Οι Amenra δεν ήταν πάντα καθολικά αποδεκτοί ως οι ποδηγέτες του σύγχρονου post-metal. Μια μπάντα από το Βέλγιο δεν έχει τις ίδιες πιθανότητες να «εξαπλωθεί» όπως μια αντίστοιχη από την Αμερική ή τη Βρετανία. Ακόμα και σε περίοδο που ουσιαστικά δεν υπάρχει κορεσμός και επανάληψη στο ιδίωμα πρέπει να έχεις υπομονή για να ακουστείς. Και αργά και μεθοδικά όπως τα ίδια τα κομμάτια τους, οι Amenra κατέκτησαν το θρόνο της σκηνής. Το σκοτάδι και ο πόνος κυρίευσαν και από μια μπάντα για τους ρέκτες του ήχου κατέληξε το υπέρτατο όνομα.
Οι hardcoreάδες Spineless (καμία σχέση με το εξαιρετικό ομώνυμο σχήμα από τα μέρη μας – ψάξτε τους) διαλύουν το συγκρότημα το 1999. Τρία από τα μέλη τους, οι Colin, Mathieu και Kristof, αποφασίζουν να συνεχίσουν. Δεν έχουν βρει ακόμα το λιμάνι στο οποίο θα μπορέσουν να «αράξουν» μουσικά. Δημιουργούν μια μπάντα που θα «τεντώσει» τα όρια του ακραίου ήχου κατά το δοκούν, που ο θόρυβος και ο όγκος θα συνυπάρξουν. Το ταξίδι των Amenra ξεκινά και μέχρι το 2003 το πρώιμο υλικό τους δουλεύεται εντατικά.
Το “Mass I” βέβαια ακόμα και σήμερα ακούγεται ως μια άγουρη απόπειρα με ενδιαφέρουσες ιδέες αλλά όχι απόλυτα δεμένες. Φλερτάροντας πιο έντονα με το hardcore και με επιληπτικούς ρυθμούς, δημιουργούν ένα ενοχλητικό, εντυπωσιακό αλλά κάπως άνισο ντεμπούτο. Ο Colin τσιρίζει και απαγγέλλει σαν τρόφιμος σανατόριου, οι κιθάρες θυμίζουν noise rock, τα drums κοπανάνε με μεγάλες τσίτες. Αλλά απουσιάζει η έννοια του στιβαρού songwriting. Έχω ακούσει άτομο να το αναφέρει ως τον καλύτερο δίσκο τους. Απάντησα με φάσκελο.
Οι Amenra σε έπειθαν ότι είναι μέλη κάποιας αίρεσης που θέλει το κακό σου
Πώς είναι δυνατόν να το λες αυτό όταν δύο χρόνια αργότερα και αφού προσθέσουν τη δεύτερη κιθάρα του Vincent αρχίσουν να εξερευνούν την αφηγηματικότητα. Γιατί να ιδρώσουν να τα πουν όλα στα 20 λεπτά όταν μπορούν να πάρουν το χρόνο τους; Γιατί να ακουστούν σα μολότωφ όταν μπορούν να ακουστούν σαν αντίστροφη μέτρηση για την έκρηξη μιας πολύ δυνατότερης βόμβας; Για ποιον λόγο να ακούγονται άναρχοι όταν μέσα από μια «αυτομαστιγωτική» δομή μπορούν να φρικάρουν και τον πλέον ψυχρό άνθρωπο; Και στο κάτω-κάτω, γιατί να μη βγάλουν το δεύτερο δίσκο τους “Mass III“;
Θυμάμαι πως ακόμα και για χρόνια αργότερα ο κόσμος προσέγγιζε αυτό το δίσκο με απορία και κάποιον τρόμο. Γιατί από την γκροτέσκα αισθητική του artwork μέχρι τα λυσσασμένα φωνητικά του Colin και τις επαναλαμβανόμενες κιθάρες, αυτό που άκουγες δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο. Ούτε με τους Neurosis, ούτε με τους Isis, ούτε με τους Oxbow. Ούτε με κανέναν. Γιατί οι Amenra σε έπειθαν ότι είναι μέλη κάποιας αίρεσης που θέλει το κακό σου.
