Όταν ο Rob Zombie ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει την αναβίωση της θρυλικής ταινίας Halloween, οι αντιδράσεις ήταν άμεσες. Για πολλούς, η ταινία του John Carpenter θεωρούνταν ιερό κειμήλιο του horror κινηματογράφου. Η ιδέα ενός remake έμοιαζε ριψοκίνδυνη. Ωστόσο, ο Zombie είχε ήδη αποδείξει μέσα από το House of 1000 Corpses και το The Devil’s Rejects ότι διέθετε ξεχωριστή ματιά στον τρόμο. Το 2007, παρουσίασε μια εκδοχή που δεν αρκέστηκε στην αναπαραγωγή του πρωτότυπου. Έπλασε έναν κόσμο βίαιο, κλινικά σκοτεινό, αλλά ταυτόχρονα πιο ρεαλιστικό.
Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση του Zombie αφορούσε την παιδική ηλικία του Michael Myers. Στην ταινία του Carpenter, ο μικρός Michael σκοτώνει χωρίς σαφές υπόβαθρο, γεγονός που ενίσχυε τον μύθο του «καθαρού κακού». Ο Zombie, αντίθετα, εστίασε σε μια δυσλειτουργική οικογένεια, γεμάτη βία και παραμέληση. Με αυτό τον τρόπο, ο θεατής βρισκόταν μπροστά σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που εν μέρει εξηγούσε τη γέννηση του τέρατος. Ο Michael δεν εμφανιζόταν απλώς ως ακατανόητη απειλή. Ήταν προϊόν ενός περιβάλλοντος που τον διαμόρφωσε.
Η επιλογή αυτή δίχασε. Ορισμένοι θεώρησαν ότι ο Zombie αποδόμησε την ουσία του χαρακτήρα, αφαιρώντας τη μεταφυσική του διάσταση. Άλλοι βρήκαν στη νέα προσέγγιση μια ευκαιρία για πιο βαθιά κατανόηση της βίας. Το γεγονός είναι ότι η ταινία του άνοιξε τη συζήτηση γύρω από το αν το κακό γεννιέται ή διαμορφώνεται. Αυτό το στοιχείο την καθιστά ξεχωριστή μέσα στο horror σύμπαν.

Το οπτικό ύφος του Zombie παραμένει αναγνωρίσιμο. Η κάμερα κινείται συχνά σε στενούς χώρους, με ωμή αισθητική και έντονα χρώματα. Οι φόνοι του Michael είναι σωματικοί, σχεδόν απτή εμπειρία για τον θεατή. Ο σκηνοθέτης δεν αναζητά την κομψότητα του Carpenter. Αντίθετα, επιλέγει μια ατμόσφαιρα που συνθλίβει με το βάρος της. Αυτή η επιλογή εντάσσεται στο στυλ του Zombie, που συνδυάζει τη grindhouse παράδοση με μοντέρνα κινηματογράφηση.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το καστ. Ο Tyler Mane υποδύθηκε τον Michael Myers, δίνοντάς του μια φυσική παρουσία πιο επιβλητική από ποτέ. Το ύψος και η σωματική δύναμή του έκαναν τον χαρακτήρα σχεδόν απρόσωπη μηχανή βίας. Η Sheri Moon Zombie, σύζυγος του σκηνοθέτη, έδωσε μια συγκινητική διάσταση στη μητέρα του Michael, δείχνοντας τη μάταιη προσπάθειά της να συγκρατήσει μια οικογένεια που διαλυόταν. Ο Malcolm McDowell ανέλαβε τον ρόλο του Dr. Loomis, απομακρυνόμενος από την αυστηρή εκδοχή του Donald Pleasence και δίνοντας έναν πιο αμφιλεγόμενο χαρακτήρα.
Η μουσική, αν και σεβόταν το εμβληματικό θέμα του Carpenter, εντάχθηκε σε ένα πιο σύγχρονο πλαίσιο. Ο Zombie φρόντισε να παντρέψει το κλασικό με το νέο, δημιουργώντας μια ηχητική ταυτότητα που υπογράμμιζε τη σκοτεινή ατμόσφαιρα. Αυτή η ισορροπία έδωσε στην ταινία έναν δικό της χαρακτήρα, χωρίς να εγκαταλείπει το DNA του franchise.

Εμπορικά, η ταινία τα πήγε εξαιρετικά. Το κοινό έδειξε ενδιαφέρον για μια πιο βίαιη και ψυχολογικά φορτισμένη εκδοχή του Michael Myers. Οι κριτικές, ωστόσο, διχάστηκαν. Κάποιοι επαίνεσαν το θάρρος του Zombie να αναδιατυπώσει τον μύθο. Άλλοι θεώρησαν ότι η προσέγγισή του στερούσε από τον χαρακτήρα την απρόσωπη φρίκη που τον έκανε θρύλο. Αυτή η διαμάχη συνεχίζεται μέχρι σήμερα, στοιχείο που δείχνει τη δύναμη της ταινίας να προκαλεί συζήτηση.
Ο Michael Myers παρουσιάζεται ως προϊόν κοινωνικών συνθηκών. Ο θεατής δεν καλείται να τον δικαιολογήσει. Καλείται όμως να αναρωτηθεί για τις ρίζες της βίας. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται η μεγαλύτερη συμβολή της ταινίας. Παρά τις διαφωνίες, πολλοί παραδέχονται ότι ο Zombie κατάφερε να επαναφέρει τον Michael στο επίκεντρο μιας νέας γενιάς. Η ωμότητα της ταινίας του αντικατοπτρίζει μια εποχή όπου ο τρόμος δεν περιορίζεται στο υπερφυσικό. Αντίθετα, συχνά πηγάζει από την κοινωνία και τις παθογένειές της. Αυτός ο ρεαλισμός είναι που κάνει την ταινία ακόμα επίκαιρη.
Ο Rob Zombie τόλμησε να αγγίξει ένα ιερό τέρας του horror και να το παρουσιάσει με δικούς του όρους. Δεν κέρδισε όλους τους θεατές. Όμως, κατάφερε να δημιουργήσει μια εκδοχή που δεν πέρασε απαρατήρητη. Το Halloween του 2007 θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις πιο αμφιλεγόμενες αλλά και θαρραλέες αναγνώσεις του μύθου του Michael Myers. Και ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του.