Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι The Cure έχουν παρουσιάσει συνολικά 14 άλμπουμ. Ο αριθμός αυτός δεν εντυπωσιάζει, αν αναλογιστεί κανείς τη μακρόχρονη παρουσία τους στη μουσική σκηνή, όμως υποδηλώνει μια σταθερή δημιουργικότητα. Επτά από τις κυκλοφορίες τους πραγματοποιήθηκαν μέσα στη δεκαετία του ’80, περίοδο που θεωρείται η πιο κομβική για την πορεία τους.
Σε αυτά τα χρόνια διαμορφώθηκε ο ήχος τους, από τις σκοτεινές post-punk αναζητήσεις του “Seventeen Seconds” έως την επιβλητική αισθητική του “Disintegration”. Οι The Cure εξελίχθηκαν σταθερά, ακολουθώντας μια πορεία που όχι μόνο συμβάδιζε με την εποχή, αλλά συχνά έδινε τον τόνο για τη μουσική κατεύθυνση ολόκληρης της σκηνής.
Η δεκαετία του ’80 αποτέλεσε περίοδο καλλιτεχνικής ακμής για το συγκρότημα. Ηχητικά και θεματικά, οι δουλειές τους ξεχώριζαν, καθώς συνδύαζαν πειραματισμό με συνεκτική ταυτότητα. Οι The Cure καθιέρωσαν έναν ήχο που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο συγκεκριμένο είδος, αναδεικνύοντας την ικανότητά τους να κινούνται δημιουργικά σε διαφορετικά μουσικά περιβάλλοντα.
Οι The Cure παραμένουν στο προσκήνιο—ώρα να δούμε πώς στέκονται τα 14 άλμπουμ τους σήμερα
Με την πάροδο των ετών, η συχνότητα κυκλοφοριών των The Cure μειώθηκε σταδιακά. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην πρόσβασή τους σε περισσότερους πόρους, οι οποίοι τους επέτρεψαν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο σε κάθε νέο έργο. Παράλληλα, αξιοποίησαν την ευχέρεια να κάνουν παύσεις μεταξύ των κυκλοφοριών τους. Τα τελευταία 25 χρόνια περιλαμβάνουν ορισμένα άλμπουμ που άφησαν θετικές εντυπώσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το “Songs of a Lost World”, η πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά μετά από 15 χρόνια.
Καθώς υπάρχουν ενδείξεις για επερχόμενο υλικό, ίσως ακόμη και για δύο άλμπουμ σύμφωνα με δηλώσεις του Robert Smith, το ενδιαφέρον για το σύνολο της δισκογραφίας τους ανανεώνεται. Οι επόμενοι μήνες ή το επόμενο έτος ενδέχεται να φέρουν νέες κυκλοφορίες που θα επαναφέρουν τους The Cure στο προσκήνιο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι χρήσιμο να επανεξετάσουμε τα 14 άλμπουμ τους. Η σύγκριση μεταξύ τους αναδεικνύει την καλλιτεχνική τους πορεία και την εξέλιξη της ταυτότητάς τους. Ποιο από αυτά θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο; Και ποιο υστερεί, έστω και ελαφρώς, σε σχέση με τα υπόλοιπα;
Όταν κυκλοφόρησε το “Three Imaginary Boys” το 1979, οι The Cure δεν είχαν ακόμη διαμορφώσει την εικόνα που τους καθιέρωσε. Το συγκρότημα αποτελούνταν από τον Robert Smith, τον μπασίστα Michael Dempsey και τον ντράμερ Lol Tolhurst. Η σύνθεσή τους ήταν απλή και το ύφος τους ακατέργαστο, με εμφανή περιθώρια εξέλιξης. Ο Smith δεν είχε ακόμη το χαρακτηριστικό του look, με τα μακριά, φουντωτά μαλλιά.
Σε εκείνη τη φάση, η μπάντα κινούνταν ανάμεσα σε punk και ανεπαίσθητα post-punk στοιχεία. Ο ήχος τους παρέμενε σε διαδικασία διαμόρφωσης και η καλλιτεχνική τους ταυτότητα δεν είχε σταθεροποιηθεί. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε μια πρόθεση για δημιουργικότητα που φαινόταν σε μικρές λεπτομέρειες. Ένα από τα πιο ιδιότυπα χαρακτηριστικά της πρώτης έκδοσης του άλμπουμ ήταν τα εικονογράμματα αντί για τίτλους τραγουδιών. Για παράδειγμα, μια εικόνα πυραμίδων συμβόλιζε το “Fire in Cairo”. Αυτό δυσκόλευε την αναγνώριση των κομματιών, αλλά πρόσθετε ένα στοιχείο που τράβηξε την προσοχή.
