Το “28 Years Later” έρχεται να ανατρέψει κάθε προσδοκία που δημιούργησαν οι δύο πρώτες ταινίες του franchise. Ο Danny Boyle, επιστρέφοντας στη σκηνοθεσία με τον Alex Garland στο σενάριο, απομακρύνεται από τον κλασικό αστικό εφιάλτη της πρώτης ταινίας και το χαοτικό θρίλερ της δεύτερης. Αντίθετα, φτιάχνει μια ταινία που μοιάζει περισσότερο με σκοτεινό βρετανικό παραμύθι, παρά με συμβατικό horror. Το Λονδίνο και τα μεγάλα αστικά κέντρα δίνουν τη θέση τους στο Holy Island, μια κοινότητα που λειτουργεί ταυτόχρονα ως καταφύγιο και φυλακή.
Ο Boyle εστιάζει περισσότερο στις ανθρώπινες αντιδράσεις παρά στο σοκ των jumpscares.
Η αφήγηση ξεκινά με ένα φλας μπακ στην αρχή της επιδημίας. Οι εικόνες εναλλάσσονται ανάμεσα στο οικείο και το απόκοσμο, βάζοντας τον θεατή κατευθείαν στο σκοτεινό σύμπαν της ταινίας. Η πρωταγωνίστρια κοινότητα του Holy Island παρουσιάζεται με επιμέλεια: άνθρωποι οργανώνουν τη ζωή τους γύρω από αρχαϊκές τελετές, αποφεύγοντας την επαφή με τον μολυσμένο έξω κόσμο. Οι παραλληλισμοί με το σήμερα είναι εμφανείς. Η απομόνωση δεν είναι απλώς τακτική επιβίωσης, αλλά και ψυχολογικό καταφύγιο απέναντι στο τραύμα του παρελθόντος.
Ο Spike, δωδεκάχρονος γιος της Isla και του Jamie, καλείται να ενηλικιωθεί μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν συγχωρεί λάθη. Η πρώτη του εξόρμηση στη στεριά, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, μοιάζει με ιεροτελεστία ενηλικίωσης – ένας συνδυασμός αρχαίας τελετής και πρακτικής επιβίωσης. Τα ζόμπι δεν είναι πλέον το μόνο ή το σημαντικότερο πρόβλημα. Η κοινότητα φοβάται το άγνωστο, εμμένει σε αυστηρούς κανόνες και αποκλείει κάθε τι ξένο, ακόμη και αν πρόκειται για ελπίδα ή γιατροσόφι.

Η παρουσία της Isla, μιας μητέρας που χάνει σιγά-σιγά την επαφή με τον κόσμο λόγω ασθένειας, προσθέτει μια δυνατή συναισθηματική διάσταση. Ο Spike, βλέποντας τη μητέρα του να φθίνει και γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ιατρική βοήθεια στο νησί, ξεκινά ένα ταξίδι γεμάτο κίνδυνο και αβεβαιότητα. Η αφήγηση ακολουθεί το αγόρι και τη μητέρα του στην επικίνδυνη ενδοχώρα, όπου η ελπίδα συνυπάρχει με τον φόβο.
Η ταινία επιλέγει να δείξει τη βία με μέτρο. Οι σκηνές δράσης υπάρχουν, αλλά δεν κυριαρχούν.
Ο Boyle σκηνοθετεί με στιβαρότητα, εστιάζοντας περισσότερο στις ανθρώπινες αντιδράσεις παρά στο σοκ των jumpscares. Η ατμόσφαιρα είναι παχύρευστη, με επιβλητικά πλάνα της βρετανικής υπαίθρου και σκοτεινά interiors που ανακαλούν την παράδοση των gothic παραμυθιών. Οι αναφορές στη βρετανική ιστορία και λαογραφία είναι πανταχού παρούσες. Δίνεται έμφαση στη φυσικότητα του φωτός και τα παστέλ χρώματα της φύσης, δημιουργώντας ένα κοντράστ με το εσωτερικό σκοτάδι των χαρακτήρων.
Η ταινία επιλέγει να δείξει τη βία με μέτρο. Οι σκηνές δράσης υπάρχουν, αλλά δεν κυριαρχούν. Όταν τα ζόμπι εμφανίζονται, το κάνουν με διαφορετική μορφή: άλλοτε είναι αργά, παραμορφωμένα πλάσματα, άλλοτε εξαιρετικά γρήγορα και επικίνδυνα “Alpha”. Αυτή η διαφοροποίηση προσδίδει στο φιλμ μια αίσθηση εξελικτικής παρακμής, σαν να εξελίσσεται ο ίδιος ο ιός ανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας που τον φοβάται.

