Ο Αύγουστος του 1969 ήταν καυτός, όχι μόνο από τον ήλιο αλλά και από την ένταση που έβραζε στην καρδιά της Αμερικής. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η βία στους δρόμους, το φάντασμα του ρατσισμού και η δυσαρέσκεια απέναντι στο κατεστημένο έσπρωχναν όλο και περισσότερους νέους να αναζητήσουν κάτι άλλο. Και τότε, μέσα σε ένα αγρόκτημα στην περιοχή Bethel της Νέας Υόρκης, γεννήθηκε ο μύθος: το Woodstock Music & Art Fair, ή αλλιώς, τρεις ημέρες ειρήνης και μουσικής.
Από το απόγευμα της 15ης Αυγούστου ως το πρωί της 18ης, κανείς δεν σηκώθηκε να φύγει.
Οι τέσσερις διοργανωτές, Michael Lang, Artie Kornfeld, Joel Rosenman και John P. Roberts, ήθελαν να φτιάξουν ένα μουσικό retreat με στόχο τη χρηματοδότηση ενός στούντιο. Η ιδέα γρήγορα μετεξελίχθηκε σε φεστιβάλ. Αρχικά προγραμματισμένο για την περιοχή Wallkill, το σχέδιο καταρρέει όταν οι τοπικές αρχές απορρίπτουν την εκδήλωση. Η λύση ήρθε από τον γαλακτοπαραγωγό Max Yasgur, ο οποίος παραχώρησε τα 240 στρέμματά του για τη διεξαγωγή της.
Καμία πρόβλεψη δεν μπορούσε να προετοιμάσει τους διοργανωτές για αυτό που θα ακολουθούσε. Περίμεναν 50.000 άτομα. Ήρθαν πάνω από 400.000. Οι δρόμοι έκλεισαν. Το φαγητό τελείωσε. Οι τουαλέτες δεν επαρκούσαν. Οι γιατροί έλειπαν. Η σκηνή δεν ήταν έτοιμη μέχρι λίγες ώρες πριν την πρώτη εμφάνιση. Κι όμως, από το απόγευμα της 15ης Αυγούστου ως το πρωί της 18ης, κανείς δεν σηκώθηκε να φύγει.

Το Woodstock δεν ήταν απλώς ένα φεστιβάλ. Ήταν η στιγμή που μια γενιά που ένιωθε αποκλεισμένη, αγνοημένη και προδομένη βρήκε φωνή μέσα από τον ήχο. Συνολικά, 32 καλλιτέχνες ανέβηκαν στη σκηνή. Ανάμεσά τους, ο Richie Havens, η Joan Baez, οι Grateful Dead, οι The Who, η Janis Joplin, ο Joe Cocker, οι Jefferson Airplane, οι Crosby, Stills, Nash & Young και φυσικά ο Jimi Hendrix. Ο Hendrix έκλεισε το φεστιβάλ τη Δευτέρα το πρωί, παίζοντας έναν διαμελισμένο, ψυχεδελικό ύμνο της “The Star-Spangled Banner”. Οι ήχοι βομβαρδισμών και σειρήνων ανάμεσα στις νότες δεν ήταν τυχαίοι. Ήταν καταγγελία.
Το Woodstock ήταν μια ουτοπία αντίστασης. Και λειτούργησε, έστω και προσωρινά.
Παρά τις τραγικές ελλείψεις, το Woodstock κύλησε ειρηνικά. Κανένα επεισόδιο βίας, καμία καταστροφή, καμία αντίδραση με όπλα ή αστυνομία. Την ώρα που η Αμερική βυθιζόταν σε αντιπαραθέσεις, οι νέοι χόρευαν, μοιράζονταν, βοηθούσαν. Υπήρξαν δύο θάνατοι, αλλά και δύο γεννήσεις. Ήταν μια μικρή κοινωνία που για τρεις ημέρες λειτούργησε εκτός των δομών. Το πιο παράδοξο; Το ίδιο το φεστιβάλ δεν είχε εισιτήριο. Όταν ο κόσμος άρχισε να συρρέει κατά χιλιάδες, οι φράχτες κατέρρευσαν. Η διοργάνωση ανακοίνωσε πως πλέον είναι “δωρεάν”. Το φεστιβάλ πλέον ήταν για όλους.
Το Woodstock δεν είχε πολιτικές ομιλίες. Κανείς δεν κράτησε μικρόφωνο για να φωνάξει συνθήματα. Όμως η πολιτική του φύση ήταν παντού: στις μακριές τρίχες, στις γυμνές πατούσες, στην μουσική, στην ελευθερία του έρωτα, στην απουσία βίας. Ήταν η πιο ήσυχη κραυγή που ακούστηκε ποτέ. Η Αμερική, εκείνη τη στιγμή, ήταν ένα έθνος διχασμένο. Ο Νίξον ετοίμαζε στρατηγική κλιμάκωσης του πολέμου. Οι διαδηλώσεις στις πανεπιστημιουπόλεις γίνονταν αιματηρές. Το Woodstock ήταν μια ουτοπία αντίστασης. Και λειτούργησε, έστω και προσωρινά.

Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η ομώνυμη ταινία–ντοκιμαντέρ (1970), η οποία απέσπασε Όσκαρ και αποτέλεσε ορόσημο στο μουσικό κινηματογράφο. Το soundtrack έγινε πλατινένιο. Η ιδέα του φεστιβάλ πολλαπλασιάστηκε — αλλά ποτέ δεν επαναλήφθηκε με την ίδια αθωότητα. Τα φεστιβάλ των 90s και τα επετειακά Woodstock δεν κατάφεραν να μιμηθούν το πρωτότυπο. Το Woodstock ’99, για παράδειγμα, κατέληξε σε καταστροφή και βία, θυμίζοντας ότι το πνεύμα του 1969 ήταν ανεπανάληπτο.
Εκείνοι που βρέθηκαν εκεί μιλούν για μια εμπειρία που άλλαξε τη ζωή τους
Κανένα άλλο φεστιβάλ δεν μπόρεσε να χωρέσει τόση ενέργεια, μουσική, πίστη και ουτοπία σε τρία μόλις 24ωρα. Πέρασαν πάνω από 50 χρόνια και το όνομά του προκαλεί δέος. Όχι μόνο λόγω των καλλιτεχνών ή του πλήθους. Αλλά γιατί το Woodstock συμβόλιζε την ιδέα ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με ειρήνη. Ήταν μια πρόβα για το τι θα μπορούσε να είναι η κοινωνία, χωρίς αστυνομία, χωρίς φόβο, χωρίς λογοκρισία.
Όπως είπε κάποτε η Joan Baez: «Δεν πήγαμε εκεί για να κάνουμε επανάσταση, αλλά τελικά την κάναμε με το πιο απλό όπλο: τη μουσική». Μπορεί σήμερα να μοιάζει ρομαντικό ή αφελές. Όμως εκείνοι που βρέθηκαν εκεί μιλούν για μια εμπειρία που άλλαξε τη ζωή τους. Για μια συλλογική αίσθηση ελευθερίας που δεν περιγράφεται. Για ένα ρεύμα που ένωσε ξένους με έναν κοινό σκοπό: τη γιορτή της ζωής, της μουσικής και της συνύπαρξης.