Βρισκόμαστε στις αρχές των ‘60s και η βρετανική δισκογραφική βιομηχανία δεν συνηθίζει να ρισκάρει με άγνωστους καλλιτέχνες. Ο τρόπος που λειτουργεί βασίζεται στη μείωση του ρίσκου, στον έλεγχο των εξόδων και στη γρήγορη αναζήτηση της επόμενης άμεσης επιτυχίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκε και μια νεαρή μπάντα από το Liverpool, άπειρη, με χαλαρή – η και μηδενική – οργάνωση και χωρίς σαφή εικόνα για το πώς ήθελε να παρουσιαστεί. Η απόρριψή της από μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία έμελλε να μείνει στην ιστορία ως παράδειγμα εταιρικής κοντόφθαλμης σκέψης. Ο λόγος για τους Beatles και την Decca Records.
Η οντισιόν που αργότερα έμεινε στην ιστορία αντιμετωπίστηκε αρχικά ως μια τυπική διαδικασία. Αποτελούσε μέρος της συνολικής προσπάθειας του μάνατζερ της μπάντας να εξασφαλίσει μια ευκαιρία για ηχογράφηση. Πολλές εταιρείες είχαν ήδη κλείσει την πόρτα, ενώ μία δισκογραφική δέχτηκε να τους ακούσει, ζητώντας μια audition προσαρμοσμένη στα δικά της δεδομένα. Αυτή η επιλογή διαμόρφωσε τα πάντα σε ένα πολύ στενό πλαίσιο και επηρέασε σημαντικά το τελικό αποτέλεσμα.
Έτσι, αντί να παρουσιάσουν το δυναμικό στυλ που είχε χτίσει τη φήμη τους στα κλαμπ του Liverpool, η οντισιόν στήθηκε με σκοπό να αναδείξει την ευελιξία τους. Το σετ έγειρε προς πιο γνώριμο υλικό, το οποίο οι διευθυντές θα αναγνώριζαν και, θεωρητικά, θα έβρισκαν εμπορικό. Ήταν μια μάλλον συντηρητική επιλογή, που τελικά αποδυνάμωσε το βασικό τους πλεονέκτημα. Αντί να φωτίσει όσα έκαναν τους Beatles να ξεχωρίζουν ανάμεσα σε δεκάδες παρόμοιες μπάντες, η εμφάνιση έδειξε πόσο εύκολα μπορούσαν να προσαρμοστούν. «Ουσιαστικά επρόκειτο για μια οντισιόν φτιαγμένη για να αρέσουν και όχι για να κινήσουν το ενδιαφέρον», σχολίασε αργότερα άνθρωπος της βιομηχανίας. Αυτή η προσέγγιση βοηθά να καταλάβει κανείς γιατί οι κασέτες δεν κατάφεραν να ενθουσιάσουν. Δεν ακούγονταν κακές. Ακούγονταν συνηθισμένες.
Το ζήτημα είναι ότι το ίδιο το στούντιο λειτούργησε ως πρόβλημα. Η μπάντα βρισκόταν ακόμη στη φάση όπου μάθαινε πώς λειτουργεί η ηχογράφηση, αφού μέχρι τότε είχε συνηθίσει να παίζει σε χώρους όπου η ένταση και η ταχύτητα είχαν μεγαλύτερη σημασία από την ακρίβεια. Στο στούντιο, όμως, ισχύουν άλλοι κανόνες. Κάθε δισταγμός ακούγεται και κάθε ανισορροπία μένει. Για συγκροτήματα σε αυτή τη φάση, η απόσταση ανάμεσα στη σκηνή και την ηχογράφηση είναι συχνά μεγάλη, και εδώ φάνηκε καθαρά.
