Celtic Frost: Into the Pandemonium | Ένα παράξενο αριστούργημα
Καμία μπάντα δεν υπογράφει συμβόλαιο για να καταρρεύσει. Όμως το 1987, τρεις μουσικοί από την Ελβετία μπήκαν σε ένα στούντιο στο Βερολίνο με υλικό που κανείς γύρω τους δεν ήθελε να ακούσει. Ούτε οι παραγωγοί, ούτε η δισκογραφική, ούτε και το κοινό που είχε μάθει να περιμένει ογκώδεις κιθάρες και προβλέψιμο θυμό. Το “Into the Pandemonium” σχεδιάστηκε σαν εσωτερική ανατροπή. Από το εξώφυλλο με τον πίνακα του Bosch μέχρι το άνοιγμα με μια διασκευή new wave κομματιού, κάθε επιλογή λειτουργούσε σαν παγίδα. Οι Celtic Frost μπήκαν εκεί για να αναμετρηθούν με τις αντοχές όλων – συμπεριλαμβανομένων και των δικών τους.
Την εποχή που η heavy μουσική προχωρούσε με στόχο την ταχύτητα, ένταση και τεχνική ακρίβεια, οι Celtic Frost επέλεξαν κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν ακολούθησαν σχέδιο βελτίωσης ή σταθερότητας, όπως έκαναν άλλες μπάντες της εποχής. Το “Into the Pandemonium” βασίστηκε σε μία σκόπιμη αποδιοργάνωση. Η συνοχή παραμερίστηκε και το αποτέλεσμα έμοιαζε περισσότερο με κατάρρευση παρά με εξέλιξη.
Το σχέδιο πίσω από το χάος
Πολύ πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, υπήρχε ήδη ένα μέρος του συνολικού οράματος. Ο Tom G. Warrior και ο Martin Eric Ain είχαν στο μυαλό τους μια τριλογία δίσκων από τη δημιουργία της μπάντας. Από τις πρώτες πρόβες μετά τη διάλυση των Hellhammer, δεν προσπαθούσαν απλώς να βρουν ήχο. Έφτιαχναν ένα πλάνο. Είχαν σημειώσει στίχους, θεματικές και ιδέες για εξώφυλλα αρκετά χρόνια νωρίτερα. Οι Celtic Frost δεν λειτουργούσαν σαν μια κλασική metal μπάντα. Αντιμετώπιζαν το συγκρότημα σαν οργανωμένο δημιουργικό έργο, με προεκτάσεις που δεν περιοριζόταν μόνο στο μουσικό πλαίσιο.
Ο σχεδιασμός είναι μια φάση. Η υλοποίηση, όμως, ειδικά όταν η δισκογραφική περιμένει κάτι διαφορετικό, είναι εντελώς άλλη υπόθεση. Η Noise Records ήθελε ένα άλμπουμ που να ενισχύσει τη θέση της στο thrash metal. Οι Celtic Frost, όμως, ετοίμαζαν κάτι που δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Το υλικό που συνέθεταν αγνοούσε σχεδόν όλους τους κανόνες του «εμπορικού» metal. Έβαλαν μέσα έγχορδα, οπερατικές φωνές, ηλεκτρονικά beats και γαλλική ποίηση. Ενσωμάτωσαν industrial ρυθμούς και εξώφυλλα τελείως διαφορετική από την καθιερωμένη αισθητική. Όλα αυτά έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις προσδοκίες της εταιρείας.

Η σύγκρουση με τη Noise είχε ξεκινήσει από νωρίς και εξελισσόταν σε ανοιχτή ρήξη. Οι Celtic Frost ήθελαν να συνεργαστούν με έμπειρο παραγωγό για το πολύπλοκο υλικό που ετοίμαζαν. Είχαν στο μυαλό τους ονόματα όπως οι Rick Rubin και Michael Wagener. Όμως τίποτα από αυτά δεν προχώρησε. Είτε επειδή δεν υπήρχε διαθεσιμότητα, είτε επειδή η εταιρεία δεν μπήκε στη διαδικασία. Έτσι, το συγκρότημα αναγκάστηκε να αναλάβει μόνο του την παραγωγή του άλμπουμ. Ο ήχος δεν είχε τη συνοχή μιας έμπειρης παραγωγής, όμως η κατεύθυνση ήταν σαφής και αδιαπραγμάτευτη.