Τα τραγούδια κινούνται ανάμεσα σε εσωστρεφείς συνθέσεις όπως τα “Three Imaginary Boys” και “10:15 Saturday Night” και πιο ανάλαφρες στιγμές με punk διάθεση. Υπάρχουν και κομμάτια mid-tempo όπως τα “Accuracy” και “Grinding Halt”, τα οποία προσθέτουν μία ρυθμική ποικιλία. Συγκρινόμενο με το “Disintegration”, το ντεμπούτο δεν θυμίζει καν το ίδιο συγκρότημα. Ωστόσο, διαθέτει μια ανεπιτήδευτη ενέργεια που σπάνια συναντάται στα επόμενα έργα τους. Τα επόμενα άλμπουμ θα εμβαθύνουν στην goth αισθητική τους και θα αναδείξουν τη δημιουργική τους ωριμότητα, όμως αυτή η πρώτη προσπάθεια αποτελεί μια προσιτή εισαγωγή στον κόσμο τους—ειδικά για εκείνους που πλησιάζουν τους The Cure με απλή περιέργεια.
Το “Seventeen Seconds”, που κυκλοφόρησε το 1980, σηματοδοτεί μια καθοριστική καμπή για τους The Cure. Η είσοδος του Simon Gallup στο μπάσο επηρέασε σημαντικά τον ήχο του συγκροτήματος. Από εκείνο το σημείο και μετά, ανέπτυξαν έναν πιο σκοτεινό και ατμοσφαιρικό post-punk χαρακτήρα με ξεκάθαρη ταυτότητα.
Η γενική αίσθηση του δίσκου είναι υποτονική, στοιχείο που τον διαφοροποιεί από μετέπειτα κυκλοφορίες όπως τα “Pornography” και “The Head on the Door”. Το “Seventeen Seconds” ακολουθεί πιο ήρεμους ρυθμούς και λιτές ενορχηστρώσεις. Τραγούδια όπως το ομώνυμο ή το “In Your House” δείχνουν ένα συγκρότημα που πειραματίζεται με τον περιορισμό και την οικονομία στον ήχο.

Ωστόσο, οι κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ εντυπωσιάζουν. Το “Play for Today” και το “A Forest” ξεχωρίζουν για τη δραματικότητα και τη στοιχειωτική τους μελωδία. Το “A Forest” θεωρείται συχνά ως μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις του συγκροτήματος. Ανάμεσα στα κομμάτια, συναντάμε και proto-goth ατμόσφαιρες (“At Night”), κλασικό post-punk ρυθμό (“M”) και ορχηστρικές συνθέσεις που λειτουργούν περισσότερο ως μεταβάσεις.
Το “Seventeen Seconds” αποτελεί το πρώτο άλμπουμ των The Cure που δείχνει καθαρά τη μελλοντική τους πορεία. Το ύφος τους εδώ αποκτά μορφή και συνοχή. Είναι μια κρίσιμη στιγμή στην εξέλιξή τους, απαραίτητη για την κατανόηση του μεταγενέστερου έργου τους.
Το “Faith”, που κυκλοφόρησε το 1981, θεωρείται καθοριστικό άλμπουμ για τη διαμόρφωση του gothic ήχου των The Cure. Αν και ο όρος “goth” δεν είχε ακόμη ταυτιστεί πλήρως με το συγκρότημα, ο δίσκος αυτός ανέδειξε ξεκάθαρα μια νέα καλλιτεχνική κατεύθυνση. Αποτελεί λογική συνέχεια του “Seventeen Seconds”, όμως παρουσιάζει μια βαθύτερη εσωστρέφεια. Η ατμόσφαιρα του άλμπουμ διαμορφώνεται μέσα από ήχους σχεδόν πένθιμους. Οι The Cure απομακρύνονται από την ένταση του post-punk και εξερευνούν αργές, φορτισμένες συνθέσεις.
Τραγούδια όπως τα “Primary” και “Doubt” συνδέονται ηχητικά με προηγούμενες δουλειές, όπως το “Play for Today” ή το “A Forest”. Αντίστοιχα, τα “Other Voices” και “The Holy Hour” εντάσσονται ομαλά στο κλίμα του Seventeen Seconds. Αυτές οι αναφορές προσφέρουν συνέχεια στη δισκογραφική τους αφήγηση. Ανάμεσά τους όμως, το άλμπουμ επικεντρώνεται σε πιο στοχαστικές στιγμές. Οι συνθέσεις αυτές είναι συγκινητικές και συναισθηματικά φορτισμένες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα “The Funeral Party” και “The Drowning Man”.