Όσοι τους άκουσαν εκείνη την ημέρα φαίνεται πως έδωσαν λιγότερη σημασία στα τραγούδια και περισσότερη στο αν το συγκρότημα μπορούσε να σταθεί σωστά σε αυτές τις συνθήκες. Ο ρυθμός ήταν ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχόλησαν, το timing δεν ήταν σταθερό και οι ηχογραφήσεις έδειχναν να μην έχουν την ένταση που θα κέρδιζε το κοινό στις ζωντανές εμφανίσεις. Αυτές οι επιφυλάξεις μπορεί να μην καταγράφηκαν επίσημα στην απόρριψη, αλλά συζητήθηκαν χαμηλόφωνα μεταξύ όσων συμμετείχαν στη διαδικασία.
Η ίδια η απόφαση κινήθηκε στη γνωστή λογική της τότε μουσικής βιομηχανίας. Μια άλλη μπάντα πέρασε από οντισιόν περίπου την ίδια περίοδο. Ήταν τοπική, πιο εύκολη στον προγραμματισμό και πιο οικονομική στη διαχείριση. Για μια δισκογραφική που δούλευε με περιορισμένο μπάτζετ, αυτά είχαν σημασία. Η απόσταση σήμαινε μεγαλύτερα έξοδα. Τα έξοδα σήμαιναν περισσότερο ρίσκο. Το ταλέντο από μόνο του σπάνια αρκούσε για να ανατρέψει τέτοιες σκέψεις.
Με τα χρόνια, μια φράση κατέληξε να συνοψίζει το αποτέλεσμα και αποδίδεται σε ανώτερο στέλεχος που φέρεται να είπε στον μάνατζερ του συγκροτήματος πως τα σχήματα με κιθάρες έχαναν τη δυναμική τους. Το αν τα λόγια ειπώθηκαν ακριβώς έτσι παραμένει ανοιχτό. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι αυτή η άποψη εξέφραζε μια γενικότερη αβεβαιότητα μέσα στη βιομηχανία. Οι μουσικές τάσεις άλλαζαν γρήγορα. Τα στελέχη δίσταζαν να δεσμευτούν με συγκροτήματα που χρειάζονταν χρόνο για να εξελιχθούν. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Decca Records δεν ήταν η μόνη που τις απέρριψε. Οι Beatles συνάντησαν δυσκολίες σε ολόκληρο τον κλάδο. Οι πόρτες έκλειναν η μία πίσω από την άλλη και το εστιάσουμε μόνο σε μία απόρριψη κρύβει το πόσο συνηθισμένη ήταν αυτή η εμπειρία για νέους καλλιτέχνες εκείνη την περίοδο.
Σήμερα είναι εύκολο να χαρακτηρίσουμε την αρχική απόφαση ως ιστορικό λάθος. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι το αποτέλεσμα ήταν ορατό από την αρχή. Η δισκογραφική αξιολόγησε όσα άκουσε, τα συνέκρινε με το κόστος και την πρακτικότητα και κατέληξε στην επιλογή με το μικρότερο ρίσκο. Από μια καθαρά επιχειρηματική σκοπιά, η απόφαση είχε τη λογική της. Η ειρωνεία είναι πως η απόρριψη τελικά λειτούργησε προς όφελος των Beatles. Τους οδήγησε σε μια συνεργασία που άφηνε χώρο για πειραματισμό, στήριζε τη δημιουργία δικών τους τραγουδιών και επέτρεπε την εξέλιξή τους.
Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από όλη την ιστορία είναι ότι οι δημιουργικές καινοτομίες σπάνια εμφανίζονται σε ολοκληρωμένη μορφή. Χρειάζονται χρόνο, κατάλληλες συνθήκες και συχνά μερικές κλειστές πόρτες. Σε αυτή την περίπτωση, η βιομηχανία βρέθηκε απέναντι σε ένα έργο σε εξέλιξη και το αντιμετώπισε ως τέτοιο. Η συγκεκριμένη απόφαση δεν έβαλε τέλος στην πορεία της μπάντας. Λειτούργησε ως καθυστέρηση, αρκετή ώστε να της δώσει τον χρόνο να εξελιχθεί σε κάτι πολύ πιο δύσκολο να αγνοηθεί.