Ηχογραφήσεις χωρίς δίχτυ ασφαλείας
Οι ηχογραφήσεις βγήκαν εκτός ελέγχου από την αρχή. Το τρίο ήταν νέο, χωρίς εμπειρία στο στούντιο και χωρίς καμία πρόθεση να προσαρμοστεί. Έφεραν μέσα οπερατικούς τραγουδιστές, ορχήστρες, μουσικούς από τη Μέση Ανατολή και avant-garde φωνές. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο περίπλοκη. Οι περισσότεροι απ’ όσους συμμετείχαν δεν ήξεραν καν ποιοι είναι οι Celtic Frost. Δεν υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης, ούτε κοινή γλώσσα για να εξηγήσουν τι ήθελαν. Κανείς δεν καταλάβαινε ακριβώς τι προσπαθούσαν να πετύχουν.
Οι άνθρωποι της δισκογραφικής είχαν σοκαριστεί. Όχι μόνο από τα κομμάτια και τις διαδικασίες, αλλά και από το ότι ο δίσκος άνοιγε με τη διασκευή του “Mexican Radio” των Wall of Voodoo. Το ίδιο το συγκρότημα δεν είχε συμφωνήσει ομόφων σε αυτό. Ο ντράμερ Reed St. Mark διαφώνησε ανοιχτά με την ιδέα της διασκευής. Οι πρώτες ηχογραφήσεις δεν τους ικανοποίησαν και το σχέδιο φάνηκε έτοιμο να εγκαταλειφθεί. Ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες, βρήκαν τελικά μια εκδοχή που τους έπεισε. Την κράτησαν και αποφάσισαν να την τοποθετήσουν στην αρχή του δίσκου.
Η μπάντα έβαλε μπροστά ό,τι θεωρούσε σωστό, χωρίς εξηγήσεις. Το “Into the Pandemonium” κινείται με πρόθεση να μπερδέψει. Η σειρά των κομματιών μοιάζει επίτηδες αποσπασματική. Ξεκινά με μια διασκευή που εκπλήσσει και συνεχίζει με διαρκείς μετατοπίσεις. Death-thrash riff δίνουν τη θέση τους σε goth και industrial περάσματα, σαν να παίζουν από διαφορετικό δίσκο. Kαμία διάθεση για ισορροπία. Καμία ανάγκη να τους καταλάβει κανείς.
Στο “Tristesses de la Lune“, ένα ποίημα του Baudelaire ακούγεται απαγγελλόμενο πάνω από έγχορδα που αντικαθιστούν εντελώς τις κιθάρες. Το “One in Their Pride” αντλεί στοιχεία από την αισθητική του hip hop. Όχι ως αστείο, αλλά ως σοβαρή, έστω άτεχνη, industrial δοκιμή. Το “I Won’t Dance” φέρνει φωνητικά επηρεασμένα από soul, με τον δικό του ρυθμό και ύφος. Τέλος, το “Rex Irae (Requiem)” μοιάζει με μικρής κλίμακας όπερα. Περιλαμβάνει ορχηστρικά μέρη, σόλο γαλλικού κόρνου και μια δραματική αφήγηση γύρω από έναν ετοιμοθάνατο βασιλιά.
Κάθε τραγούδι άνοιγε και μία νέα κουβέντα. Τίποτα δεν γράφτηκε για να γίνει αρεστό ή να «ταιριάξει». Ακόμα και όταν οι Celtic Frost ακουμπούσαν το παραδοσιακό heavy metal, όπως στο “Inner Sanctum“, το έκρυβαν καλά. Τοποθετούσαν τέτοια κομμάτια ανάμεσα σε παράξενες μουσικές στροφές που δεν ακολουθούσαν κανέναν αναγνωρίσιμο δρόμο.Εκεί που άλλοι κυνηγούσαν τον καθαρό ήχο, οι Ελβετοί κατέβαιναν στο υπόγειο με τα φώτα χαμηλωμένα, ψάχνοντας κάτι που δεν είχε ακόμη μορφή.