Παρότι δεν συγκαταλέγεται στα πιο άμεσα ή φιλικά έργα των The Cure, το “Faith” διαθέτει έντονη καλλιτεχνική συνέπεια. Η δομή και η αισθητική του το καθιστούν μία από τις πιο ξεχωριστές δουλειές τους, αποπνέοντας μια αυθεντική gothic αύρα που δύσκολα επαναλαμβάνεται.
Με το “Pornography” του 1982, οι The Cure φτάνουν σε ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία της διαδρομής τους. Από την πρώτη κιόλας φράση —«It doesn‘t matter if we all die»— διαμορφώνεται ένα βαρύ κλίμα που καθοδηγεί όλο το άλμπουμ. Το ύφος είναι ασφυκτικό, γεμάτο ένταση και απόγνωση. Η συνολική αίσθηση παραπέμπει σε έναν κόσμο χωρίς διέξοδο. Ο Robert Smith έχει αναφέρει ότι τότε πίστευε πως αυτός θα ήταν ο τελευταίος τους δίσκος. Ήθελε να είναι μια δήλωση χωρίς εξηγήσεις και χωρίς επιστροφή.
Το “Pornography” προβάλλει μια ακραία εκδοχή του συγκροτήματος. Δεν βασίζεται μόνο στη θλίψη, αλλά εκφράζει και έναν θυμό, γεμάτο σύγκρουση. Οι συνθέσεις χτίζονται πάνω σε έντονα τύμπανα και σκληρές κιθάρες, δημιουργώντας ένα ηχητικό τείχος. Το “One Hundred Years” ανοίγει δυναμικά, με συνεχές drum triggering και έντονο ρυθμό. Το “The Hanging Garden” συνεχίζει με βαριά χτυπήματα και σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα. Ακολουθεί το “The Figurehead”, που λειτουργεί ως σπαρακτικό ξέσπασμα μέσα στην καταχνιά.

Το ομώνυμο τραγούδι που κλείνει το άλμπουμ προσθέτει έναν σχεδόν αποκρυφιστικό τρόμο. Η ενορχήστρωση παραμένει πυκνή και τα φωνητικά σπρώχνουν το άκουσμα στα άκρα της υπομονής. Παρά την ένταση, οι μελωδίες είναι παρούσες και η δομή των τραγουδιών προσεγμένη. Το “Pornography” ενσωματώνει πολύπλοκες μουσικές ιδέες και παραμένει συνεκτικό. Οι The Cure δείχνουν εδώ μια πλευρά τους πιο επιθετική και απαιτητική. Η επιρροή του φτάνει μέχρι και το “Disintegration”, επτά χρόνια αργότερα, το οποίο βασίστηκε στη δυναμική αυτού του δίσκου.
Το “The Top”, που κυκλοφόρησε το 1984, κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στο σύνολο της δουλειάς των The Cure. Το άλμπουμ αυτό δημιουργήθηκε σε μια περίοδο όπου η σύνθεση του συγκροτήματος είχε περιοριστεί στον Robert Smith και τον Lol Tolhurst. Οι δυο τους είχαν προηγουμένως κυκλοφορήσει αρκετά synth-heavy singles, όπως τα “The Walk” και “Let’s Go to Bed”, που ξεχώρισαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Λίγο νωρίτερα όμως, οι The Cure είχαν κυκλοφορήσει το “Pornography”, ένα άλμπουμ με βαριά goth-rock αισθητική. Η συναισθηματική του ένταση και η σκοτεινή του κατεύθυνση δύσκολα ξεπερνιούνται. Ο Smith, ωστόσο, αποφάσισε να ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή. Έφερε στο στούντιο session μουσικούς και ανέπτυξε ένα έργο με ποικιλία ύφους και ανοιχτή διάθεση πειραματισμού. Στο “Dressing Up” ακούγονται πειραγμένα feedbacks, ενώ το “Wailing Wall” ενσωματώνει μελωδικά στοιχεία που παραπέμπουν σε Μέση Ανατολή. Το “The Caterpillar” προσθέτει φλαμένκο αποχρώσεις και αποτελεί το μοναδικό single που έγινε ευρύτερα γνωστό από τον δίσκο.
