Το 1990 οι Annihilator βρέθηκαν σε κομβικό σημείο. Είχαν ήδη συστηθεί με το “Alice in Hell” και έπρεπε να δείξουν ότι δεν ήταν απλώς μια ευχάριστη έκπληξη από τον Καναδά. Το “Never, Neverland” ήρθε ως η απάντηση: ένα άλμπουμ με μαγικές κιθάρες, θεματικές που δεν ακολουθούσαν την πεπατημένη και έναν καινούριο τραγουδιστή που έδωσε άλλο χαρακτήρα στον ήχο. Η πορεία του στις πωλήσεις μπορεί να μην το τοποθέτησε στην κορυφή των charts, αλλά η φήμη του έμεινε ζωντανή για δεκαετίες.
Στα τέλη των ’80s το thrash metal άλλαζε ταχύτητα. Οι Metallica είχαν φέρει το είδος στα «μεγάλα σαλόνια», οι Megadeth και οι Slayer έδειχναν πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει σε τεχνική και ένταση, ενώ γύρω τους ξεπετάγονταν νέες μπάντες που δοκίμαζαν διαφορετικές κατευθύνσεις. Σε αυτό το σκηνικό, οι Annihilator έκαναν αισθητή παρουσία με το πειθαρχημένο τους παίξιμο και συνθέσεις που έμοιαζαν σχεδιασμένες με διαβήτη και μοιρογνωμόνιο. Το πρώτο τους άλμπουμ πήγε πολύ καλύτερα απ’ όσο περίμενε κανείς για ένα συγκρότημα από τον Καναδά, κι αυτό έδωσε στη Roadrunner Records το κίνητρο να τους δώσει μεγαλύτερη ώθηση για τη δεύτερη κυκλοφορία τους.
Η επιτυχία αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε στον χώρο του thrash metal. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πρόταση που δέχτηκε ο Jeff Waters από τον Dave Mustaine. Mετά την κυκλοφορία του “Alice in Hell,” οι Megadeth σκέφτηκαν να τον εντάξουν στη θέση του κιθαρίστα, που τελικά κατέληξε στον Marty Friedman. Ο Waters αρνήθηκε, επιμένοντας να ακολουθήσει το δικό του όραμα με τους Annihilator. Το γεγονός αυτό, όμως, δείχνει πόσο σοβαρά τον έβλεπαν οι υπόλοιποι του εκείνη την εποχή.

Η πιο σημαντική αλλαγή στο “Never, Neverland” ήταν η παρουσία του Coburn Pharr στα φωνητικά. Η πιο μελωδική και κλασική heavy metal ερμηνεία του ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το πιο ωμό στυλ του Randy Rampage. Για τον Jeff Waters, αυτή ήταν συνειδητή επιλογή, καθώς ήθελε έναν τραγουδιστή που θα μπορούσε να σταθεί στην ένταση του thrash και ταυτόχρονα να κάνει πιο προσβάσιμο το υλικό, χωρίς να χαθεί η δυναμική του συγκροτήματος. Έτσι προέκυψε μια μίξη που έκανε κομμάτια όπως τα “The Fun Palace” και “Stonewall” να ξεχωρίζουν.
Ο τίτλος του άλμπουμ έδειχνε και την τάση του Jeff Waters να ψάχνει θεματικές πέρα από τις συνηθισμένες κατευθύνσεις του thrash. Το “Never, Neverland” παρέπεμπε σε φυγή από την πραγματικότητα, σε ψυχικές δυσκολίες και στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και την αλήθεια. Παρότι δεν ήταν concept album, οι στίχοι έδειχναν μια πιο έντονη ενασχόληση με την ψυχολογία και την κοινωνία σε σχέση με πολλά άλλα άλμπουμ της περιόδου.
Η μπάντα μπήκε στα Vancouver Studios στις αρχές του 1990, με τον Jeff Waters να αναλαμβάνει πολλούς ρόλους: συνθέτης, κιθαρίστας, μπασίστας και συμπαραγωγός μαζί με τον Glen Robinson. Ο έλεγχός του στη διαδικασία έδωσε στον δίσκο ένα επίπεδο λεπτομέρειας που δεν συνηθιζόταν τότε. Την εποχή που πολλά thrash άλμπουμ στηρίζονταν στη σκληράδα, το “Never, Neverland” επέλεξε καθαρό ήχο. Κάθε riff και κάθε ρυθμός ηχογραφήθηκαν με ακρίβεια, κάτι που δίχασε μέρος του κοινού, αλλά με τα χρόνια έγινε βασικό στοιχείο της ομορφιάς του άλμπουμ.
Η κυκλοφορία του άλμπουμ συνέπεσε με μία από τις πιο δυνατές περιοδείες στην ιστορία του metal. Οι Annihilator ξεκίνησαν με δικές τους εμφανίσεις και στη συνέχεια βρέθηκαν στην περιοδεία “Painkiller” των Judas Priest, όπου μαζί τους ήταν και οι Pantera με το “Cowboys from Hell.” Το να μοιραστούν τη σκηνή με δύο μπάντες που εκείνη τη χρονιά έβγαλαν δίσκους-σταθμούς έδωσε στους Annihilator μια προβολή που οι περισσότερες νέες μπάντες δεν θα έβλεπαν εύκολα. Οι σχεδόν 100 συναυλίες σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική τους έφεραν μπροστά σε τεράστιο κοινό για να αποδείξουν αν η προσεγμένη δουλειά τους στο στούντιο μπορούσε να σταθεί και στη σκηνή. Και τα κατάφεραν.
Τα στοιχεία των πωλήσεων δείχνουν μόνο ένα μέρος της εικόνας. Το “Never, Neverland” πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα – αριθμός ιδιαίτερα καλός για μια καναδική thrash μπάντα – αλλά δεν έφτασε τα επίπεδα του “Rust in Peace” των Megadeth ή του “Seasons in the Abyss” των Slayer, που ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο. Η μουσική τους είχε τη δύναμη να σταθεί απέναντι στους μεγάλους, όμως οι συνεχείς αλλαγές στη σύνθεση και η περιορισμένη προώθηση δεν άφησαν τους Annihilator να κρατήσουν την ίδια δυναμική.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Jeff Waters κράτησε ουσιαστικά μόνος του τον πυρήνα μιας μπάντας που άλλαζε συνεχώς πρόσωπα. Δίσκοι όπως τα “Set the World on Fire” και “King of the Kill” βρήκαν το κοινό τους, όμως το “Never, Neverland” έμεινε το μέτρο σύγκρισης και το σημείο αναφοράς. Και όχι τις εμπορικές του επιδώσεις, αλλά για αποτυπώνει τη στιγμή που οι Annihilator μοιράστηκαν τη σκηνή με την ελίτ του meta, τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά.