Σε πρώτο επίπεδο, το Brick μοιάζει με μια απλή άσκηση ύφους: ένα noir σενάριο τοποθετημένο σε αμερικανικό λύκειο. Ένας νεαρός μοναχικός μαθητής, ο Brendan (Joseph Gordon-Levitt), ερευνά τον θάνατο της πρώην του, Emily, μπλέκοντας σε έναν λαβύρινθο από ναρκωτικά, μυστικά και προδοσίες. Όμως, πίσω από αυτό το high-concept περίβλημα, η ταινία κρύβει μια τρομερή εφευρετικότητα. Όχι μόνο γιατί ξέρει το είδος που αναπαράγει, αλλά γιατί το μεταφράζει με πίστη και σεβασμό σε έναν σύγχρονο, αυθεντικό μικρόκοσμο.
Η γλώσσα της ταινίας είναι από μόνη της ένα εμπόδιο και ταυτόχρονα ένας θησαυρός.
Ο Brendan δεν είναι ένας έφηβος-ντετέκτιβ τύπου Nancy Drew. Είναι βουβός, κουρασμένος, εσωστρεφής, με φριχτά κίνητρα και σχεδόν καμία ελπίδα. Ο τρόπος που μιλάει, κινείται και αλληλεπιδρά είναι παλιομοδίτικος, σχεδόν εξωγήινος για το περιβάλλον ενός γυμνασίου. Κι όμως, ο κόσμος γύρω του προσαρμόζεται σιωπηλά σε αυτή τη γραμμή. Το Brick δεν επιδιώκει να κάνει πλάκα με το concept. Δεν είναι παρωδία. Είναι 100% σοβαρό. Και ίσως αυτό είναι που το κάνει τόσο ακατανόητο και δύσκολο να καταταχθεί.
Η γλώσσα της ταινίας είναι από μόνη της ένα εμπόδιο και ταυτόχρονα ένας θησαυρός. Οι διάλογοι είναι πυκνοί, γεμάτοι αργκό, σκοτεινά νοήματα και φράσεις που ανήκουν περισσότερο σε hardboiled pulp μυθιστόρημα παρά σε έφηβους του 2005. Όποιος προσπαθήσει να “καταλάβει” τα πάντα από την πρώτη προβολή, θα κουραστεί. Αλλά όποιος δεχτεί να βυθιστεί σε αυτό το ιδίωμα, θα ανακαλύψει έναν πλήρως δομημένο κόσμο, όπου κάθε λέξη έχει βάρος και κάθε παύση λέει περισσότερα από οποιαδήποτε περιγραφή.

Το εξαιρετικά χαμηλό budget (περίπου 500.000 δολάρια) δεν εμποδίζει καθόλου τη δύναμη της σκηνοθεσίας. Αντίθετα, το Brick εκμεταλλεύεται τους περιορισμούς του για να χτίσει μια σκληρή, μινιμαλιστική αισθητική. Τα γυρίσματα έγιναν σχεδόν εξολοκλήρου στο παλιό λύκειο του Rian Johnson, με φυσικό φωτισμό, χωρίς περίτεχνες κινήσεις κάμερας ή φανταχτερό στήσιμο. Κι όμως, κάθε κάδρο έχει σημασία. Ο φακός επικεντρώνεται στα πρόσωπα, στα μάτια, στις παύσεις, θυμίζοντας παλιά noir αισθητική.
Είναι ένα προσωπικό πείραμα, ένα έργο μεταμφιεσμένο σε genre piece, που στην ουσία του είναι υπαρξιακό.
Ο Joseph Gordon-Levitt, φρέσκος τότε από τηλεοπτικά sitcom, παραδίδει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Το βλέμμα του είναι πάντα φορτισμένο, το σώμα του μονίμως σφιγμένο, σαν να κουβαλά ενοχές που δεν ειπώνονται ποτέ ρητά. Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου συναισθηματισμός στον τρόπο που χειρίζεται το πένθος. Ο Brendan δεν ψάχνει λύτρωση, μόνο αλήθεια. Και η αλήθεια δεν είναι λυτρωτική. Όμως γιατί το Brick παραμένει τόσο υποτιμημένο;
Κατ’ αρχάς, κυκλοφόρησε σε μια εποχή που το indie σινεμά της Αμερικής γύριζε γύρω από ρομαντικές κωμωδίες, mumblecore και την άνθηση του digital. Μια ασπρόμαυρη ψυχολογία γεμάτη σιωπή και noir ηθική φαινόταν παλιομοδίτικη. Ούτε είχε το shock value του Oldboy ούτε το gloss του Donnie Darko. Το Brick ήταν δύσκολο, παράδοξο, απαιτητικό. Δεν φώναζε, αλλά υπέβαλε. Και τα φιλμ που υποβάλλουν χρειάζονται χρόνο – χρόνο που λίγοι του έδωσαν τότε.

Επιπλέον, δεν βρήκε ποτέ “κύμα” για να ενταχθεί. Δεν ανήκει στα high school dramas, γιατί δεν έχει δράμα. Δεν ανήκει στα crime thrillers, γιατί δεν έχει εξάρσεις βίας ή παραδοσιακή κορύφωση. Είναι ένα προσωπικό πείραμα, ένα έργο μεταμφιεσμένο σε genre piece, που στην ουσία του είναι υπαρξιακό. Το τέλος της ταινίας δεν δίνει καμία ικανοποίηση. Αντίθετα, αφήνει τον Brendan μόνο, πιο μόνο από ποτέ, με το μόνο “δώρο” του να είναι η αποκάλυψη ενός κόσμου όπου τίποτα δεν ήταν όπως νόμιζε.
Είναι ένα φιλμ που χρειάζεται αποκωδικοποίηση – όχι γιατί είναι δήθεν, αλλά γιατί είναι βαθύ.
Μετά το Brick, ο Rian Johnson ακολούθησε τον δρόμο προς τη mainstream επιτυχία με το Looper και το Star Wars: The Last Jedi, αλλά για πολλούς παραμένει εκείνος ο σκηνοθέτης που “κάποτε έφτιαξε ένα μικρό noir αριστούργημα”. Και ίσως το μεγαλύτερο παράδοξο είναι ότι το Brick, αν και γυρισμένο με φθηνά μέσα και περιορισμένο καστ, παραμένει η πιο προσωπική, αυθεντική και εσωτερική ταινία του.
Το Brick δεν έχει fanbase που ντύνεται σαν τους χαρακτήρες του. Δεν έγινε viral. Δεν μετατράπηκε σε cult φαινόμενο στα social media. Αλλά συνεχίζει να υπάρχει. Να επιστρέφει σιωπηλά, κάθε φορά που κάποιος ψάχνει κάτι που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο. Είναι ένα φιλμ που χρειάζεται αποκωδικοποίηση – όχι γιατί είναι δήθεν, αλλά γιατί είναι βαθύ.