Μηδενικές πληροφορίες, σκόρπιοι στίχοι, ένας σχεδόν ανώνυμος πόνος αυτομαστιγώματος. Το “The Pain. It Is Shapeless.” ως μια καταβύθιση σε μια προσωπική κόλαση. Το “Nemelendelle” ένα απόκοσμο ξέσπασμα με ηφαιστειακές κορυφώσεις. Το “Am Kreuz” ως μια ελεγεία αυτοκαταστροφής και ωδύνης. Και το επιλογικό “Le Fils De Faux” να αγγίζει το όριο μιας αιματοβαμμένης τελετουργίας. Και για όσους είχαν της special edition του CD, ένα “Ritual” που σε ρημάζει από την αρχή μέχρι το τέλος του.
Αυτό που έζησα από τους Amenra στο An Club, δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο που είχα ζήσει μέχρι τότε
Η αρρώστια είχε βρει τους πρώτους φορείς. Η μετάδοση του ιού, όπως συμβαίνει με τις πρώτες παραλλαγές, όμως, δεν κατέστησε εύκολη την ευρύτερη μετάδοση. Το “Mass IIII” του 2008 θα ερχόταν να καλύψει αυτήν ακριβώς την ανάγκη επιβίωσης. Σε συζητήσεις με φίλους που το αγόρασαν στην τύχη, θυμάμαι να μου λένε πως αισθάνθηκαν το στομάχι τους να δένεται όταν άκουσαν την εισαγωγή του “Silver Needle Golden Nail” ακολουθούμενο από το (τότε απρόβλεπτο) ξέσπασμά του. Θυμάμαι τον πόνο που ένιωσα όταν διάβασα για πρώτη φορά τους στίχους «I was building a world for you. As I descended. I found you in the darkness» από το “Le Garien des Reves“.
Να ακούω τον Colin να ξεγυμνώνεται στιχουργικά στο “De Dodenaker” και να απορώ πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να κουβαλά τόσο πόνο. Πολλώ δε μάλλω να τον μετατρέπει σε τέτοιας υφής και πειθούς τέχνης. Και το σοκ που ένιωσα (και εξακολουθώ να νιώθω) κάθε φορά που θα ακούω το αγαπημένο μου Razoreater και το απερίγραπτα επίπονο μεσαίο μέρος του. Για να μην αναφέρω ότι όταν μπήκε το “Aorte” νόμιζα πως ακούω κάποιο ακυκλοφόρητο κομμάτι των Tool που μπήκε κατά λάθος στο δίσκο μέχρι η γνωστή τους φόρμουλα να με διαψεύσει. Και να τους παραδεχτώ ακόμα παραπάνω.
Οι Amenra μέχρι την κυκλοφορία του επόμενου δίσκου τους εμφανίστηκαν δύο φορές στην Ελλάδα. Μια το 2009 ενώπιον «όχι τεράστιου» στο Texas Necropolis και άλλη μια το 2012 σε ένα κατάμεστο An Club. Στη δεύτερη ήμουν. Και θυμάμαι να φεύγω από εκεί νιώθοντας ένα μόνιμο σφίξιμο στο στομάχι. Αυτό που είδα δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο. Ήταν αχαρτογράφητο μέσα μου.
Η μουσική τους δεν αφορά τα πραγματικά εγκόσμια και αυτά ως δεδομένα απομακρύνουν από την όποια μεταφυσική διάσταση ενυπάρχει στις συνθέσεις τους
Ήταν λυρικό και επίπονο αλλά ήταν πρωτοφανώς βίαιο. Και το γεγονός ότι ο Colin ελάχιστα γύρισε προς το κοινό ήταν κάτι πρωτοφανές στα μάτια μου. Χωρίς να το καταλάβω είχα ταχθεί στην Εκκλησία του Ρα. Και ένα χρόνο μετά το νέο Ευαγγέλιο θα με έκανε να ξαναβγάλω το μαστίγιο αυτοτιμωρίας.