Τα δυνατότερα σημεία του άλμπουμ βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος. Το εναρκτήριο “Shake Dog Shake” έχει ένταση και οδηγεί δυναμικά το άκουσμα. Το κλείσιμο με το ομώνυμο κομμάτι προσθέτει δραματικότητα, με αργό ρυθμό και σχεδόν τελετουργική ατμόσφαιρα. Ο Smith και ο Tolhurst δοκίμασαν νέα ηχητικά μονοπάτια και έδειξαν διάθεση εξερεύνησης. Το αποτέλεσμα δεν προσφέρει απαραίτητα διαχρονικά κομμάτια, ωστόσο αποτυπώνει μια περίοδο δημιουργικής ελευθερίας και έμπνευσης.
Το 1985, οι The Cure άφησαν πίσω τους μια σειρά από σκοτεινές δουλειές και πειραματισμούς, προχωρώντας σε μια πιο ξεκάθαρη δημιουργική κατεύθυνση. Μετά τις εξερευνήσεις του “The Top” και τις synth-pop κυκλοφορίες που προηγήθηκαν, η μπάντα ανασυντάσσεται, αποκτώντας νέο δυναμισμό. Ο Simon Gallup επιστρέφει στο μπάσο, ενώ ο Porl Thompson αναλαμβάνει την κιθάρα. Τη σύνθεση ολοκληρώνει ο Boris Williams στα τύμπανα, γνωστός για τη συνεργασία του με τους Thompson Twins. Η παραγωγή του David M. Allen δίνει μεγαλύτερη σαφήνεια στον ήχο, κάνοντας το αποτέλεσμα πιο ποπ, χωρίς να χάνεται η μουσική ταυτότητα της μπάντας.
Ο Robert Smith ενισχύει τις συνθετικές του ικανότητες, παρουσιάζοντας τραγούδια που ισορροπούν ανάμεσα στη μελωδία και το συναίσθημα. Το “The Head on the Door” δεν έχει το βάρος ή τη συνοχή του “Pornography” ή του “Faith”, όμως είναι γεμάτο ενέργεια και φρεσκάδα. Δύο από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια των The Cure, τα “In Between Days” και “Close to Me”, προέρχονται από αυτό το άλμπουμ. Το “A Night Like This”, με το χαρακτηριστικό σόλο σαξόφωνου, προσφέρει επίσης έντονη συναισθηματική φόρτιση. Κάθε κομμάτι δείχνει μια διαφορετική πλευρά της μπάντας.

Κομμάτια όπως το “The Baby Screams” και το “Sinking” διατηρούν το γνώριμο σκοτεινό ύφος, ενώ πιο παιχνιδιάρικες στιγμές εμφανίζονται στο “Six Different Ways” και το “Close to Me”. Το “The Blood” ενσωματώνει στοιχεία φλαμένκο και το “Screw” παίζει με funky ρυθμούς. Το αποκορύφωμα του άλμπουμ είναι το “Push”. Πρόκειται για ένα ατμοσφαιρικό post-punk κομμάτι που ξεδιπλώνεται για σχεδόν δύο λεπτά πριν ακουστεί η πρώτη φωνή. Το κομμάτι αυτό αποτελεί μία από τις πιο ολοκληρωμένες και έντονες στιγμές της μπάντας.
Το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me”, που κυκλοφόρησε το 1987, αποτέλεσε το πρώτο άλμπουμ των The Cure που μπήκε στο top 40 του Billboard στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο πως περιλαμβάνει ένα από τα πιο αγαπημένα τους singles, το “Just Like Heaven”. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως αυτό κυκλοφόρησε ως τρίτο single. Είχαν προηγηθεί τα “Why Can’t I Be You?” και “Catch”, επιλογές που δείχνουν τη διαφορετικότητα του άλμπουμ.
Το άλμπουμ ακολουθεί τη δημιουργική κατεύθυνση του “The Head on the Door”, όμως σε ευρύτερη κλίμακα. Ενώ ο προκάτοχός του είχε δέκα κομμάτια, αυτό περιλαμβάνει δεκαεπτά – ή δεκαοκτώ με το bonus track “Hey You!” στη βινυλιακή έκδοση. Η ποικιλία στον ήχο είναι εμφανής, με το συγκρότημα να κινείται μεταξύ pop επιρροών και πιο σκοτεινών ή πειραματικών διαδρομών.
Το άνοιγμα με το “The Kiss” δείχνει μια ωμή ένταση. Τα “Torture” και “Shiver and Shake” παρουσιάζουν τη μπάντα σε πιο άμεσο, δυναμικό ύφος. Αυτά τα κομμάτια έχουν έντονη ενέργεια, προσφέροντας μια πιο “ζωντανή” εμπειρία. Αλλού, η διάθεση γίνεται πιο εσωστρεφής. Το “If Only Tonight We Could Sleep” εμπνέεται από ανατολίτικες κλίμακες, ενώ το “One More Time” προσεγγίζει τον ρομαντισμό με ονειρική διάθεση. Και τα δύο έχουν έντονα gothic χαρακτηριστικά. Η εξερεύνηση συνεχίζεται με διαφορετικά μέσα. Το “Like Cockatoos” κινείται σε ανορθόδοξες ακουστικές φόρμες, ενώ το “Icing Sugar” συνδυάζει σφιχτούς ρυθμούς με σαξόφωνο, δημιουργώντας ένα ηχητικό μείγμα απρόβλεπτο.
