Σε μια συνέντευξή του το 2010, ο Sylvester Stallone, είχε δηλώσει ότι μετάνιωσε για δυο ταινίες του μονάχα. Αυτές ήταν το “Cobra” και το σημερινό μας θέμα, το “Judge Dredd“. Δύο ταινίες σε αρκετά διαφορετικό ύφος μεταξύ τους. Η πρώτη μάλιστα, αρχίζει να χαίρει μιας σχετικής επανεκτίμησης λόγω της ρετρολαγνείας των ’80ς που μας διακατέχει.
Τα πράγματα, όμως, για τη δεύτερη είναι διαφορετικά. Ίσως τη θυμόμαστε ακόμα και μετά από δεκαετίες, αλλά δεν το κάνουμε για καλούς λόγους. Την έχουμε στο μυαλό μας ως μία άστοχη μεταφορά του θρυλικού κόμικ της 2000AD. Αυτής της πολύχρωμης πανκ κολλεκτίβας που κατόρθωσε να ανεβάσει τον πήχη των βρετανικών κόμικ ακόμα πιο ψηλά.
Κι όμως, αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά στον Δικαστή Dredd του Stallone, θα δει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπέρ του και λιγότερες -αλλά σημαντικότερες- παραφωνίες. Οι οποίες μετά την έλευση του μικρού, αλλά θαυματουργού Dredd με τον Karl Urban κάτω από το κράνος, έγιναν ακόμη μεγαλύτερες. Πάμε να δούμε πώς τα παρασκήνια γεμάτα χολιγουντιανό βεντετισμό κράσαραν μια πολλά υποσχόμενη ταινία-κόμικ.
Σε κάποια φάση, πρότειναν τον Arnold Schwarzenegger για τον ρόλο του Δικαστή Dredd
Το 1995, ο Stallone, ορμώμενος από το πολύ επιτυχημένο “Demolition Man“, είπε να καταπιαστεί με κάτι που φάνταζε ως συγγενής αυτού του σύμπαντος. Τον Δικαστή Ντρεντ. Μια βαθιά σάτιρα του βρετανικού και αμερικανικού δυστοπικού κλίματος. Προεξάρχουσα φιγούρα της, ένας “πετρομούρης” μπάτσος που ταυτόχρονα έχει τη δικαιοδοσία να είναι δικαστής, ένορκος κι εκτελεστής. Παρμένος από τον Dirty Harry του Clint Eastwood, ο Dredd στρογγυλοκάθισε στις πλέον μεγάλες φιγούρες των κόμικ σχεδόν από το 1977 όταν και ντεμπούταρε από τους John Wagner και Carlos Ezquerra.
Λογικό κι επόμενο λοιπόν, να τραβήξει το ενδιαφέρον της κινηματογραφικής βιομηχανίας για να τον δούμε κι επί της οθόνης. Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Ωστόσο, λόγω μπλεξιμάτων στα δικαιώματα, η ταινία-τελικό προϊόν έγινε έμμεσα μια άλλη τεράστια φιγούρα της ποπ κουλτούρας. Αυτή του Robocop. Και είναι ακριβώς αυτή η αισθητική που έδωσε ο Paul Verhoeven σ’ εκείνη την ταινία και που θα ταίριαζε στον Dredd για τη δική του.
Μετά από μερικές διαπραγματεύσεις και κάποια αποτυχημένα κάστινγκ η μπίλια έκατσε στον Stallone. Εδώ να σημειώσουμε ότι σε κάποια φάση πρότειναν τον Arnold Schwarzenegger για τον ρόλο. Τελικά, ο Sly, τον οποίο επέλεξαν, είδε την προοπτική που θα είχε ένα τέτοιο πρότζεκτ. Αυτό που δεν αντιλήφθηκε, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος, ήταν το πώς να μεταφέρει τον χαρακτήρα στη μεγάλη οθόνη. H ατάκα του, κλασική πια: “…we shouldn’t have tried to make it Hamlet; it’s more Hamlet and Eggs…”.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του “Judje Dredd” ήταν η άρνηση του Stallone να φοράει το κράνος για όλη την ταινία
Στη σκηνοθεσία, ο πιστός φαν των κόμικ, αλλά πρωτάρης τότε, Danny Cannon, στη μόλις δεύτερή του ταινία μεγάλου μήκους. Ο Danny ζορίστηκε αρκετά απέναντι σε έναν σταρ μεγέθους Stallone. Αναγκάστηκε να κάνει μπόλικες συζητήσεις, καυγάδες και εντέλει υποχωρήσεις. Φυσικά, όλες ήταν εις βάρος της καλλιτεχνικής ματιάς και υπέρ της εμπορικότητας.