Περιέργως όμως, με το “Mass V” το 2012 ήρθε ένα νέο πρόσωπο της μπάντας στην επιφάνεια. Ένα σαφώς πιο ανθρώπινο και προσιτό. Σα να αποδέχονται πίσω από το σκοτάδι πως άνθρωποι είναι, όχι τέρατα. Σα να μη «μισούν» τόσο τους εαυτούς τους αλλά να θέλουν να καταθέσουν την ψυχή τους. Με κάποιους ενδοιασμούς αλλά ταυτόχρονα με την εμπειρία να μην τους κάνει να φαίνονται αμήχανοι. Το “Dearborn And Buried” επαναφέρει τις στάχτες του παρελθόντος, ξυπνώντας βυθισμένους πόνους.
Το τελετουργικό κρουστό του “Boden” επικαλείται τον αρχέγονο τρόμο αλλά καταλήγει να αφορίζει τον πόνο και τις πληγές. Αν και εν τέλει θα παραδεχτεί πως όσο και να ενώνεται ο κόσμος από τα κοινά βιώματα, ο πόνος δεν υποχωρεί. Και η παραδοχή της αιτίας που ο πόνος υφίσταται φανερώνεται στο “A Mon Ame“. «I never wanted it to break you, I always hoped for light to take you». Απάνθρωπο. Το κλείσιμο με τις στοιχειωμένες κραυγές του “Nowena” σε συνδυασμό με το ρεφραίν και το σχεδόν My Dying Bride-ίστικο riff οδηγούν στην κάθαρση. Ένας δίσκος που δεν χορτάστηκε ποτέ. Κουβέντες που έμειναν μισοτελειωμένες. Όπως στον πραγματικό κόσμο.
Η μουσική τους δεν αφορά τα πραγματικά εγκόσμια και αυτά ως δεδομένα απομακρύνουν από την όποια μεταφυσική διάσταση ενυπάρχει στις συνθέσεις τους
To 2017 οι Amenra ξανατίμησαν την Αθήνα φανερώνοντας πως γιγαντώνονται. Το ποίμνιο μεγαλώνει και απαιτεί νέα κατήχηση. Και ένας νεκρός κύκνος στο εξώφυλλο του “Mass VI” αγκαλιάζει με τα φτερά του την Οικουμένη. Το «χιτάκι» “A Solitary Reign“, το ελεγειακό “Plus Pres De Toi” και το ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ “Diaken” φανερώνουν πως ναι, τίποτα δεν έχει σταματήσει στην πορεία τους. Όταν ο πόνος μετατρέπεται σε κινητήρια δύναμη, τότε θα μπορούν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν και να υπάρχουν σε έναν κόσμο αφόρητα μοναχικό.
Μέχρι στιγμής δεν έχω αναφερθεί σε αλλαγές μελών, ούτε σε διάφορα άλλα γεγονότα που περιτριγυρίζουν τους Amenra. Δε χρειάζεται. Γιατί η μουσική τους δεν αφορά τα πραγματικά εγκόσμια και αυτά ως δεδομένα απομακρύνουν από την όποια μεταφυσική διάσταση ενυπάρχει στις συνθέσεις τους. Γιατί για τις αλλαγές μελών, εταιρειών, παραγωγών κλπ πληροφορίες μπορούν να βρεθούν, άπλετες. Η χαρτογράφηση, όμως, ενός βιώματος που ενδέχεται να οδηγήσει στην κατανόηση του τι πραγματικά συνιστά την Amenra εμπειρία, αυτό είναι το δύσκολο.
Από το “Mass VI” οι Amenra έχουν εμφανιστεί στην Αθήνα άλλες δύο φορές, έχουν κυκλοφορήσει ένα δίσκο που δίχασε (“De Doorn”), τον ξανακυκλοφόρησαν με διαφορετική μίξη ως sequel (“De Doorn 2”) και εσχάτως κυκλοφόρησαν το soundtrack για την ταινία “Skunk”. Σύντομα θα ξαναέρθουν. Το πότε θα κυκλοφορήσει νέο full length παραμένει άγνωστο. Δε φοβόμαστε όμως. Γιατί όσο υπάρχει αρκετός πόνος για να τους κάνει να ενδοσκοπούν, εκείνοι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Και να ανοίγουν πληγές τις οποίες μετά κλείνουν με στοργή.