Η αντίδραση ήρθε γρήγορα και από παντού. Η Noise Records, που ήδη είχε περιορίσει τη στήριξή της στην παραγωγή, έκοψε και τα κονδύλια για την προώθηση. Αρνήθηκε κατηγορηματικά να στηρίξει την περιοδεία. Το βάρος των εξόδων έπεσε αποκλειστικά στο μάνατζμεντ του συγκροτήματος. Και αυτό, για μια μπάντα που τα μέλη της ήταν στα είκοσι τους, κουρασμένα από μήνες έντασης στο στούντιο, η κατάσταση έμοιαζε αδιέξοδη. Η ένταση κορυφώθηκε σε μια συναυλία στο Ντάλας, τον Δεκέμβριο του 1987. Εκεί, οι Celtic Frost κατέρρευσαν μπροστά στο κοινό, χωρίς να το περιμένει κανείς. Δεν προηγήθηκε ανακοίνωση, δεν ακολούθησε δελτίο τύπου. Απλώς όλα τελείωσαν. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς φινάλε.
Ο Warrior επανέφερε το όνομα αργότερα, χωρίς τον Ain και τον St. Mark. Κυκλοφόρησε το “Cold Lake”, ένα άλμπουμ που, μέχρι σήμερα, θεωρείται μια από τις πιο αποτυχημένες επιστροφές στον χώρο του metal. Η αντίδραση του κοινού ήταν άμεση και σκληρή. Η μπάντα έχασε σχεδόν κάθε ίχνος αξιοπιστίας. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι Celtic Frost είχαν μετατραπεί από σημείο αναφοράς σε παράδειγμα προς αποφυγή.
Η αργή αποκατάσταση ενός παράξενου αριστουργήματος
Η ιστορία στάθηκε τελικά πιο γενναιόδωρη απ’ ό,τι η εποχή τους. Δεκαετίες αργότερα, το “Into the Pandemonium” αναγνωρίζεται ως σημείο καμπής για τον πειραματικό ήχο. Η επιρροή του διακρίνεται στο έργο πολλών ακραίων σχημάτων, ανεξαρτήτως υποείδους. Συγκροτήματα από τον χώρο του black metal, του doom, του industrial και της avant-garde το αναφέρουν ως έργο που άνοιξε νέους δρόμους. Τους ενθάρρυνε να τολμήσουν, να αποτύχουν, ακόμα και να εκτεθούν στον κίνδυνο του γελοίου.
Σχήματα όπως οι Dimmu Borgir και οι Ulver, κατά δήλωσή τους, δεν θα είχαν τον ίδιο ήχο χωρίς αυτό το άλμπουμ. Ακόμα και καλλιτέχνες εκτός metal, όπως οι Nirvana, φέρονται να το άκουγαν διαρκώς στο βαν των περιοδειών τους. Η επιρροή του έγινε αισθητή, όχι γιατί ήταν ηχητικά άρτιο, αλλά γιατί ακύρωσε την ίδια την ανάγκη για έναν «τέλειο» δίσκο.
Παρά τις αντιφάσεις του, το “Into the Pandemonium” ανέδειξε μια βασική ένταση στη heavy μουσική: την ανάγκη για πειραματισμό απέναντι στην πίεση για τήρηση κανόνων. Οι Celtic Frost δεν προσπάθησαν να γεφυρώσουν αυτή τη σύγκρουση. Την άναψαν περισσότερο. Ήταν ένα παράδειγμα του τι μπορεί να συμβεί όταν το όραμα ξεπερνά τις δυνατότητες της παραγωγής. Μια μπάντα με περιορισμένα μέσα, διαρκείς εντάσεις και μηδενική στήριξη από τη βιομηχανία κατάφερε να φτιάξει έναν δίσκο που άνοιξε νέους δρόμους για την extreme μουσική. Και λίγο αργότερα, αυτό παραλίγο να τους διαλύσει. Όπως έχει παραδεχθεί ο frontman Tom G. Warrior, το άλμπουμ δεν ήταν τέλειο. Όμως η τελειότητα δεν ήταν ποτέ ζητούμενο. Το “Into the Pandemonium” δημιουργήθηκε για να ταράξει τα νερά. Και δεκαετίες μετά, συνεχίζει να το καταφέρνει.