Το “Disintegration”, που κυκλοφόρησε το 1989, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο ολοκληρωμένα άλμπουμ των The Cure. Πολλοί θεωρούν πως είναι η πιο ώριμη και συναισθηματικά φορτισμένη δουλειά τους. Δεν είναι εύκολο για ένα συγκρότημα να δημιουργήσει τρεις δίσκους που να πλησιάζουν την τελειότητα — και αυτό εδώ είναι ένας από αυτούς.
Το “Disintegration” ξεχωρίζει για την προσεγμένη του δομή και το βάθος των συνθέσεων. Η παραγωγή αναδεικνύει κάθε λεπτομέρεια, χτίζοντας μια ατμόσφαιρα που συνδυάζει μελωδική μελαγχολία και συναισθηματική ειλικρίνεια. Σε αντίθεση με την ένταση του “Pornography” ή τον εκλεκτικό χαρακτήρα του “The Head on the Door”, αυτός ο δίσκος λειτουργεί ως συγκεντρωτική δήλωση του ήχου και της θεματολογίας της μπάντας.

Το άλμπουμ ανοίγει με το “Plainsong”, ένα κομμάτι γεμάτο συναισθηματικό βάρος και ηχητική μεγαλοπρέπεια. Οι δυναμικές γραμμές από synths και κιθάρες δημιουργούν ένα καθηλωτικό τοπίο. Το κομμάτι αυτό ορίζει την αισθητική και την κατεύθυνση που ακολουθεί το υπόλοιπο άλμπουμ. Η διάρκεια του δίσκου φτάνει τα 70 λεπτά, όμως η ροή του παραμένει συνεκτική. Το “Disintegration” καταφέρνει να μεταδώσει εσωτερική ένταση χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές. Αντιθέτως, η λεπτομέρεια και η συγκράτηση ενισχύουν το βάθος του.
Η σύνθεση των κομματιών είναι αποτέλεσμα ωριμότητας. Ο Robert Smith αξιοποιεί κάθε στοιχείο —από τις μελωδίες μέχρι τους στίχους— για να αποδώσει την αίσθηση μιας προσωπικής κατάρρευσης με τρόπο καθολικό. Το “Disintegration” γίνεται μια μουσική αφήγηση που αγγίζει τον ακροατή χωρίς επιτήδευση. Η σύνδεση ανάμεσα στη μελωδία και τη θεματική του θλίψης είναι σχεδόν τελετουργική. Γι’ αυτό και το “Disintegration” θεωρείται, δικαίως, ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ των The Cure — και της εποχής του.
Ύστερα από την κυκλοφορία του “Disintegration”, οι The Cure υιοθέτησαν έναν πιο αργό ρυθμό παραγωγής. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μέχρι το 2008, κυκλοφόρησαν πέντε άλμπουμ μέσα σε 24 χρόνια, ενώ είχαν παρουσιάσει οκτώ έργα μέσα στην προηγούμενη δεκαετία. Παράλληλα, η αυξημένη τους δημοτικότητα απαιτούσε μεγαλύτερες περιοδείες και παραγωγές, κάτι που απορροφούσε σημαντικό μέρος του χρόνου τους.
Η επιτυχία έδωσε επίσης στον Robert Smith και στην υπόλοιπη μπάντα τη δυνατότητα να περνούν περισσότερο χρόνο στο στούντιο. Είχαν πλέον την άνεση να δουλεύουν χωρίς πίεση, με διαλείμματα ανάμεσα στις ηχογραφήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν άλμπουμ με ευρύτερο ήχο και μεγαλύτερη διάρκεια.
Το “Wish”, που κυκλοφόρησε το 1992, είναι ένα από τα πιο εμπορικά επιτυχημένα άλμπουμ της καριέρας τους. Περιλαμβάνει το δημοφιλές “Friday I’m In Love”, ένα από τα πιο γνωστά τους singles. Η μουσική κατεύθυνση εδώ παραμένει ευρεία, διατηρώντας την πολυστυλισμική προσέγγιση του “Disintegration”, αν και με πιο έντονα rock χαρακτηριστικά. Οι κιθάρες είναι πιο μπροστά στη μίξη και οι ρυθμοί χτυπούν με μεγαλύτερη ένταση. Το “Wish” δεν είναι grunge, αλλά φέρει μια σκληρότερη επιφάνεια που το συνδέει με το alt-rock των αρχών της δεκαετίας.
