Fly on the wall: Όταν ένα ντοκιμαντέρ προσπαθεί να απεικονίσει όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται το αντικείμενο μελέτης, με τη λιγότερη δυνατή σκηνοθετική παρέμβαση. Δεν έχει υπάρξει πιο ταιριαστό προτζεκτ με αυτή την περιγραφή από το Let it Be (ή Get Back, αν προτιμάτε) των The Beatles. Μια πολύ φιλόδοξη προσπάθεια -ειδικά για την εποχή της- να απεικονίσει τη δημιουργική διαδικασία της μπάντας. Και να κλείσει με τη μεγαλειώδη επιστροφή επί σκηνής, από την οποία έλειπαν τουλάχιστον τρία χρόνια.
Η ιστορία έγινε γνωστή. Αντί να δούμε τους Beatles να δημιουργούν, είδαμε τη μπάντα να αποσυντίθεται αργά και βασανιστικά μπροστά στα μάτια και τ’ αυτιά μας. Για χρόνια το Let it Be ήταν συνώνυμο της δυσφορίας τόσο για τα μέλη, όσο και για τους φαν. Η μπάντα μέσα σε περίπου 20 μέρες θα πρόβαρε, ηχογραφούσε νέο υλικό (χωρίς overdubs κλπ.) και θα έκλεινε το τηλεοπτικό σοου με μια μεγαλειώδη εμφάνιση.
Στην πραγματικότητα, ο George Harrison αποχώρησε στο τέλος της πρώτης εβδομάδας. Η μπάντα ολοένα κι έβλεπε τη δημιουργία ως δουλειά και το άλλοτε συμπαγές “τετρακέφαλο τέρας”, όπως χαριτολογώντας τους φώναζαν διάφοροι συνάδελφοί τους σα τον Mick Jagger, έδειχνε να παίρνει ξεχωριστούς δρόμους. Η μουσική όμως, παρέμενε εκεί να τους ενώνει και να τους οδηγεί στο να ξεπερνάνε τους μικροεγωισμούς.
Κι εδώ έρχεται ο ιστορικός ρεβιζιονισμός με τη μορφή του Peter Jackson, χτίζοντας μια διαφορετική εικόνα. Κατορθώνει να φτιάξει ένα πορτραίτο που θα σπάσει τα κουτάκια της προσμονής και της πενηντάχρονης αφήγησης που έχει στηθεί πάνω στις πρόβες του Let it Be. Και το αποτέλεσμα είναι θριαμβευτικό. Και το πιο σημαντικό: Ο Jackson ξαναγράφει την ιστορία, απλώς παρουσιάζοντάς τη.
Το πρωτότυπο φιλμ, σε σκηνοθεσία Michael Lindsay- Hogg, είχε κυκλοφορήσει το Μάιο του 1970. Έχει μείνει στην ιστορία ως μουντό, λιγάκι ασύνδετο, σύντομο και γεμάτο από την ωραία μουσική που κάπως κατόρθωσε να βγει μέσα από το χάος των προβών. Το αρχικό υλικό όμως, αγγίζει τις 57 ώρες φιλμ και μέχρι πρότινος καθόταν στο αρχείο. Και μέσα από αυτό, ο Jackson συνειδητοποίησε πως η αρχική αφήγηση δεν ήταν μόνο μιζέρια, απογοήτευση και μοιρολατρία για το μέλλον του γκρουπ. Αλλά αντίθετα, μια έντονη, πιεστική δημιουργική περίοδος που είχε γεμάτη συναισθηματική παλέτα. Και κυρίως, αυτό που χαρακτηρίζει τους Beatles περισσότερο ίσως από κάθε άλλη μπάντα. Η συντροφικότητα στο έπακρον. Στα εύκολα και στα δύσκολα.
Και εδώ έγκειται η διαφορά με το αρχικό φιλμ του Hogg. Η διάρκεια. Με όλες τις εκφάνσεις της, η διάρκεια των ταινιών, 80 λεπτά έναντι 450 λεπτών του Get Back, αλλά και η διάρκεια της μπάντας. Πλέον οι Beatles είναι ιστορία. Ναι, τα τραγούδια τους υπάρχουν παντού τριγύρω, αλλά δεν είναι το κέντρο της προσοχής. Δεν είναι το hip συγκρότημα που ήταν τότε. Κι όμως, η δυναμική τους, η σχεδόν πνευματική σύνδεση που είχαν ο ένας με τον άλλο παραμένει ατόφια. Ξεχειλίζει από την οθόνη 50 χρόνια μετά τη διάλυση. Και λειτουργεί ως άψογο παράδειγμα μιας μπάντας που έζησε όσα μπορεί να ζήσει μια μπάντα. Πρώτη απ’ όλους και στο μάξιμουμ.
Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι η προσπάθεια του Jackson να μην μπλεχτεί πολύ βαθιά με το υλικό. Αντίθετα, το καθαρίζει και αναδεικνύει τη δική του ομορφιά. Σαν σωστός αρχαιολόγος, αλλά και σωστός ντοκιμαντερίστας, καθαρίζει το φιλμ. Το φέρνει στο σήμερα (η 4Κ μεταφορά είναι χάρμα οφθαλμών) και, παρόλο που η διαχρονικότητα του συγκροτήματος φαίνεται να μη χρειάζεται, ενισχύει ακόμα περισσότερο την εικόνα που έχουμε για εκείνους. Ούτως ή άλλως οι προσωπικότητες θα αναδύονταν. Αλλά ο Jackson εδώ λειτουργεί ως συνθέτης. Βάζει τάξη στο χάος, αλλά διατηρεί το αίσθημα του χάους. Και οι χαρακτήρες μοιάζουν να αναλαμβάνουν ρόλους.
Στην πραγματικότητα, η μιζέρια περιορίζεται στο πρώτο επεισόδιο. Οι Beatles συγκεντρώνονται στα κινηματογραφικά στούντιο του Twickenham για να ηχογραφήσουν ζωντανά 14 νέα τραγούδια. Στόχος, να κινηματογραφηθεί τόσο η διαδικασία όσο και το τελικό live show. Αφιλόξενο και κρύο, το στούντιο πνίγει τη δημιουργικότητα. Και όπως συμβαίνει στις δεμένες οικογένειες, τα μέλη στρέφονται προς τα μέσα και τσακώνονται μεταξύ τους.
Γνωστές σκηνές εμφανίζονται με περισσότερο χρόνο και ο θεατής επεξεργάζεται καλύτερα τα δεδομένα. Οι χαρακτήρες και τα παιχνίδια εξουσίας που αναμφίβολα υπάρχουν σε ένα γκρουπ είναι διακριτά. Ο Paul είναι εκείνος που προσπαθεί να πιάσει μια χαμένη φλόγα. Παράλληλα, ο John είναι χαμένος στην ηρωίνη, αλλά και τη νέα του ζωή με τη Yoko. Ο Ringo είναι η αξιαγάπητη κόλλα στις διαπροσωπικές σχέσεις και ο George είναι δυσαρεστημένος και βγαίνει παραπονούμενος. Μέχρι το σημείο που φεύγει από τη μπάντα, αφήνοντας την κατάσταση σε ένα κενό αέρος.
Τα πράγματα χειροτερεύουν κάπως στην αρχή του δεύτερου επεισοδίου, μέχρι που όλοι ανασυντάσσονται. Φεύγουν από το στούντιο και μεταφέρονται στα γραφεία της Apple, όπου στήθηκε ένα πρόχειρο στούντιο ηχογραφήσεων για να αντιστραφεί το κλίμα. Όπως και γίνεται. Παραμένει ακόμα βέβαια, η τοποθεσία του τελευταίου live. Που μετά από διαβουλεύσεις και διαφωνίες, αποφασίζεται το πιο απλό κι εντέλει εμβληματικό.
Η άνοδος στην ταράτσα της Savile Row. Το γεγονός δε, ότι αυτή θα είναι η τελευταία ζωντανή εμφάνιση της μπάντας πριν τη διάλυση, το κάνει αυτόματα και ιστορικό. Και, έχοντας δει από πρώτο χέρι τη δημιουργική διαδικασία, τα παιχνίδια εξουσίας, τη συντροφικότητα, το παιχνιδιάρισμα και την ομορφιά της αστραπιαίας ιδιοφυίας, μπορούμε να πούμε ότι είναι και καθαρτικό. Γι’ αυτό και ο Jackson δείχνει όλο το live στην ταράτσα. Εκεί η μπάντα είναι πλήρης, αυτάρκης και ζωντανή. Το ντοκιμαντέρ συγκεντρώνει όλα όσα μας κάνουν να ανατρέχουμε στους Beatles και μας τα προσφέρει απλόχερα. Παράλληλα, καθαγιάζει το όραμα -του McCartney- κυρίως για ένα πρωτόγονο, μα συνάμα αυθεντικό reality show για το who is who ενός ροκ εν ρολ συγκροτήματος.