Το Scott Pilgrim vs. the World κυκλοφόρησε το 2010, αλλά έμοιαζε με έργο από το μέλλον, σχεδιασμένο για κοινό που είχε ήδη μεγαλώσει με κονσόλες, internet memes και κόμικς. Ο Edgar Wright έστησε έναν ολόκληρο κόσμο που λειτουργούσε με δικούς του κανόνες. Τα συναισθήματα είχαν hit points, οι σχέσεις εξελίσσονταν με boss fights, και η αφήγηση βασιζόταν στη λογική του gaming. Είναι η ίδια η ποπ κουλτούρα, συμπιεσμένη για ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα στην οθόνη.
Tο Scott Pilgrim προσέγγισε το κοινό με αγάπη, αυτοσαρκασμό και μηδενική διάθεση εξιδανίκευσης.
Ο ήρωας της ταινίας δεν είναι κάποιος που σώζει τον κόσμο, ούτε καν τον εαυτό του. Ο Scott Pilgrim είναι ένας εικοσάρης μπασίστας, χωρίς σαφές μέλλον, παγιδευμένος ανάμεσα σε παλιές σχέσεις και καινούργιες εμμονές. Κάθε πρώην της Ramona γίνεται ένα επίπεδο σε ένα side-scrolling παιχνίδι. Κάθε αναμέτρηση αποτελεί και μια μεταφορά για τις προσωπικές του αδυναμίες. Οι σκηνές δομούνται με ταχύ ρυθμό, γεμάτες γραφικά, τίτλους και glitchy εφέ που παραπέμπουν σε arcade εποχές. Τα πάντα θυμίζουν SNES και PlayStation 1: από τις γραμματοσειρές μέχρι τα ηχητικά σήματα.
Το φιλμ βγήκε τη χρονιά που η geek αισθητική ετοιμαζόταν να μετατραπεί από κουλτούρα σε εμπορικό εργαλείο. Λίγο πριν το Marvel Cinematic Universe κυριαρχήσει, το Scott Pilgrim έκανε κάτι που δύσκολα βρίσκει κανείς σήμερα: προσέγγισε το κοινό με αγάπη, αυτοσαρκασμό και μηδενική διάθεση εξιδανίκευσης. Δεν θεοποίησε τη nerd ταυτότητα. Αντίθετα, τη διέλυσε με χιούμορ και μελαγχολία. Ο Scott είναι ο τύπος που αποφεύγεις να γίνεις. Αλλά δεν μπορείς να τον αγνοήσεις, γιατί κουβαλά κάτι οικείο. Στην καρδιά της αφήγησης υπάρχει μια αλήθεια: ότι η ενηλικίωση δεν έρχεται με power-ups.

Αυτό που κάνει την ταινία ακόμα πιο τολμηρή είναι η άρνησή της να εξηγήσει τον κόσμο της. Δεν σταματά για να σου αναλύσει τι σημαίνει όταν κάποιος διαλύεται σε νομίσματα. Δεν εξηγεί τα gaming references ούτε σε καθοδηγεί με flashbacks. Αν είσαι μέσα, είσαι μέσα. Αν όχι, απλώς παρακολουθείς. Αυτή η λογική δεν είναι απωθητική. Ενώ πολλές ταινίες εκείνης της εποχής λειτουργούν σαν οδηγίες χρήσης, το Scott Pilgrim παίζει με πλήρη αυτονομία. Η πρόταση του Wright είναι σαφής: αυτό είναι το σύμπαν του και δεν σκοπεύει να το προσαρμόσει για να σε κερδίσει.
Ο Scott δεν παλεύει μόνο με τους πρώην της Ramona Flowers στην ταινία αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό
Η αισθητική του Scott Pilgrim είναι ολόκληρη η δομή της αφήγησης. Οι γρήγορες μεταβάσεις, τα ρυθμικά cuts, η χρήση comic panels και η επιμονή στο pixel στοιχείο δεν υπάρχουν για να κάνουν εντύπωση. Υποστηρίζουν ένα αφήγημα που μιλά με εικόνες, ήχους και ρυθμούς. Το soundtrack κινείται στο ίδιο πνεύμα. Είναι γνήσιο, τραχύ, φτιαγμένο από συγκροτήματα όπως οι Broken Social Scene, Metric και οι “φανταστικοί” Sex Bob-Omb. Οι μουσικές επιλογές είναι επέκταση των χαρακτήρων και υπάρχουν γιατί ο ήχος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας.
Ο Scott δεν παλεύει μόνο με τους πρώην της Ramona Flowers στην ταινία αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Η ταινία δείχνει ξεκάθαρα πόσο κακομεταχειρίστηκε την Knives Chau, πόσο εγωιστής είναι στις επιλογές του και πόσο προσκολλημένος σε μια αφηρημένη ιδέα του έρωτα. Μας μιλά για το ταξίδι προς την αυτογνωσία, όχι για την επιβράβευση του έρωτα. Η ωρίμανση δεν έρχεται με μουσικά φινάλε ή θεαματικά φιλιά. Έρχεται με σύγκρουση και αποδοχή.

Το πιο εντυπωσιακό ίσως είναι πως η ταινία απέτυχε στο box office. Οι εταιρείες δεν ήξεραν πώς να τη διαφημίσουν. Το mainstream κοινό ήταν μπερδεμένο. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν είναι δράση, κωμωδία ή animation. Και όμως, αυτή η αποτυχία ήταν η μεγαλύτερη της αρετή. Το Scott Pilgrim πέτυχε επειδή δεν προσπάθησε να αρέσει σε όλους. Όταν το cult σταμάτησε να είναι ατύχημα και έγινε στρατηγική, ταινίες σαν αυτή εξαφανίστηκαν. Αυτό ήταν το τελευταίο φιλμ που κατάφερε να είναι geek χωρίς να είναι προϊόν.
Δεν χρειάζεται να έχεις παίξει video games, να αγαπάς τα manga ή να έχεις υπάρξει μέλος κάποιας subculture για να εκτιμήσεις το Scott Pilgrim. Αρκεί να έχεις υπάρξει ένας εικοσάρης που δεν ξέρει ποιος είναι. Η ταινία αυτή δεν κατασκευάστηκε για να εξηγεί. Δεν δημιουργήθηκε για να πλασαριστεί. Γυρίστηκε για να θυμίσει ότι κάποτε το cult ήταν αποτέλεσμα ειλικρίνειας – όχι αποτέλεσμα marketing.