Τραγούδια όπως τα “High” και “Friday I’m In Love” έχουν άμεση απήχηση. Οι The Cure εδώ αποφεύγουν τις πιο σκοτεινές αναφορές του goth ύφους που χαρακτήριζαν παλαιότερα έργα τους. Παράλληλα, διατηρούν τη συνθετική τους ταυτότητα σε τραγούδια όπως το “Open”, με τον έντονο ρυθμό του, και το “From the Edge of the Deep Green Sea”, που εξελίσσεται σε ένα από τα πιο επιβλητικά κομμάτια του δίσκου.
Το “Wish” ισορροπεί ανάμεσα σε ραδιοφωνικά hits και βαθύτερες διαδρομές. Αν και δεν θεωρείται το αποκορύφωμα της δισκογραφίας τους, λειτούργησε σαν φυσικό σημείο κορύφωσης μιας εποχής που έκλεινε. Παρέμεινε όμως ένα άλμπουμ-ορόσημο και με έναν με ήχο άκρως αναγνωρίσιμο.
Κάθε συγκρότημα έχει μια δουλειά που θεωρείται η πιο αδύναμη στη δισκογραφία του· για τους The Cure, αυτή είναι το “Wild Mood Swings”. Το άλμπουμ διατηρεί μερικές αξιόλογες στιγμές, όμως η συνολική του εικόνα θα ήταν πιο συμπαγής αν είχε κυκλοφορήσει ως EP. Ο Robert Smith και ο Perry Bamonte, οι βασικοί συντελεστές εκείνης της περιόδου, ανέλαβαν την κατεύθυνση του δίσκου μετά την αποχώρηση του ντράμερ Boris Williams και του κιθαρίστα Porl Thompson.
Η μπάντα είχε ήδη υιοθετήσει τη λογική της αφθονίας, με τα “Wish” και “Disintegration” να περιλαμβάνουν μακροσκελή κομμάτια, ενώ το “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” είχε 17 κομμάτια. Αυτή η προσέγγιση επανεμφανίζεται και στο “Wild Mood Swings”, χωρίς την απαραίτητη συνοχή. Αν και ο τίτλος του δίσκου αποτυπώνει σωστά την κατεύθυνσή του, η εναλλαγή διαθέσεων είναι συχνά άναρχη.

Το άλμπουμ ξεκινά με το “Want”, ένα κομμάτι που θυμίζει τις σκοτεινές ρίζες των The Cure. Ωστόσο, από εκεί και πέρα, ακολουθεί μια σειρά από ασταθείς εναλλαγές. Τα trip-hop στοιχεία του “Strange Attraction” δεν ηχούσαν ιδιαίτερα φρέσκα ούτε την εποχή της κυκλοφορίας, και σήμερα φαντάζουν ακόμα πιο ξεπερασμένα. Το “Mint Car” διακρίνεται για τον τόνο του, όμως απομακρύνεται από τη γενική αίσθηση του άλμπουμ. Το “The 13th” φέρνει στο νου το “The Caterpillar”, χωρίς όμως την ίδια πρωτοτυπία ή ζωντάνια. Πολλά τραγούδια δείχνουν να μην ανήκουν στο ίδιο έργο, με αποτέλεσμα το σύνολο να μοιάζει διάσπαρτο. Η διάρκεια επίσης λειτουργεί αποθαρρυντικά, καθώς το υλικό θα μπορούσε να είχε περιοριστεί σημαντικά.
Μετά τη χαοτική προσέγγιση του “Wild Mood Swings”, οι The Cure βρέθηκαν μπροστά σε μια ευκαιρία επαναπροσδιορισμού. Τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την κυκλοφορία του “Bloodflowers” το 2000 φαίνεται πως τους οδήγησαν πίσω σε πιο σκοτεινές εκφράσεις, θυμίζοντας αισθητικά τα “Faith”, “Disintegration” και “Pornography”. Το “Bloodflowers” αποτελεί το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ τους και είναι ίσως η τελευταία δουλειά που μπορεί κανείς να περιγράψει με ακρίβεια ως “goth”. Περιλαμβάνει πέντε κομμάτια λιγότερα από το “Wild Mood Swings”, αλλά έχει παρόμοια συνολική διάρκεια.
