “Cyberpunk 2077” έδειξαν κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Η μουσική των Health ταιριάζει ακόμα και σε ολόκληρους κόσμους.
Κι ενώ πολλοί καλλιτέχνες παλεύουν με την απόσταση ανάμεσα στο έργο τους και στον τρόπο που το εισπράττει το κοινό, οι Health δείχνουν να νιώθουν άνετα με την ασάφεια. Ο Duzsik, για παράδειγμα, προτιμά να παρουσιάζεται σαν αγωγός και όχι σαν frontman. Και αυτό βγάζει νόημα, τουλάχιστον στους Health. Η φωνή του μοιάζει με ένα ακόμη όργανο στη μίξη, είναι καθαρή, ψυχρή και απόκοσμη. Δεν ενδιαφέρεται να τραβήξει την προσοχή, απλώς αιωρείται στο φόντο και αφήνει μια αίσθηση που μένει.
Αν ζητήσεις από δέκα άτομα να περιγράψουν το είδος των Health, θα πάρεις δέκα διαφορετικές απαντήσεις. Το αστείο ότι καμία δεν θα είναι λάθος και όλες θα έχουν τα επιχειρήματά τους. Οι ίδιοι έχουν κατά καιρούς δεχτεί και απορρίψει όρους όπως industrial, noise rock ή experimental. Αυτή η «θολούρα», όμως, είναι βασικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Είναι στο DNA τους να αποφεύγουν τους μουσικούς συμβιβασμούς, και κάθε άλμπουμ, κάθε clip, κάθε συνεργασία να είναι άλλη μία φάση ενός πειράματος που συνεχίζεται χωρίς τελικό στόχο.
Το έργο των Health δεν ζητά επιβεβαίωση από σκηνές ή κοινότητες. Προχωρά σιωπηλά, μέσα από κάθε μέσο που μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο έκφρασης. Δεν προσφέρεται για εύκολες ερμηνείες, ούτε το ενδιαφέρει να γίνει άμεσα κατανοητό. Όμως, ακριβώς επειδή λειτουργεί σε τόσα διαφορετικά επίπεδα, καταλήγει να διεισδύει παντού. Χωρίς να το καταλάβεις, ήδη βρίσκεται μέσα στον «θόρυβό» του που σε περιβάλλει.