Η κορυφή του παγόβουνου σε όλο αυτό είναι φυσικά το γεγονός ότι ο Stallone δε δέχθηκε να φοράει το κράνος για όλη την ταινία. Δεν είχε καταλάβει ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται, είναι το σύμβολο του Νόμου. Δε μας απασχολεί η φάτσα του. Κι έτσι μετά το πρώτο τέταρτο του φιλμ, οι φανς του Dredd είδαν αυτό που δεν είχαν δει ποτέ στα κόμικ. Το πρόσωπο του κυρίου “I am the Law”. Και φυσικά δεν το εκτίμησε κανείς.
Αυτό είναι με διαφορά το μεγαλύτερο ατόπημα της ταινίας. Δεν καταλαβαίνει πώς να στήσει τον ίδιο της τον κεντρικό χαρακτήρα. Ο Dredd δεν είναι ήρωας, ούτε η αστυνομοκρατία του κόσμου του είναι προϊόν κάποιας εξιδανικευμένης πολιτείας. Αντ’ αυτού, είναι η εικόνα ενός κόσμου βγαλμένου μέσα από έναν πυρηνικό όλεθρο, με την ανθρωπότητα σαρδελιασμένη σε τεράστιες μεγαλουπόλεις και το έγκλημα να θερίζει. Επομένως, η ανθρώπινη συνήθεια της κλιμάκωσης των μέτρων για την υποτιθέμενη “διατήρηση της τάξης” οδηγεί σε έναν εκφυλισμό των εννοιών της αστυνόμευσης, της δικαιοσύνης και της αυτόκλητης υπεράσπισης του νόμου, που ναι μεν κάποιοι το παρουσιάζουν ως ιδανικό, ωστόσο απέχει αρκετά από την πραγματική έννοια του όρου.
Ο “Judje Dredd” ήταν μία τεράστια χαμένη ευκαιρία, το οποίο είναι πιο επίπονο από το να ήταν απλώς κακή
Στην ταινία, έχουμε μια νερωμένη και εξαιρετικά καλοντυμένη φιγούρα του Dredd. Συγκεκριμένα, είτε το πιστεύετε είτε όχι, ο Gianni Versace έχει αναλάβει το ενδυματολογικό. Ο Δικαστής δείχνει κουλ, επιβάλλει τον Νόμο, γκαρίζει συχνά-πυκνά τα one-liners του με ηθελημένα ή και όχι κωμικά αποτελέσματα. Κι ενώ το καστ απαρτίζεται από τους Stallone, o Armand Assante, Diane Lane, Jurgen Prochnow, Ian Dury και διάολε, ακόμα και τον Max von Sydow, δεν μπορούν να σώσουν την ταινία. Ο λόγος είναι απλός, γιατί έχει πάρει λάθος κατεύθυνση εξαρχής.
Ακόμα και ο Rob Schneider που άκουσε τα εξ’αμάξης, νομίζω πως είναι ο μόνος που έστω και με τον ενοχλητικό του τρόπο προσπαθεί να κάνει χιούμορ, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους. Ωστόσο, εκεί που η ταινία λάμπει είναι στην παραγωγή της. Και αντίστοιχα, εκεί που ψιλοχωλαίνει η ταινία του 2012. Το “Judge Dredd” αποτελεί μια τρομερά εύστοχη απεικόνιση του σύμπαντος του Δικαστή. Η Mega City-One, τα όπλα, τα ABC Warriors, η περίφημη κανιβαλιστική συμμορία Angel και όλα αυτά σε μια εποχή που το CGI βρισκόταν στα γεννοφάσκια του. Βέβαια, και η τρομερή μουσική του Alan Silvestri κλείνει πολύ ωραία το πακέτο της ταινίας. Η οποία όμως πέραν του περιτυλίγματος, κρύβει από κάτω της μια τεράστια χαμένη ευκαιρία. Κι αυτό είναι ακόμα πιο επίπονο από το να ήταν απλώς μια κακή ταινία.