Τρία από τα τραγούδια ξεπερνούν τα επτά λεπτά. Το “Watching Me Fall” διαρκεί έντεκα λεπτά και χτίζεται πάνω σε ένα βαρύ, σταθερό μουσικό μοτίβο που παραπέμπει στον ήχο του Trent Reznor. Η παρατεταμένη διάρκεια λειτουργεί υπέρ του συναισθηματικού φορτίου του κομματιού. Η συνολική αίσθηση θυμίζει τα “Disintegration” και “Wish”, κυρίως ως προς την ατμοσφαιρική ανάπτυξη. Ωστόσο, εδώ δεν υπάρχουν singles με άμεση εμπορική απήχηση, όπως το “Friday I’m In Love” ή το “Lovesong”. Δεν περιλαμβάνεται ούτε ένα τραγούδι με λέξη “love” στον τίτλο του, στοιχείο ασυνήθιστο για τους The Cure.
Τα singles “Maybe Someday” και “Out of This World” διαφέρουν από τα συνηθισμένα radio-friendly κομμάτια της μπάντας. Το δεύτερο χρειάζεται χρόνο για να αποκαλύψει τη μελωδία του, μέσα από dream-pop ατμόσφαιρες. Το πρώτο, πιο σταθερό σε δομή, έχει ήπια ένταση αλλά παραμένει χαρακτηριστικό του δίσκου.
Το άλμπουμ παρουσιάζει μια ελαφρά κάμψη στο μέσο τμήμα του. Τα “There Is No If” και “The Loudest Sound” είναι πιο υποτονικά σε σχέση με τα υπόλοιπα, χωρίς ωστόσο να χαλούν την ενότητα του έργου. Η τελική εντύπωση αποκαθίσταται με το “Bloodflowers”, ένα μελαγχολικό και φορτισμένο κλείσιμο που φέρνει στη μνήμη τις πιο ώριμες στιγμές των The Cure.
Το 2004, οι The Cure κυκλοφόρησαν το αυτοτιτλοφορούμενο άλμπουμ τους, μια κίνηση που συχνά ερμηνεύεται ως συμβολική δήλωση ταυτότητας. Η πράξη αυτή παραπέμπει συνήθως σε έργο που αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την καλλιτεχνική φυσιογνωμία ενός συγκροτήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το “The Cure” μοιάζει να ακολουθεί διαφορετική λογική.
Το άλμπουμ ήρθε μετά το “Bloodflowers”, μια προσπάθεια επανασύνδεσης με τον πιο σκοτεινό και μελαγχολικό ήχο του παρελθόντος. Εδώ, οι The Cure δείχνουν να πειραματίζονται με τον ήχο της εποχής, συνεργαζόμενοι με τον παραγωγό Ross Robinson. Εκείνος είχε ήδη συνδεθεί με πιο σκληροπυρηνικά acts, όπως οι Korn, γεγονός που έδωσε στο άλμπουμ ένα πιο έντονο, “ζωντανό” χαρακτήρα. Ο Robert Smith είχε εμφανιστεί ένα χρόνο πριν ως καλεσμένος σε τραγούδι των Blink-182, προσθέτοντας ακόμη ένα στοιχείο στο πλαίσιο της σύγχρονης ανανέωσης του ήχου της μπάντας. Παρά τα διαφορετικά σημεία αναφοράς, το “The Cure” δεν υιοθετεί το στυλ του nu-metal και παραμένει, σε γενικές γραμμές, εντός των γνώριμων πλαισίων του συγκροτήματος.

Η σύνθεση της μπάντας εκείνη την εποχή περιελάμβανε βασικά μέλη του κλασικού line-up. Η συνοχή διατηρείται σε κάποιο βαθμό, αν και η ατμόσφαιρα του άλμπουμ έχει πιο ανάλαφρη διάθεση. Τα τραγούδια είναι σύντομα και έχουν έντονη pop αίσθηση, μακριά από τις συνθετικά περίπλοκες δομές του παρελθόντος. Το άλμπουμ λειτουργεί περισσότερο σαν καταγραφή μιας φάσης δημιουργικής ισορροπίας. Οι The Cure δείχνουν να προχωρούν χωρίς πίεση και χωρίς να επιδιώκουν να αναμετρηθούν με το παρελθόν. Αυτή η στάση προσδίδει στο έργο έναν ήσυχο χαρακτήρα, που παρότι δεν εκπροσωπεί απαραίτητα την κορυφή της δημιουργίας τους, αποτυπώνει με ειλικρίνεια τη στιγμή στην οποία βρίσκονταν.