Σεναριακά, ο Alex Garland επιστρέφει σε θέματα που τον απασχολούν εδώ και χρόνια: το πένθος, η ενοχή, η μνήμη και η αδυναμία διαφυγής από τον εαυτό μας. Η απομόνωση του Holy Island δεν είναι απλώς γεωγραφική, αλλά κυρίως υπαρξιακή. Οι κάτοικοι ζουν εγκλωβισμένοι στο φόβο, πνίγοντας κάθε προσπάθεια επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Το ταξίδι του Spike λειτουργεί ως αλληγορία ενηλικίωσης, όπου κάθε επιλογή είναι και ένα βήμα προς την αναπόφευκτη απώλεια.
Οι ερμηνείες αποτελούν βασικό ατού της ταινίας
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη μουσική υπόκρουση των Young Fathers, η οποία προσδίδει μια μελαγχολική, σχεδόν ονειρική υφή στην ταινία. Τα ηχητικά τοπία και τα συνθετικά μοτίβα συνοδεύουν τον θεατή από τη βρετανική παράδοση στον υπερρεαλισμό της απώλειας και της ελπίδας.
Οι ερμηνείες αποτελούν βασικό ατού της ταινίας. Ο Aaron Taylor-Johnson ενσαρκώνει έναν πατέρα σκληρό, αλλά όχι μονοδιάστατο – ένας άνθρωπος που ισορροπεί ανάμεσα στην αγάπη και το θυμό, παγιδευμένος από τις περιστάσεις. Η Jodie Comer καταφέρνει να αποδώσει με ευαισθησία την πτώση της Isla, συνδυάζοντας αβεβαιότητα και στιγμιαίες εκλάμψεις τρυφερότητας. Ο Alfie Williams ως Spike κουβαλά όλο το συναισθηματικό βάρος της αφήγησης, εναλλάσσοντας αθωότητα και οργή. Η παρουσία του Ralph Fiennes, ως μυστηριώδους γιατρού στην επικίνδυνη ζώνη, χαρίζει στην ταινία αποχρώσεις παραμυθιού και τρέλας.

Το πόνημα δεν ενδιαφέρεται να επαναλάβει τη συνταγή επιτυχίας των προηγούμενων ταινιών. Αντίθετα, ρισκάρει να απογοητεύσει όσους περιμένουν απλώς έναν ακόμα αγώνα επιβίωσης. Η νέα ταινία θέτει ερωτήματα για τη συλλογική μνήμη, το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και τη σημασία της θλίψης σε έναν κόσμο που αποφεύγει να πενθήσει. Στο φινάλε, ο Boyle επιλέγει να μην κλείσει τις πληγές. Η ταινία αφήνει τον θεατή με ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου, υπόσχεση για συνέχεια, αλλά κυρίως μια πρόκληση να κοιτάξει κατάματα τις απώλειες της δικής του εποχής.
Το “28 Years Later” έρχεται να ανατρέψει κάθε προσδοκία που δημιούργησαν οι δύο πρώτες ταινίες του franchise.
Το “28 Years Later” είναι μια ταινία που δεν προσφέρει εύκολη κάθαρση. Προτιμά να εστιάζει στη διαδικασία της μνήμης, στο πένθος και στη διαχείριση της απώλειας, ακόμα και όταν όλα γύρω δείχνουν να τελειώνουν. Με αυτή την προσέγγιση, ο Danny Boyle και ο Alex Garland κατορθώνουν να ξαναγράψουν τον μύθο των ζόμπι – όχι ως ιστορία τρόμου, αλλά ως παραβολή για τη διαχρονική μάχη της ανθρώπινης ψυχής απέναντι στο άγνωστο.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Movie: 28 Years Later
Year: 2025
Duration: 115′
Genre(s): Thriller, Horror, Drama
Director(s): Danny Boyle
Alfie Williams, Jodie Comer, Aaron-Taylor Johnson, Ralph Fiennes, Edvin Ryding, Chi Lewis-Parry, Christopher Fulford, Amy Cameron, Stella Gonet, Jack O’Connell, Rocco Haynes, Erin Kellyman, Emma Laird
28 Years Later
Το "28 Years Later" μετατρέπει το zombie genre σε σκοτεινό βρετανικό παραμύθι για το πένθος, τη μνήμη και την ενηλικίωση. Ο Danny Boyle ρισκάρει, επιλέγοντας αργό ρυθμό και ατμοσφαιρικές εικόνες αντί για εύκολη δράση. Εξαιρετικές ερμηνείες και έντονο κοινωνικό σχόλιο το καθιστούν μία από τις πιο ιδιαίτερες ταινίες της χρονιάς.