Το “4:13 Dream”, που κυκλοφόρησε το 2008, είναι μέχρι σήμερα το προτελευταίο στούντιο άλμπουμ των The Cure. Παρότι κανένας δίσκος τους δεν χαρακτηρίζεται ως απόλυτη αποτυχία, αυτός αποτελεί ένα από τα λιγότερο δυνατά σημεία της δισκογραφίας τους. Οχτώ χρόνια μετά το “The Cure”, η νέα αυτή κυκλοφορία άσησε ανάμεικτες εντυπώσεις. Ο ήχος του άλμπουμ δείχνει να είναι πιο ανάλαφρος και ποπ σε σχέση με προηγούμενες δουλειές. Ωστόσο, δεν διαθέτει την απαραίτητη στιβαρότητα στην παραγωγή, κάτι που επηρεάζει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των μελωδιών. Τα hooks υπάρχουν, όμως πολλές φορές μοιάζουν ημιτελή ή ανολοκλήρωτα.
Το εναρκτήριο “Underneath the Stars” ξεχωρίζει ως το πιο ατμοσφαιρικό και ώριμο κομμάτι του άλμπουμ. Η έναρξη αυτή θέτει υψηλές προσδοκίες, τις οποίες τα υπόλοιπα τραγούδια δυσκολεύονται να φτάσουν. Αν και κάποια σημεία θυμίζουν την αισθητική του “Wish”, η συνολική δυναμική μένει πίσω. Η δομή του δίσκου και η ενορχήστρωση δείχνουν κατεύθυνση, όμως συχνά λείπει η ένταση που θα έδινε στα κομμάτια βάρος και διάρκεια. Τα τραγούδια δεν στερούνται ιδεών, αλλά ο αντίκτυπός τους εξασθενεί όσο προχωρά η ακρόαση.
Το “4:13 Dream” δεν κατάφερε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στο σύνολο της δισκογραφίας των The Cure. Αν και δεν στερείται ενδιαφέροντος, δεν διαθέτει αρκετή συνοχή για να συγκριθεί με τις πιο σημαντικές φάσεις της μπάντας. Ωστόσο, με νέες συνθέσεις να βρίσκονται σε αναμονή για περισσότερο από μια δεκαετία, είναι ξεκάθαρο πως η δημιουργική πηγή δεν έχει στερέψει. Το “4:13 Dream” μπορεί να μην αποτελεί τον καταληκτικό δίσκο που του αρμόζει ιστορικά, όμως παραμένει ένα κεφάλαιο που περιμένει τη συνέχεια.
Δεκαέξι χρόνια μετά το “4:13 Dream”, οι The Cure επανέρχονται με το “Songs of a Lost World”, επιβεβαιώνοντας την προσμονή που συνόδευε για χρόνια τα λόγια του Robert Smith. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ο Smith έκανε λόγο για πληθώρα νέων άλμπουμ – σε συνεντεύξεις αναφέρθηκαν από ένα έως και τέσσερα διαφορετικά έργα. Μέχρι σήμερα, έχει κυκλοφορήσει μόνο το ένα, αλλά σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου, η αναμονή για το επόμενο δεν θα είναι τόσο μεγάλη.

Το “Songs of a Lost World” αντλεί στοιχεία από το παρελθόν της μπάντας, τόσο ηχητικά όσο και θεματικά. Η σύνδεση με τα “Disintegration” και “Bloodflowers” είναι ξεκάθαρη. Η ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και βαριά, και τα θέματα περιστρέφονται γύρω από τη φθορά και την απώλεια. Η εμπειρία της γήρανσης, που εξερευνήθηκε και σε προηγούμενα άλμπουμ, επιστρέφει με διαφορετικό χρώμα: όχι πια φόβος για το μέλλον, αλλά πένθος για όσα χάθηκαν.
Η δημιουργία του δίσκου επηρεάστηκε από προσωπικές απώλειες. Ο θάνατος φίλων και συγγενών του Smith διαμόρφωσε το συναισθηματικό πλαίσιο των τραγουδιών. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο γεμάτο θλίψη, χωρίς να στερείται ομορφιάς. Κομμάτια όπως το “Alone” και το “A Fragile Thing” μεταφέρουν μια στοιχειωμένη γαλήνη που συνοδεύει το συγκρότημα εδώ και δεκαετίες. Το άλμπουμ κλείνει με το “Endsong”, μια σύνθεση που ξεχωρίζει για τη δύναμη της. Το τραγούδι αυτό συγκαταλέγεται ήδη στις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας τους. Η συνθετική του πληρότητα εντυπωσιάζει, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το βάθος και την ποιότητα που έχουν ήδη κατακτήσει οι The Cure.